Από το πορτρέτο ενός επαγγελματία εκτελεστή στην ταινία του Φίντσερ στη δύναμη του κινηματογράφου ν’ αλλάζει τη ζωή στην ταινία του Μορέτι 

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

 **** The Killer

ΗΠΑ, 2023. Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Φίντσερ. Σενάριο: Άντριου Κέβιν Γουόκερ, Αλέξις Νόλεντ, Λουκ Τζάκαμον. Ηθοποιοί: Μάικλ Φάσμπεντερ, Τίλντα Σουίντον, Τσαρλς Παρνέλ, Κέλι Ο’Μάνλι. 118´

Οι περιπέτειες μυστηρίου και τα αστυνομικά/γκανγκστερικά, ενίοτε ψυχολογικά, θρίλερ («Seven, FightClub», «Zodiac», «Το κορίτσι που εξαφανίστηκε») είναι τα είδη που επέβαλαν και καθιέρωσαν τον Ντέιβιντ  Φίντσερ ως ένα από τους πιο πρωτότυπους σκηνοθέτες του νέου Χόλιγουντ των τριών τελευταίων δεκαετιών. Σκοτεινά πάντα θρίλερ (το φιλμ νουάρ δεν έχει πάψει να επηρεάζει τους Αμερικανούς σκηνοθέτες), με ήρωες που κινούνται ανάμεσα στο μαύρο και το άσπρο, συχνά σ’ ένα κόσμο διεφθαρμένο, που συχνά δέχονται τους κανόνες του, χωρίς καμιά πολιτική ή ηθικές αξίες, με στόχο μόνο το χρήμα. Σ’ ένα τέτοιο κόσμο κινείται και ο ήρωας του πρόσφατου γκανγκστερικού ψυχολογικού θρίλερ του, «Ο εκτελεστής» (The Killer), που πρωτοείδαμε στο φετινό διαγωνιστικό τμήμα της 80ης Μόστρας του Κινηματογράφου.

 

Ο χωρίς όνομα (ή, πιο σωστά, ο με πολλά ονόματα) ήρωάς του, ένας πολύ προσεκτικός, προσηλωμένος στις λεπτομέρειες της αποστολής του, επαγγελματίας εκτελεστής που, όπως ο ίδιος τονίζει κάθε τόσο, πρέπει  «να συγκεντρώνεσαι, να μη αυτοσχεδιάζεις», αποτυγχάνει στην αποστολή που παρακολουθούμε στην αρχή της ταινίας, όχι από ακρίβεια στο στόχο αλλά από κακή τύχη (μια απρόσμενη, ξαφνική κίνηση με τη σφαίρα να σκοτώνει άλλο άτομο) και βρίσκεται στο στόχαστρο του εργοδότη του. Με αποτέλεσμα να αρχίσει ένα ατέλειωτο και επικίνδυνο κυνηγητό εκδίκησης. Κυνηγητό που ξεκινάει από το Παρίσι, περνάει από τη Δομινικανή Δημοκρατία για να καταλήξει σε διάφορες πόλεις της Αμερικής. 

 Τη φορά αυτή στο επίκεντρο της ταινίας είναι ο εκτελεστής, ένας ψυχρός, που προσπαθεί να αποφύγει τη ενσυναίσθηση στη διάρκεια του επαγγέλματος, εκτελεστής, που τον παρακολουθούμε σε κάθε λεπτομέρεια τόσο της προετοιμασίας της «δουλειάς» όσο και των εκτελέσεων, σε σκηνές σχεδόν ντοκιμαντεριστικές: την εξεύρεση κατάλληλων χώρων, τη συνεχή παρακολούθηση (θυμίζοντας τον «Σιωπηλό μάρτυρα» του Χίτσκοκ, στην πρώτη αποτυχημένη εκτέλεση με τον πρωταγωνιστή να παρακολουθεί με τα κιάλια στα απέναντι διαμερίσματα), στην απάλειψη των αποδεικτικών στοιχείων, στις αλλαγές προσωπικότητας, στην αποθήκη στη Νέα Ορλεάνη με όλα τα είδη των όπλων και αμφιέσεων που χρειάζεται για τις αποστολές του, στον τρόπο που ταξιδεύει, που νοικιάζει και «καθαρίζει» τα διάφορα αυτοκίνητα, και διάφορα άλλα.

