74ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΒΕΝΕΤΙΑΣ

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Μια ακόμη αμερικανική ταινία, «Τρεις πινακίδες έξω από το Έμπινγκ του Μιζούρι» του Μάρτιν ΜακΝτόνα, με πρωταγωνίστρια τη Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, που είδαμε σήμερα στο διαγωνιστικό τμήμα του 74ου φεστιβάλ κινηματογράφου της Βενετίας, έδειξε πως η Μόστρα έχει μετατραπεί σε προάγγελο των Όσκαρ, τόσο χάρη στην επιλογή μιας σειράς καλών αμερικανικών ταινιών όσο και του ότι η τελετή των Όσκαρ έχει, τα τελευταία χρόνια, μεταφερθεί από το τέλος Μαρτίου (βοηθώντας τότε το φεστιβάλ του Βερολίνου) στο τέλος Φεβρουαρίου.

Και δεν είναι μόνο η ταινία του ΜακΝτόνα, αλλά και αυτές των Τζορτζ Κλούνι («Suburbicon» και Πάολο Βίρζι («The Leisure Seeker») που είδαμε αυτές στις μέρες στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ και που έχουν αρκετά οσκαρικά στοιχεία.

Το όνομα της Φράνσις ΜακΝτόρμαντ φέρνει άμεσα στο νου του θεατή τις ταινίες των αδερφών Κοέν, στις οποίες είναι τακτική πρωταγωνίστρια. Στην περίπτωση της ταινίας του ΜαΝτόνα ο θεατής δεν έχει άδικο.

Από το ξεκίνημα κιόλας, με τη γυναίκα να σταματάει με το αυτοκίνητό της μπροστά από τις τρεις τεράστιες, μισοτρύπιες πινακίδες σ’ έναν εγκαταλειμμένο, εξαιτίας της εθνικής οδού, δρόμο, έξω από τη μικρή πόλη του Έμπινγκ, αισθανόμαστε πως βρισκόμαστε σε γνώριμη περιοχή, από εκείνες που μας γνώρισαν ταινίες των Κοέν («Φάργκο», «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους»).

Η Μίλντρεντ, μια πεισματάρα, σκληρή γυναίκα (η ΜακΝτόρμαντ σε μια από τις καλύτερες ερεμηνείες), που δεν φοβάται, όπως ανακαλύπτπουμε σύντομα να λέει την πικρή συχνά αλήθεια σε όλους, θα νοικιάσει τις πινακίδες και θα αναρτήσει, σε τρεις ξεχωριστές φράσεις, το προκλητικό της μήνυμα για την άγρια δολοφονία της κόρης της, απαιτώντας από τον αστυνόμο του ‘Εμπινγκ, Γουίλομπι (Γούντι Χάρελσον) να απαντήσει γιατί δεν έκανε τίποτα εδώ και εφτά μήνες.

Μήνυμα που θα προκαλέσει όλους τους συναδέρφους του αστυνόμου, μαζί και έναν ιδιαίτερα  οξύθυμο Ντίξον (Σαμ Ρόκγουελ), καθώς και τους «έντιμους» αλλά αδιάφορους κατοίκους της μικρής αυτής πόλης του Νό,του που είναι πρόθυμοι να υπερασπιστούν τον ετοιμοθάνατο από καρκίνο, όπως μαθαίνουμε στη συνέχεια, αστυνόμο, αλλά δεν νοιάζονται αν οι μπάτσοι βασανίζουν τους χωρίς σοβαρό λόγο τους μαύρους ή πετάνε από το παράθυρο στο δρόμο ένα λευκό που δεν χωνεύουν.

Ο ΜακΝτόνα (δημιουργός του εξαιρετικού νέο-νουάρ «Αποστολή στον Μπριτζ») σκιτσάρει, με μελανά χρώματα, την όλη ατμόσφαιρα, με ένα σφιχτοδεμένοι με ωραίους χαρακτήρες, σενάριο, με έξυπνους, χιουμοριστικούς διαλόγους (η ΜακΝτόρμαντ έχει τις πιο απολαυστικές ατάκες), με κριτική όταν χρειάζεται ματιά πάνω στην αμερικανική κοινωνία της όχι και τόσο «σιωπηλής πλειοψηφίας» και αναπτύσσοντας με ευρηματικότητα και ευελιξία τους χαρακτήρες (κανένας τελικά δεν είναι τόσο αθώος ή τόσο κακός όσο παρουσιάζεται) και τις καταστάσεις, κάνοντας, την κατάλληλη στιγμή, τις ανατροπές που δίνουν στην ταινία μιαν άλλη διάσταση.

