ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Χιροκάζου Κόρε-Έντα: «Αισθάνομαι πιο κοντά στον Μίκιο Ναρούζε και τον Κεν Λόουτς”

Αποκλειστική συνέντευξη στον Νίνο Φένεκ Μικελίδη

 

Η βράβευση με το Χρυσό Φοίνικα των Κανών στον Ιάπωνα Χιροκάζου Κόρε-Έντα για την ταινία του «Shoplifters» («Κλέφτες καταστημάτων», ή, όπως το μετάφρασαν οι Γάλλοι «Οικογενειακή υπόθεση») τόνισε ιδιαίτερα τη δύναμη του ασιατικού κινηματογράφου, που στο φετινό διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ ξεχώρισε με μερικές θαυμάσιες ταινίες: «Burning» του Κορεάτη Λι Τσανγκ-Ντονγκ, «Η στάχτη είναι τοι πιο καθαρό λευκό» του Κινέζου Τζία Ζανγκ-Κε και «Ασάκο 1&2» του Ιάπωνα Ριουσούκε Χαμαγκούτσι.

Kore-eda (photo NFM)

Ανάμεσα στους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες του σύγχρονου ιαπωνικού κινηματογράφου είναι ο αναμφισβήτητα και ο Κόρε-Έντα, σκηνοθέτη που, όπως, ανακάλυψα στο παρελθόν, μέσα από αρκετές συναντήσεις μας, είναι πάντα ευχάριστο να συνομιλείς μαζί του. Ευγενικός, πάντα πρόθυμος για συζήτηση, με ένα πολύ καλό μεταφραστή δίπλα του, για τις πολύ λεπτομερείς απαντήσεις του, στη συνάντησή μας που έγινε στις Κάνες, μια μέρα μετά την επίσημη προβολή της ταινίας του, ο Κόρε-Έντα, μου μίλησε για το παρελθόν του και την αγάπη του από μικρή ηλικία για τον κινηματογράφο αλλά και για τους λόγους που τον έσπρωξαν να γυρίσει τη συγκεκριμένη ταινία.

Ο 56χρονος σήμερα Κόρε-Έντα (γεννήθηκε στις 6 Ιουνίου 1962) σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο του Τόκιο, με στόχο αρχικά να γίνει συγγραφέας. Πολύ γρήγορα όμως στράφηκε στον κινηματογράφο, ξεκινώντας αρχικά ως βοηθός σκηνοθέτης σε τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ. Με την πρώτη του κιόλας μεγάλου μήκους ταινία, «Maboroshi» (1995), κατάφερε να κερδίσει βραβεία στα φεστιβάλ Βενετίας και Σικάγου. Θ’ ακολουθήσουν ταινίες που του χαρίζουν κι άλλα διεθνή βραβεία και τον κάνουν παγκόσμια γνωστό: «After Life» (1998), «Κανείς δεν γνωρίζει» (2004), «Air Doll» (2009), «Like Father Like Son» (ελληνικός τίτλος: «Πατέρας και γιος», 2013), «Η μικρή μας αδερφή» (2015),  «Μετά την καταιγίδα» (2016), «Τρίτος φόνος» (2017). Ταινίες που καταπιάνονται με την οικογένεια και τα διάφορα προβλήματά της, ιδιαίτερα τις σχέσεις γονιών και παιδιών, καθώς και με γενικότερα θέματα όπως τη μνήμη, την απώλεια και το θάνατο.

Η οικογένεια είναι στο επίκεντρο και της ταινίας του, «Shoplifters» (της πέμπτης που παρουσίασε στις Κάνες), μια οικογένεια με πέντε μέλη, που ζουν στο πολύ μικρό, φτωχικό διαμέρισμα της γιαγιάς και που για να επιβιώσουν, εκτός από την πενιχρή σύνταξη της γιαγιάς, κλέβουν από διάφορα καταστήματα. Κλοπές στις οποίες έχουν γίνει ειδικοί, πατέρας και γιος, ενώ, στο δίδυμο αυτό θα προστεθεί αργότερα κι ένα πεντάχρονο κοριτσάκι που οι δυο τους βρίσκουν ενώ επιστρέφουν ένα βράδυ στο σπίτι – κοριτσάκι, όπως μαθαίνουμε, που το κακοποιούσαν οι γονείς του.