Με την κάμερά του να καταγράφει τις κινήσεις του, με τα διάφορα,  «φιλοσοφικά» του σχόλια για τη ζωή και τις εκπλήξεις της (όπως μαθαίνουμε αργότερα είχε σπουδάσει κάποτε στο πανεπιστήμιο για να το εγκαταλείψει στη συνέχεια) κι ένα ρυθμό γρήγορο, πάντα στο πνεύμα των καταστάσεων (ας μη ξεχνάμε πως ο Φίντσερ εκπαιδεύτηκε σ΄αυτό γυρίζοντας περισσότερα από καμιά τριανταριά μουσικά βίντεο πριν στραφεί στη σκηνοθεσία ταινιών μυθοπλασίας), για να δημιουργήσει την αναγκαία, σκοτεινή ατμόσφαιρα στην οποία κινούνται τα πρόσωπά του. Με ένα εξαιρετικό, συγκρατημένο στην ερμηνεία του, Μάικλ Φασμπέντερ κι ένα το ίδιο πολύ καλό καστ, ανάμεσά τους και την πάντα ευπροσδεκτη, μοναδική Τίλντα Σουίντον, στο ρόλο της έτοιμης να αποδεχτεί τη μοίρα της, αλλά και πανούργας, δολοφόνου.

*** ½ – Ένα καινούριο αύριο 

 

Il sol dell’avenire. Ιταλία/Γαλλία, 2023. Σκηνοθεσία: Νάνι Μορέτι. Σενάριο: Φραντσέσκα Μαρτσιάνο, Νάνι Μορέτι, Φεντερίκα Ποντεμόλι. Ηθοποιοί: Νάνι Μορέτι, Μαργκερίτα Μπούι, Σίλβιο Ορλάντο, Ματιέ Αμαλρίκ. 95´

Η μαγεία του κινηματογράφου και ο τρόπος που επηρεάζει και ανοίγει δρόμους για αλλαγή στη ζωή ενός σκηνοθέτη είναι στο επίκεντρο της απολαυστικής, δραματικής κωμωδίας «Ένα καινούριο αύριο» του Ιταλού σκηνοθέτη Νάνι Μορέτι, βραβευμένου σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ για μια σειρά εξαιρετικών ταινιών, ανάμεσά τους τα «Χρυσά όνειρα» (ειδικό βραβείο της επιτροπής στο φεστιβάλ Βενετίας, 1981 και «Το δωμάτιο του γιου μου», Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες το 2001).

Πρωταγωνιστής στη νέα του ταινία είναι ο Τζιοβάνι, ένας διάσημος σκηνοθέτης (το alter ego του Μορέτι) που αποφασίζει να γυρίσει μια ταινία που εκτυλίσσεται στην Ιταλία το 1956, όταν η Σοβιετική Ένωση είχε εισβάλει στην Ουγγαρία. Για τον Τζιοβάνι η ταινία αυτή είναι σημαντική, ιδιαίτερα για την τότε στάση του ιταλικού κομμουνιστικού κόμματος, που στάθηκε αιτία να αποχωρήσει από εκείνο της Σοβιετικής Ένωσης και να χαράξει ένα δικό του δρόμο. Σήμερα όμως, όπως ανακαλύπτει ο Τζιοβάνι, τα πράγματα έχουν αλλάξει, τόσο στην πολιτική όσο και στον κινηματογράφο. 

Τα προβλήματα που έχει ν’ αντιμετωπισει, σ’ ένα τέτοιο κλίμα, είναι πολλά και δύσκολα: από τη μια, ενώ αυτός επιμένει πως γυρίζει μια πολιτική ταινία, η πρωταγωνίστριά του επιμένει πως η ταινία του είναι μια ταινία αποκλειστικά για τον έρωτα, από την άλλη, η Πάολα, η παραμελημένη γυναίκα του, και παραγωγός των ταινιών του, δεν τολμά  να τον εγκαταλείψει κι έχει αρχίσει να βλέπει, κρυφά του, ψυχολόγο, ενώ παράλληλα, γυρίζει, για πρώτη φορά, μια διαφορετική, εμπορική  ταινία, με ένα νέο σκηνοθέτη. Ενώ, κάποια στιγμή, ο Τζιοβάνι αρχίζει την προετοιμασία άλλων ταινιών, ανάμεσά τους κι ένα «Κολυμβητή», στοιχείο που τονίζει πόσο τα άδεια κομμάτια στη ζωή του γεμίζουν και επηρεάζονται από τον κινηματογράφο.

