ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΑΝΩΝ 2018

Συναρπάζει το κοτεινό θρίλερ από τη Νότια Κορέα

Tου Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Δυο μέρες μας χωρίζουν από τη λήξη και την απονομή του Χρυσού Φοίνικα και των υπόλοιπων βραβείων του φετινού 71ου κινηματογραφικού φεστιβάλ των Κανών, με ήδη ορισμένες ταινίες να αναφέρονται από πολλούς ξένους κριτικούς ως φαβορί για το Χρυσό Φοίνικα του φεστιβάλ.

Ανάμεσά τους η κινέζικη ταινία «Η στάχτη είναι η πιο αγνή λευκή» του Τζία Τζανγκ-Κε, η ιαπωνική «Κλέφτες καταστημάτων» του Χιροκάζου Κόρε-Έντα, η πολωνική «Ψυχρός πόλεμος» του Πάβελ Παβλικόφσκι και η ιρανική «Τρια πρόσωπα» του Τζαφάρ Πανάχι.

Στο μεταξύ, ανάμεσα στα πρώτα βραβεία που ήδη αναγγέλθηκαν περιλαμβάνεται και η ελληνική ταινία μικρού μήκους, «Έκτορ Μαλό: Η τελευταία μέρα του χρόνου» της Ζακελίν Λέντζου, που προβλήθηκε στην Εβδομάδα της Κριτικής και στην οποία απονεμήθηκε το βραβείο ανακάλυψης «Leica Cine».

Ακόμη, η κριτική επιτροπή, με πρόεδρο τον Νορβηγό σκηνοοθέτη Γιοακίμ Τρίερ, απένειμε το βραβείο καλύτερης ταινίας της Εβδομάδας της Κριτικής, στην πορτογαλική «Diamantino», πρώτη ταινία των Γκαμπριέλ Αμπράντες και Ντανιέλ Σμιτ γύρω από ένα πρωταθλητή του ποδοσφαίρου που φαντάζεται πως βρίσκεται περικυκλωμένος από σκυλιά. Ταινία που συνδυάζει την παράλογη κωμωδία με την επιστημονική φαντασία και με την πολιτική κριτική (τη μετανάστευση αλλά και τις ακροδεξιές ομάδες που θέλουν την Πορτογαλία να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση).

Τα σκυλιά δεν είναι μόνο στην Πορτογαλική ταινία που κάνουν την εμφάνισή τους. Σκυλιά και γάτες κυριάρχησαν αυτές τις μέρες και στις ταινίες του διαγωνιστικού τμήματος του 71ου κινηματογραφικού φεστιβάλ των Κανών. Σκυλιά ιδιαίτερα όλων των ειδών σε αντίθεση με τα μικρά σκυλάκια που βλέπει κανείς να κυκλοφορούν στην Κρουαζέτ και τους άλλους κεντρικούς δρόμους των Κανών.

Έτσι, ύστερα από τον «δολοφόνο των σκύλων» στην αμερικανική ταινία «Κάτω από την Αργυρή Λίμνη» του Ντέιβιντ Ρόμπερτ Μίτσελ που είδαμε στο χτεσινό πρόγραμμα, σήμερα, το διαγωνιστικό τμήμα μας πρόσφερε άλλες δυο ταινίες όπου τα κατοικίδια αυτά ζώα παίζουν σημαντικό ρόλο: την εξαιρετική ταινία «Burning» («Κάψιμο») του Νοτιοκορεάτη Λι Τσανγκ-Ντονγκ, με θέμα την απογοήτευση μιας νεολαίας απέναντι στην παλιότερη γενιά αλλά και μια σύγκρουση κοινωνικών τάξεων και την ιταλική «Dogman» («Ο άνθρωπος για τα σκυλιά») του Ματέο Γκαρόνε, ταινία εκδίκησης, γύρω από την αγριότητα των ανθρώπων και των συνεπειών των καθημερινών μας αποφάσεων, αλλά και μεταφορά πάνω στην τυφλή ωμότητα ενός βίαιου, φασιστικών ιδεών, κράτους.

