«Η  αιτία για την οποία αγωνιζόμαστε είναι θεσμικώς δίκαιη και ηθικώς επιβεβλημένη, στο όνομα της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς» τόνισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος κηρύσσοντας την έναρξη της Διεθνούς Ημερίδας για την Επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα στο αμφιθέατρο του Μουσείου της Ακρόπολης.   Διεθνείς προσωπικότητες που έχουν συνταχθεί στον αγώνα για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα αυτό της Προεδρίας της Δημοκρατίας και του Υπουργείου Πολιτισμού. Ο κ. Παυλόπουλος τους θύμισε  ότι στο χώρο όπου συγκεντρώθηκαν, το Μουσείο της Ακρόπολης που κλείνει στις 20 Ιουνίου τα δέκα χρόνια λειτουργίας του, «ανεγέρθηκε με κύριο προορισμό την φιλοξενία των Γλυπτών του Παρθενώνα μετά τον «επαναπατρισμό» τους, αναιρώντας και το τελευταίο, έστω και καταφανώς προσχηματικό, «επιχείρημα» αυτών που επιμένουν να συγκαλύπτουν το ιερόσυλο έγκλημα του Έλγιν ότι, δήθεν, η Ελλάδα δεν διέθετε κατάλληλο χώρο στέγασης των Γλυπτών του Παρθενώνα, αντίστοιχο μ’ εκείνον του Βρετανικού Μουσείου, δηλαδή αντίστοιχο με τον χώρο όπου «κρατούνται» τα Γλυπτά ως «λάφυρα» της κλοπής του Έλγιν!».

«Σε κοινή παγκόσμια θέα πλέον, εδώ και 10 χρόνια, αυτό το υπέροχο Μουσείο της Ακρόπολης δίνει αποστομωτικές απαντήσεις στις ως άνω «εν αμαρτίαις προφάσεις» των, ακόμη, αμετανόητων υπευθύνων του Βρετανικού Μουσείου και προκαλεί, με όρους πολιτισμού και μόνον, την παγκόσμια κοινή γνώμη να κάνει τη σύγκριση: Τη σύγκριση ανάμεσα στη φωτεινή «κοιτίδα» των Γλυπτών του Παρθενώνα και στο θολό «δεσμωτήριο» του Βρετανικού Μουσείου, όπου «κρατούνται» κατά παράβαση κάθε θεσμικής και πολιτισμικής δεοντολογίας, και μάλιστα υπό συνθήκες συντήρησης που απειλούν την υπόστασή τους και την υπεράσπιση των ιστορικών τους καταβολών και συμβολισμών», είπε ο κ. Παυλόπουλος.

Συνεχίζοντας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υπενθύμιζε ότι «ο αγώνας για την Επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι ήδη μακρύς και αδιάλειπτος, αφού ουσιαστικά άρχισε λίγο μετά την συντέλεση του ιερόσυλου εγκλήματος του Έλγιν. Εγκλήματος «διαρκούς», το οποίο συντελέσθηκε όταν ο λόρδος Έλγιν, πρεσβευτής από το 1799 της Μεγάλης Βρετανίας στην τότε «Υψηλή Πύλη» στην Κωνσταντινούπολη, το συνέλαβε και το εκτέλεσε μεταξύ 1801-1804. Ήταν τότε που διέπραξε την απάτη της ειδεχθούς σύλησης του Μνημείου του Παρθενώνα και την συνακόλουθη πολιτισμική τυμβωρυχία, επικαλούμενος δήθεν «ανασκαφικές δραστηριότητες» μέσα στον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο. Και στη συνέχεια ολοκλήρωσε το έγκλημά του, μεταφέροντας -και μάλιστα υπό όρους διακινδύνευσης που δείχνει τον αδίστακτο και προσβλητικό για τον Πολιτισμό μας χαρακτήρα του-δια της θαλασσίας οδού τα Γλυπτά του Παρθενώνα στην Μεγάλη Βρετανία».

«Όπως προείπα, ο αδιάλειπτος αγώνας της Ελλάδας για τον τερματισμό αυτού του ειδεχθούς «διαρκούς» εγκλήματος του Έλγιν κατά της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς ξεκίνησε νωρίς», τόνισε και συμπλήρωσε: «Πραγματικά, από το 1842 η Ελλάδα άρχισε να διεκδικεί, με κάθε νόμιμο και πολιτισμένο μέσο, την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα, με πρώτο σταθμό την εναντίον του Έλγιν καταγγελία του τότε Γραμματέα της «εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας», Αλεξάνδρου Ραγκαβή. Η κρίσιμη καμπή της διεκδίκησης των Γλυπτών του Παρθενώνα από την Ελλάδα ήλθε το 1984, με «ψυχή» την «οραματική» αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη, υπό την ιδιότητά της ως Υπουργού Πολιτισμού».

Στο χρονικό της  απομάκρυνσης των Γλυπτών από το μνημείο  αναφέρθηκε ο πρόεδρος του Μουσείου καθηγητής Δημήτρης Παντερμαλλής και στον αγώνα διεκδίκησής τους η υπουργός Πολιτισμού Μυρσίνη Ζορμπά.