Οι σχέσεις αυτές, τόσο ανάμεσα σε πατέρα και γιο, όσο και ανάμεσα σε γιο και μικρή «αδερφή», θα μας αποκαλύψουν μιαν άλλη, πιο ανθρώπινη, πιο τρυφερή πλευρά των απλών αυτών, περιθωριακών ανθρώπων, που, στο απρόσμενο φινάλε, ο νόμος θα ανατρέψει, φέρνοντας στην επιφάνεια τη σκληρή, απάνθρωπη όψη του. Με αυτή την πλευρά του, ξεκίνησε και η συνομιλία μας

  • Τι ήταν εκείνο που σας έκανε να κινηματογραφήσετε την ιστορία μιας τέτοιας οικογένειας;
  • Οι ειδήσεις που διάβαζα στις εφημερίδες σχετικά με οικογένειες όπου τα παιδιά τους εξακολουθούσαν να εισπράττουν τις συντάξεις των νεκρών γονιών τους ή συγγενών τους. Κάτι που με εξέπληξε, είναι ΄πως μάθαμε, χιλιάδες που το κάνουν σήμερα, αλλά που το καταλαβαίνω. Όπως και το ότι κάποιοι γονείς αναγκάζουν τα παιδιά τους να κλέβουν. Πριν από αρκετά χρόνια, όταν ήμουν μικρός, αισθανόμουν, όλοι αισθανόμασταν πως η ιαπωνική κοινωνία ήταν μια κοινωνία μεσαίας τάξης. Τα τελευταία όμως χρόνια, με την οικονομική κρίση που ακολούθησε τα πράγματα άλλαξαν πλήρως. Σήμερα στην Ιαπωνία το χάσμα ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις έχει μεγαλώσει. Υπάρχει μια τάξη φτωχών ανθρώπων που αναγκάζονται να το κάνουν αυτό. Τους δικαιολογώ. Αυτά είναι μικρά εγκλήματα μπροστά στα άλλα μεγάλα που συμβαίνουν γύρω μας από μεγάλους εγκληματίες και δεν κάνουμε τίποτα.
  • Γιατί όμως μια τέτοια, κάπως ασυνήθιστη, οικογένεια, με τον γιο να μην αποφασίζει να πει τον πατέρα, έστω και μια φορά «μπαμπά»;
  • Ακριβώς για μένα ήταν αυτή η σχέση που με ενδιέφερε. Η σχέση ανάμεσα στον πατέρα και τον γιο, ένας άντρας που προσπαθεί να είναι πράγματι πατέρας τόσο στο γιο όσο και στο μικρό κοριτσάκι. Για μένα ο πατέρας αυτός δεν είναι άνθρωπος ιδιαίτερα φτωχός, επιλέγει να ζήσει στο σπίτι της γιαγιάς γιατί εκεί μπορεί να μαζευτούν όλοι τους και να μπορέσει να ανασυνταχθεί η δυσλειτουργική αυτή οικογένεια. Εκεί καταφέρνει η οικογένεια κάποια στιγμή να μονιάσει κι όμως εισβάλλει ξαφνικά το κράτος, ο νόμος, και την καταστρέφει, με τη δική του έννοια της, ας πούμε, δικαιοσύνης.
  • Από την πλευρά των παιδιών, τις κλοπές από τα μαγαζιά, τις κάνετε να μοιάζουν με ένα είδος παιχνιδιού…

 