Όπως και στην ταινία «Κάτω από την Αργυρή Λίμνη», έτσι και στο ψυχολογικό θρίλέρ του Λι Τσανγκ-Ντονγκ, “Κάψιμο”, κύριος μοχλός είναι η εξαφάνιση μιας νεαρής γυναίκας. Με ένα σενάριο εμπνευσμένο από το διήγημα «Το κάψιμο σιταποθηκών» του Χαρούκι Μιρακάμι, ο Νοτιοκορεάτης σκηνοθέτης (δημιουργός της ταινίας «Μυστική λιακάδα» που είδαμε στις Κάνες το 2007) έφτιαξε μια δυνατή, όπως συχνά απρόσμενη, ταινία γύρω από τον έρωτα, τη ζήλεια, αλλά και τη σύγκρουση των τάξεων. Ο ήρωάς του, ο Τζονγκσού, γιος αγρότη, που φιλοδοξεί να γίνει συγγραφέας, συναντά, μετά από χρόνια, τη Χάεμι, συμμαθήτρια από τα παιδικά χρόνια, την οποία και ερωτεύεται.

Ύστερα από μια σύντομη σχέση τους, με τον Τζονγκσού να αναλαμβάνει να φροντίζει τη γάτα της Χάεμι (γάτα που δεν βλέπουμε ποτέ, ενόσω αυτός βρίσκεται στο διαμέρισμα), ενώ αυτή πάει για δυο βδομάδες στην Αφρική, η Χάεμι επιστρέφει, παρέα με τον Μπεν, ένα πλούσιο, υπεροπτικό Κορεάτη, που οδηγεί πόρσε, και που δίνει το ταξικό στίγμα στην ταινία – ταξικό στίγμα που τονίζεται με τους χώρους (το ενός δωματίου διαμέρισμα της Χάεμι και το αγροτικό σπίτι του Τζονγκσού) στους οποίους ζει το «ζευγάρι» σε αντίθεση με το σπίτι και τους χώρους όπου κυκλοφορεί ο Μπεν (ήδη του όνομά του δείχνει την αμερικανική επίδραση στη ζωή του).

Όπως καταλαβαίνουμε πολύ σύντομα, σε αντίθεση με τον Τζιανγκσού, η Χάεμι τα έχει φτιάξει με τον Μπεν. Οι συχνές συναντήσεις των τριών, με τον Μπεν να καλεί κάθε φορά, επιδεικτικά, σχεδόν προκλητικά, και τον Τζονγκσού, κινούνται σ’ ένα κλίμα ζήλειας – σ’ ένα όμορφο, ποιητικό «διάλειμμα», όταν οι τρεις τους έχουν πάρει ναρκωτικά, η Χάεμι γδύνεται και επιδίδεται, γυμνή, σε ένα πολύ λάγνο χορό, με υπόκρουση ένα κομμάτι τζαζ του Μάιλς Ντέιβις.

Ξαφνικά, η Χάεμι «εξαφανίζεται» και ο απελπισμένος Τζονγκσού αρχίζει να παρακολουθεί τον Μπεν πιστεύοντας πως αητή κρύβεται στο σπίτι του. Η ζήλεια του αυτή θα οδηγήσει τελικά σε απρόσμενα αποτελέσματα, όταν μάλιστα ο Τζονγκσού, που κάποτε είχε βάλει φωτιά στο σπίτι του για να κάψει τα ρούχα της μητέρας που τους εγκατέλειψε, μαθαίνει από τον πυρομανή Μπεν πως κάθε τόσο αρέσκεται να βάζει φωτιά στα διάφορα θερμοκήπια που έχουν κατακλύσει, όπως τονίζει την Κορέα. Η οργή του Τζονγκσού θα προκαλέσει το τελικό ξέσπασμα, είδος «κάθαρσης» για τον ήρωα, όταν αυτός, στο πάρτι στο εντυπωσιακό σπίτι του Μπεν, επιβεβαιώνει τελικά την υποψία του για τη σχέση των άλλων δυο, βλέποντας επιτέλους εκεί τη γάτα της Χάεμι (πράγμα που ανακαλύπτει όταν την καλεί με το ίδιο όνομα).

Με τον Λι Τσανγκ-Ντονγκ να μας προσφέρει ένα σκοτεινό (με λάμψεις φωτιάς, όταν χρειάζεται) θρίλερ, δοσμένο με ατμοσφαιρική φωτογραφία, εξαιρετική μουσική και έκπλητικό, σωστά ενορχηστρωμένο, ρυθμό. Μαζί με θαυμάσιες ερμηνείες από το τρίο των πρωταγωνιστών του. Μια ακόμη ταινία για να προστεθεί στα φαβορί για το Χρυσό Φοίνικα ή ένα από τα μεγάλα βραβεία του φεστιβάλ.