Για τον Τζιοβάνι ο κινηματογράφος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ζωής του. Παρά τα προβλήματα και τις διαφορετικές απόψεις των άλλων γύρω του, ο Τζιοβάνι επιμένει στη δική του ξεχωριστή αντιμετώπιση της ζωής. Σε μια από τις καλύτερες και πιο σημαντικές σκηνές της ταινίας ο Τζιοβάνι, που επισκέπτεται το πλατό όπου γυρίζεται η εμπορική ταινία που παράγει η γυναίκα του, σταματά τον νέο σκηνοθέτη τη στιγμή που εκείνος ετοιμάζεται να γυρίσει την τελευταία, βίαιη σκηνή της ταινίας του (ένας άντρας ετοιμάζεται να πυροβολήσει, στην πραγματικότητα να εκτελέσει, ένα άλλο, ήδη βαριά τραυματισμένο άντρα), επεμβαίνει για να χαρακτηρίσει αδικαιολόγητη τη βία, θεωρώντας την χωρίς ηθική υποσταση, που γι’ αυτόν είναι μια «απλή εκτέλεση», και προσπαθώντας, με διάφορους τρόπους, να τους πείσει: μιλώντας για τη βία, χάρη που χρησιμοποιούν και εκμεταλλεύονται οι σύγχρονες ταινίες, αναλύοντας αντίστοιχη σκηνή δολοφονίας ενός ταξιτζή σε ταινία του Κισλόφσκι («Μικρή ιστορία για ένα φόνο»), όπου η καταγραφή ενός φόνου σε κάνει να αντιδράσεις ενάντια στο έγκλημα. Συζήτηση που τραβάει ώρες, ώσπου νυχτώνει, δοσμένη όμως με χιούμορ και σατιρική διάθεση (σε μια στιγμή ο Τζιοβάνι προσπαθεί να τηλεφωνήσει στον Σκορσέζε για να πάρει τη δική του άποψη), όπως και σε πολλές άλλες σκηνές, με τον κινηματογράφο πάντα σε πρώτο πλάνο. Σε μια άλλη, ωραία σκηνή, βλέπουμε το νεαρό ζευγάρι, πρωταγωνιστές στην ταινία που γυρίζει ο Τζιοβάνι, να παρακολουθούν στο σινεμά την «Ντόλτσε Βίτα» του Φελίνι, τη στιγμή του φινάλε, με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι στην παραλία, ενώ ακούγεται ένα όμορφο ερωτικό τραγούδι (ο κινηματογράφος, δηλαδή,  που αγαπήσαμε), με τα τραγούδια, όπως μαθαίνουμε, επικρατούν και στην νέα ταινία που γυρίζει σήμερα (ο κινηματογράφος του μέλλοντος;). Δίνοντας, κατά κάποιο τρόπο, ένα ειρωνικό τόνο στον τίτλο της ταινίας του, «Ένα καινούριο αύριο»…

Όπως ανάφερε ο ίδιος ο Μορέτι: «Ήθελα η ταινία μου να ακολουθεί τις σκέψεις και τα αισθήματα του Τζιοβάνι. Γι’ αυτό, στην αφήγησή μου της ιστορίας (ή, πιο σωστά, των διάφορων ιστοριών), χρειαζόμουν ένα πλούσιο και ελεύθερο σενάριο, ικανό να περιλαμβάνει διαφορετικά επίπεδα, τόνους και στιλ. Η ταινία περνά διαφορετικές κρίσεις, μετά τις ξεπερνά χάρη στον κινηματογράφο, που έχει τη μαγική δύναμη να μας βοηθά ν’ ανακαλύψουμε την ελαφρότητα και την επιθυμία να είσαι, παρόλα αυτά, ευτυχισμένος».