Στη γαλλική ταινία «Το σπίτι κοντά στη θάλασσα» του Ρομπέρ Γκεντιγκιάν («Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο», «Ο μίτος της Αριάν»), μεταφερόμαστε σ ένα παραθαλάσσιο σπίτι σ’ ένα κολπίσκο κοντά στη Μασσαλία. Εκεί θα μαζευτούν τα τρια μεσήλικα αδέρφια (μια ηθοποιός, που ζει στο Παρίσι, ο αρραβωνιασμένος με μια νεαρή αδερφός, και ο μόνος που έχει παραμείνει στη Μασαλία για να φροντίζει το οικογενειακό εστιατόριο), για να συμπαρασταθούν στον πατέρα τους που βρίσκεται σε κώμα και να κανονίσουν τα της κληρονομιάς.

Τρία πρόσωπα που ζουν σ’ ένα υπό εξαφάνιση κόσμο, και που η  συνάντησή τους βγάζει στην επιφάνεια τις πίκρες, παλιές έριδες και διάφορα μυστικά γύρω από μια οικογενειακή τραγωδία. Τρία πρόσωπα που τα προβλήματα και οι συζητήσεις τους φέρνουν στο νου το έργο του Τσέχοφ («Τρεις αδερφές» αλλά και άλλα), με τον  Γκεντιγκιάν να φτιάχνει μια ατμοσφαρική, συναρπαστική ταινία, τόσο χάρη στο καλογραμμένο σενάριο, και τις εξαιρετικές ερμηνείες απ’ όλους τους ηθοποιούς του (μ’ επικεφαλής την Αριάν Ασκαρίντ και τον Ζαν-Πιερ Νταρουσέν) όσο και με τη λεπτομέρεια και τη διεισδυτικότητα, μαζί και το χιούμορ, με τα οποία αναπτύσσει τους τρεις βασικούς του χαρακτήρες.

Παράλληλα δεν παραμερίζει και διάφορα δευτερεύοντα πρόσωπα (τη νεαρή φιλενάδα του ενός αδερφού, καθώς και το ηλικιωμένο ζευγάρι των περήφανων γειτόνων), καταφέρνοντας, ταυτρόχρονα, να ανανέωσει το ενδιαφέρον της πλοκής, με διάφορες ενδιάμεσες καταστάσεις, όπως την εμφάνιση των τριών μικρών προσφύγων που ανακαλύοπτουν να κρύβονται στο γειτονικό δάσος (εύρημα που δίνει ώθηση στο στόρι αλλά και αναγκάζει τα πρόσωπα να βγουν από το κουβούκλι τους και να πάρουν θέση), καταστάσεις που παρουσιάζονται σταδιακά και βοηθούν στην ανάπτυξη των χαρακτήρων.

Όπως ανάφερε ο ίδιος ο Γκεντιγκιάν στη συνέντευξη Τύπου, «δεν θα μπορούσα να φτιάξω σήμερα μια ταινία, χωρίς να μιλήσω για τους πρόσφυγες: ζούμε σε μια χώρα όπου οι άνθρωποι πνίγονται στη θάλασσα καθημερινά. Χρησιμοποίησα εσκεμμένα τη λέξη «πρόσφυγες». Δεν με νοιάζει αν οι λόγοι που έρχονται είναι εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής ή εξαιτίας ενός πολέμου – έρχονται αναζητώντας καταφύγιο ή εστία.»

Στην αμερικανική παραγωγή του «The Leisure Seeker» (όνομα που δίνουν στο τροχόσπιτό τους το ηλικιωμένο ζευγάρι της ταινίας, και που ερμηνεύουν η ΧέλενΜίρεν και ο Ντόναλντ Σάδερλαντ), ο Ιταλός σκηνοθέτης Πάολο Βίρζι γύρισε στην Αμερική αφηγείται ένα όμορφο, συγκινητικό, άλλοτε χιουμοριστικό κι άλλοτε θλιμμένο, πάντα όμως με αγάπη για τα πρόσωπα και τη ζωή, ρόουντ-μούβι.