  • Ναι, ο πατέρας δίνει αυτό τον τόνο στο γιο του, για να το κάνει πιο εύπεπτο. Μάλιστα βλέπουμε το γιο να κάνει διάφορες κινήσεις με τα χέρια του, σαν να ξετυλίγει ή τυλίγει κάτι. Είναι ένας ωραίος τρόπος για να προσχωρήσει στις κλοπές. Αυτό το παιχνίδι με τα δάκτυλα, πρέπει να πω, το σκέφτηκε ο βοηθός μου και το υιοθετήσαμε.
  • Η ταινία σας μου θύμισε τόσο το «Κανείς δεν γνωρίζει» όσο και το «Πατέρας και γιος»»…
  • Ναι, έχει σχέση και με τις δυο. Καταπιάνονται και οι δυο με περιθωριακά πρόσωπα. Αυτή η οργή που σε κάνει να αναζητήσεις και να εξετάσεις τα αίτια αυτών των καταστάσεων που με έκανε να γυρίσω το «Κανείς δεν γνωρίζει». Αν και, τελευταία, θέλησα να ξεφύγω από την πολύ οικεία αντιμετώπιση των καταστάσεων και να καταπιαστώ με κάτι πιο ανοιχτό, πιο μεγάλο…Να ξεφύγω κάπως από τα οικογενειακά δράματα και να στραφώ σε μεγαλύτερα, κοινωνικά θέματα
  • Στο φινάλε όμως αλλάζετε πολύ…
  • Ναι, αλλά πάντα μου αρέσει να το αφήνω ανοιχτό, δεν θέλω να επηρεάσω το θεατή. Πάντα πίστευα πως ο θεατή πρέπει να έχει την επιλογή αυτή. Δεν πρέπει να τα λέμε όλα, να βρίσκουμε λύσεις. Πρέπει ν’ αφήνουμε το θεατή να δίνει τη δική του λύση.
  • Η ταινία σας, όπως και όλες οι άλλες, μου θυμίζουν εκείνες του Γιασουτζίρο Όζου…
  • Ναι, μου το λένε συνέχεια αυτό. Είμαι από τους μεγάλους θαυμαστές του Όζου. Είναι ένας πολύ μεγάλος σκηνοθέτης. Αλλά νομίζω πως το έργο μου είναι πιο κοντά σ’ εκείνο του Μίκιο Ναρούζε και του Κεν Λόουτς, κοντά στα θέματα με τα οποία καταπιάνονται. Ιδιαίτερα με τον πιο τολμηρό, θα έλεγα, τρόπο με τον οποίο ο Ναρούζε αντιμετωπίζει τους χαρακτήρες του, καταφέρνοντας να τονίσει και τις κάθε άλλο παρά συμπαθητικές πλευρές τους. Μου αρέσει να τονίζω τις μικρές λεπτομέρειες. Το πώς ετοιμάζουν το φαγητό τους, το πώς τρώνε, το κάθε τι δείχνει κάτι από το χαρακτήρα τους. Μου αρέσει να καταγράφω ρεαλιστικά τη ζωή. Μη ξεχνάτε πως ξεκίνησα φτιάχνοντας ντοκιμαντέρ.
  • Η αγάπη σας για τον κινηματογράφο, όπως διάβασα, ξεκίνησε από πολύ μικρή ηλικία…
  • Ναι, η μαμά μου λάτρευε τον κινηματογράφο. Δεν είχαμε αρκετά χρήματα για να με παίρνει μαζί της όταν πήγαινε. Αλλά έβλεπε αργότερα τις ταινίες στην τηλεόραση, Λάτρευε τον αμερικανικό κινηματογράφο, τη Τζόαν Φοντέν, την Ίνγκριντ Μπέργκμαν και άλλες διάσημες σταρ… Αν και εμένα με έβλεπε να πιάνω δουλειά σε δημόσια υπηρεσία, δεν ήθελε να ασχοληθώ με τον κινηματογράφο. Τώρα βέβαια θαυμάζει τις ταινίες μου (γελάει)…. Μοιράζει dvd σε φίλες της για να τις δούνε….