Στην πρώτη σκηνή του «Dogman» του Γκαρόνε («Γκομόρα») βλέπουμε τον Μαρτσέλο, έναν ήρεμο, γλυκό άνθρωπο (στοιχεία που τονίζει με τη δοσμένη με ευαισθησία ερμηνεία του ο Μαρτσέλο Φόντεμ φαβορί πρέπει να πω για το βραβείο ερμηνείας) που φροντίζει τα σκυλιά σε μια μικρή παραλιακή πόλη, να πλένει ένα, όπως φαίνεται άγριο σκύλο, με τεράστια δόντια έτοιμα να τον κατασπαράξουν. Γεγονός όμως που θα διαψεύσουν οι σκηνές που ακολουθούν, με τον ίδιο σκύλο να δέχεται με ικανοποίηση τον αέρα από του στεγνώνει το βρεμένο του σώμα, σε αντίθεση με τον άνθρωπο και την ωμή, αδικαιλόγητη, συχνά, βία, που παρακολουθούμε να αναπτύσσεται και να αυξάνεται σταδιακά στην υπόλοιπη ταινία.

Εκεί που ο χωρισμένος από τη γυναίκα του Μαρτσέλο προσπαθεί να ζήσει με ήρεμη ζωή ανάμεσα στην καθημερινή δουλειά του (μαζί και ένα πάρεργο, προμηθεύοντας «σκόνη» σε γνωστούς «πελάτες») και τη φροντίδα της μικρής του κόρης που τον επισκέπτεται τακτικά, ξαφνικά εμφανίζεται ο Σιμόνε, ένας βίαιος άνθρωπος, πρώην πυγμάχος, που μόλις έχει αποφυλακιστεί και νυν τζάνκης, που ξυλοκοπεί και τραυματίζει με το παραμικρό τον καθένα, ο οποίος του ζητά να τον προμηθεύσει με τη «δόση» του.

Η ανεξέλεγκτη βία και γενικά η τρομοκρατία που προκαλεί ο Σιμόνε όχι μόνο στον ίδιο αλλά και σε ολόκληρη την πόλη, αναγκάζουν κάποια στιγμή τον Μαρτσέλο να δεχτεί να τον βοηθήσει σε μια κλοπή που σχεδίαζει, με αποτέλεσμα ο Μαρτσέλο να καταλήξει στη φυλακή για να μην προδώσει τον Σιμόνε, γεγονός που θα τον φέρει σε σύγκρουση με τους άλλους ανθρώπους της περιοχής, οι οποίοι προσπαθούσαν να βρουν τρόπο να «ξεφορτωθούν» Σιμόνε, θεωρώντας την πράξη του Σιμόνε προδοσία. Ο Σιμόνε όμως δεν δείχνει να αντιλαμβάνεται τη θυσία του Μαρτσέλο και εξακολουθεί να τον αντιμετωπίζει με τον ίδιο βίαιο, απάνθρωπο τρόπο και μετά την αποφυλάκισή του. Ο Μαρτσέλο, όμως, που μετά τη φυλάκισή του, η αθωότητά του δείχνει να έχει εξαφανιστεί, ετοιμάζει το δικό του, φριχτό τρόπο για να εκδικηθεί τον Σιμόνε.

Ο ίδιος ο Γκαρόνε μίλησε για μια ταινία «με εξτρεμιστική ιστορία, που μας θέτει μπροστά σε ένα πρόβλημα που αφορά όλους μας: τις συνέπειες των επιλογών που κάνουμ εκαθημερινά για να επιβιώσουμε, τα ‘ναι’ που λέμε και που μας οδηγούν εκεί που δεν μπορούμε πια να πούμε ‘όχι’, από το χάσμα από αυτό που είμαστε και εκείνο που νομίζουμε πως είμαστε… από αυτή τη ματιά, πιστεύω πως η ταινία μου είναι παγκόσμια, ‘ηθική’ και όχι ‘ηθικοπλαστική’».

Πέρα όμως από τις όποιες ηθικές αξίες της, η ταινία του, δοσμένη με ένα έντονο ρεαλισμό που θυμίζει εκείνες σκηνοθετών όπως ο Έτορε Σκόλα και ο Μάριο Μονιτσέλι (ιδιαίτερα του Ανθρωπάκου») είναι και μια αλληγορία πάνω στην τυφλή βία, τόσο εκείνη του παρελθόντος (οι Ιταλοί ήδη σημείωσαν πως ο Εντοάρντο Πέσε που ερμηνεύει τον Σιμόνε μοιάζει με μια λουμπενπρολεταριανή μορφή του Μουσολίνι) όσο κι αυτή του παρόντος (βλέπε την ακροδεξιά ιταλική Λίγκα του Βορρά και όχι μόνο).