Η ταινία αφηγείται τη «φυγή» του ηλικιωμένου ζευγαριού από τα μεγάλα πια παιδιά τους και το σπίτι τους στο Νιτρόιτ. Φυγή σ’ ένα ταξίδι, κατά μήκους της θρυλικής οδού 66, προς τον αμερικανικό Νότο για να επισκεφτεί ο άντρας, πρώην καθηγητής, το σπίτι του αγαπημένου του συγγραφέα, Χέμινγουέι στο Κι Γουέστ. Ταξίδι που θα φέρει αντιμέτωπους με το παρελθόν και τον παθιασμένο για τόσα χρόνια έρωτά τους (τώρα ο άντρας υποφέρει από Αλτζχάιμερ, ενώ η γυναίκα από προχωρημένο καρκίνο) αλλά και να ανακαλύψουν καινούρια πράγματα για τον εαυτό τους, καθώς και μυστικά που έκρυβαν εδώ και χρόνια. Ο Βίρζι έφτιαξε ένα ταξίδι διανθισμένο με χιούμορ αλλά και συγκίνηση, που κερδίζει χάρη στις εξαιρετικές, δοσμένες με ευαισθησία και ζωντάνια, ερμηνείες του δίδυμου Μίρεν-Σάδερλαντ, ερμηνείες άξιες βραβείου, που σίγουρα θα είναι στα φαβορί για τις οσκαρικές υποψηφιότητες.

Σε ληθινή ιστορία, εκείνη της φιλίας που αναπτύσσεται ανάμεσα στη βασίλισσα Βικτώρια (εκπληκτική όπως πάντα στο ρόλο της βασίλισσας η Τζούντι Ντεντς) και τον Ινδό υπάλληλο Αμπντούλ, στηρίζεται η ταινία «Βικτώρια και Αμπντούλ» του Στίβεν Φρίαρς, που είδαμε εκτός συναγωνισμού. Ο Αμπντούλ στέλνεται, το 1887, από την Ινδία στο Λονδίνο για να παραδώσει στη βασίλισσα ένα ειδικό ινδικό μετάλλιο με αφορμή το Χρυσό Ιωβιλαίο της Βρετανής βασίλισσας.

Η Βικτώρια θα τον συμπαθήσει, και σύντομα θα τον κάνει «μάνσι», δηλαδή πνευματικό της δάσκαλό της, απόφαση που θα προκαλέσει την αντίδραση και την έχθρα των αυλικών της. Ο Φρίαρς καταγράφει τη σταδιακή αυτή ανάπτυξη της φιλίας των δυο τους, με μπόλικο χιούμορ και λεπτή ειρωνεία (το σενάριο περιέχει μερικούς από τους πιο απολαυστικούς διαλόγους), ενώ παράλληλα φτιάχνει ένα πιο ανθρώπινο, πάντα με χιούμορ πορτρέτο της της «κλεισμένης» σ’ ‘ενα ασφυκτικό, κάτω από αυστηρούς κανόνες, παλάτι, Βικτώριας (ανάμεσα στις πιο απολαυστικές σκηνές αναφέρω εκείνες που την ξυπνούν κάθε πρωί, τη σηκώνουν και την ντύνουν, ή εκείνες που την αναγκάζουν να παρευρίσκεται σε κουραστικά επίσημα γεύματα και να τρώει μέχρι που να την παίρνει ο ύπνος).

Ο Φρίαρς αναπλάθει με ξεχωριστή φροντίδα την εποχή (είτε αυτή της Ινδίας του 19ου αιώνα, είτε αυτή της αυτοκρατορικής Αγγλίας), δείχνοντάς μας μιαν άλλη, διαφορετική πλευρά του βασιλικού οίκου και των σκευωριών του, μέσα από εικαστικά έξοχες, στιλιζαρισμένες σκηνές, που θυμίζουν περισσότερεο την εποχή που αυτός γυρίζε ταινίες όπως «Το ωραίο μου πλυντήριο» και «Τεντώστε τ’ αυτιά σας».