*** ½ – Αντίπαλος 

Opponent/Motstandaren. Σουηδία/Νορβηγία, 2023. Σκηνοθεσία-σενάριο: Μίλαντ Αλάμι. Ηθοποιοί: Παϊμάν Μαάντι, Αμιράλι Αμπαζάντ. 119´

Με το μεταναστευτικό, την την διαφορετικότητα, την οικογένεια, τους καταπιεσμένους σεξουαλικούς πόθους και την διαφορετικότητα σε αυταρχικές κοινωνίες, καταπιάνεται το δραματικό, κοινωνικό θρίλερ «Αντίπαλος» του Ιρανού, που ζει εδώ και χρόνια στη Δανία, Μίλαν Αλάμι, που πρωτοπροβλήθηκε στο Πανόραμα της φετινής Μπερλινάλε.

Ο Ιμάν αναγκάζεται να εγκαταλείψει το Ιράν μαζί με την οικογένεια του, ύστερα από, καταστροφικές για τη ζωή του διαδόσεις, αναζητώντας άσυλο στη Σουηδία. Μετανάστες πια, σε ένα υποβαθμισμένο, υπερφορτωμένο με άλλους Ιρανούς μετανάστες, ξενοδοχείο, ο Ιμάν, παρά την υπόσχεση στη γυναίκα του, αποφασίζει να επιστρέψει  στο πρώην επάγγελμα του παλαιστή, πιστεύοντας πως αυτό θα τους  βοηθήσει στην έγκριση ασύλου. 

Η ταινία ξεκινά με το απόσπασμα της μαύρης λεσβίας ποιήτριας, Όντρ Λόιντ, «οι σιωπές μου δεν με προστάτευσαν, οι σιωπές σας δεν θα σας προστατέψουν». Απόσπασμα, προάγγελος της ατμόσφαιρας που θα ακολουθήσει. Από την πρώτη κιόλας σκηνή, με τα χτυπήματα και τις κραυγές παλαιστών σε κάποιο γυμναστήριο, δημιουργείται η αίσθηση της επικείμενης βίας, που παρακολουθούμε στις εικόνες αμέσως μετά με τον Ιμάν να τρέχει στο δρόμο, κυνηγώντας έναν άλλο παλαιστή που προσπαθεί να ειδοποιήσει την αστυνομία, τσακίζοντας τον με αγριότητα στο ξύλο,  και εγκαταλείποντας τον αιμόφυρτο στο έδαφος.

Ο Αλάμι, με την εξοχή ερμηνεία του Παϊμάν Αάντι, φτιάχνει το συγκλονιστικό, σπαρακτικό οδοιπορικό του ταλαίπωρου Ιμάν, σε ένα, στο πρώτο μέρος, χιονισμένο τοπίο της βόρειας Σουηδίας (όμορφα φωτογραφημένο από τον Σεμπάστιαν Βίντερ), τοπίο που χρησιμοποιείται σε αντίστιξη με το δράμα που παρακολουθούμε (σε μια συμβολική σκηνή, με την άφιξη του Ιμάν εκεί, παρεμβάλλει ένα λύκο που μόλις έχει καταβροχθίσει το θύμα του), ενώ, στο δεύτερο μέρος, παράλληλα με τα προβλήματα με τα παιδιά και τη γυναίκα του (άλλη θαυμάσια ερμηνεία από την Αμιράλι Αμπαζάντ), και τις συνεχείς μεταφορές τους, μαζί με τους άλλους μετανάστες, σε διάφορα δωμάτια από μια αδιάφορη γραφειοκρατία, παρακολουθούμε τον Ιμάν στα αποδυτήρια, τα ντους και το γυμναστήριο (με τα άλλα ιδρωμένα κορμιά των παλαιστών), όπου σταδιακά γίνεται προφανές (κάτι που η γυναίκα του δείχνει να έχει καταλάβει και υπομείνει από πολύ νωρίς) ο λόγος για τον οποίο κυνηγήθηκε από την ιρανική αστυνομία. Εικόνες που τονίζουν το δράμα, τον πόνο, μαζί και την οργή, του Ιμάν, που δεν μα έτσι μόνο με τον αντίπαλο (την κοινωνία) απέναντι του, αλλά και με τον αντίπαλο μέσα του, έναν αντίπαλο που αγωνίζεται για να βγει στο φως και την ελευθερία!