Αρνητικές είναι οι προτάσεις που παρουσίασε, σήμερα ο Γενικός Εισαγγελέας του Δικαστηρίου της ΕΕ (ΔΕΕ)  Melchior Wathele στην υπόθεση Ελληνικών Ναυπηγείων ΑΕ (ΕΝAE), για την οποία η Επιτροπή κατέθεσε, για δεύτερη φορά προσφυγή στο ΔΕΕ κατά της Ελλάδας, ζητώντας να της επιβληθούν οικονομικές κυρώσεις.

Οι εξελίξεις στην υπόθεση

Σύμφωνα με στοιχεία του ΔΕΕ, το 1985, η επιχείρηση Ελληνικά Ναυπηγεία ΑΕ (ΕΝAE), ιδιοκτήτρια ενός ελληνικού ναυπηγείου (εμπορικού και στρατιωτικού) ευρισκόμενου στον Σκαραμαγκά (Ελλάδα), έπαυσε τις δραστηριότητές της και ετέθη υπό εκκαθάριση. To 1985 επίσης, η κρατική τράπεζα με την επωνυμία Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Ανάπτυξης ΑΕ (ΕΤΒΑ) απέκτησε την πλειονότητα των μετοχών της ΕΝΑΕ. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1995, υπογράφηκε σύμβαση για την πώληση του 49 % των μετοχών της ΕΝΑΕ στους εργαζομένους της.

Το 1998, η Ελλάδα αποφάσισε να εκσυγχρονίσει και να ενισχύσει τον στόλο των υποβρυχίων της. Για τον σκοπό αυτόν, συνήψε με την ΕΝΑΕ σύμβαση για την κατασκευή τεσσάρων υποβρυχίων «HDW τύπου 214» (σύμβαση «Αρχιμήδης») και σύμβαση για τον εκσυγχρονισμό τριών υποβρυχίων «HDW τύπου 209» (σύμβαση «Ποσειδών II»). Για την κατασκευή και τον εκσυγχρονισμό των υποβρυχίων αυτών, η ΕΝΑΕ συνήψε συμβάσεις υπεργολαβίας με τη Howaldtswerke-Deutsche Werft GmbH (HDW) και τη Ferrostaal AG. Το 2001, η Ελληνική Δημοκρατία αποφάσισε να ιδιωτικοποιήσει πλήρως την ΕΝΑΕ.

Στο τέλος της διαδικασίας ιδιωτικοποίησης, η HDW-Ferrostaal απέκτησε το σύνολο των μετοχών της ΕΝΑΕ. Κατά τη διάρκεια του έτους 2005, ο γερμανικός όμιλος ThyssenKrupp AG αγόρασε την HDW καθώς και τις μετοχές που κατείχε η Ferrostaal στην ΕΝΑΕ. Στο πλαίσιο της ιδιωτικοποίησης της ΕΝΑΕ, η Ελληνική Δημοκρατία έλαβε, κατά τα έτη 1996 έως 2003, ορισμένα μέτρα τα οποία συνίσταντο σε εισφορές κεφαλαίου, παροχή εγγυήσεων, αντεγγυήσεων και χορήγηση δανείων υπέρ της ENΑΕ, που αποτέλεσαν το αντικείμενο πολλών αποφάσεων της Επιτροπής και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

To 2008 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2009/610/ΕΚ (απόφαση ανάκτησης) με την οποία ζήτησε από την Ελλάδα να ανακτήσει πάνω από 230 εκατομμύρια ευρώ παράνομες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην ΕΝΑΕ μεταξύ 1996 και 2002 υπό μορφή δανείων, εγγυήσεων και εισφορών κεφαλαίου χωρίς προηγουμένως να εγκριθούν από την Επιτροπή. Κατά την Επιτροπή, η Ελλάδα και η ΕΝΑΕ δεν τήρησαν τους όρους που συνόδευαν τις ενισχύσεις που είχε εγκρίνει το 1997 και το 2002.

Η εγγύηση αποζημίωσης που χορήγησε η ΕΤΒΑ στην αγοράστρια εταιρία για κάθε κρατική ενίσχυση που θα ανακτούνταν από την ΕΝΑΕ έπρεπε να διακοπεί αμέσως. Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της αποφάσεως, η Ελλάδα έπρεπε να ενημερώσει την Επιτροπή για τα μέτρα που είχε ή προτίθετο να λάβει. Η εκτέλεση της αποφάσεως έπρεπε να εξασφαλιστεί μέχρι τις 13 Δεκεμβρίου 2008 (4 μήνες από την κοινοποίησή της).

Στις 28 Ιουνίου 2012, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαπίστωσε (απόφαση στην υπόθεση C-485/10) ότι η Ελλάδα παρέσχε μεν καθ’ όλη τη διάρκεια της αλληλογραφίας που διατήρησε με τις υπηρεσίες της Επιτροπής σημαντικό αριθμό πληροφοριών σχετικά με τα μέτρα, ωστόσο οι πληροφορίες αυτές δεν ανακοινώθηκαν εντός της προθεσμίας που έτασσε η απόφαση 2009/610 .

Το 2015, οι ελληνικές αρχές απέστειλαν στην ENΑΕ ένταλμα είσπραξης ύψους 523 352 889,23 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στο 80 % περίπου του προς ανάκτηση ποσού. Τα ελληνικά δικαστήρια απέρριψαν την αίτηση αναστολής εκτέλεσης που άσκησε η ΕΝΑΕ. Στις 3 Φεβρουαρίου 2017 κίνησαν οι ελληνικές φορολογικές αρχές διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης κατά των περιουσιακών στοιχείων της ΕΝΑΕ που συνδέονταν με τις εμπορικές της δραστηριότητες, στο πλαίσιο της οποίας κατάσχεσαν δύο πλωτές δεξαμενές στις 21 Μαρτίου 2017.

Επιπλέον, στις 6 Φεβρουαρίου 2017, οι ελληνικές αρχές προέβησαν σε κατασχέσεις εις χείρας τριών τραπεζών στις οποίες διατηρούσε λογαριασμούς η ΕΝΑΕ. Εντούτοις, ελλείψει καταθέσεων, δεν ανακτήθηκε κανένα ποσό. Στις 27 Ιουνίου 2017, οι ελληνικές αρχές κάλεσαν την ΕΝΑΕ να ρυθμίσει το εναπομείναν 20 % του ποσού της προς ανάκτηση ενισχύσεως (συμπεριλαμβανομένων των τόκων έως τις 30 Ιουνίου 2017), δηλαδή 95 098 200,99 ευρώ.

Στις 22 Φεβρουαρίου 2017, η Επιτροπή κατέθεσε στο ΔΕΕ τη δεύτερη προσφυγή παράβασης κατά της Ελλάδας,  θεωρώντας ότι, πλέον των δέκα ετών κατόπιν της έκδοσης της απόφασης 2009/610, η Ελλάδα δεν την είχε ακόμη εκτελέσει και, συνεπώς, δεν είχε συμμορφωθεί προς την απόφαση της 28ης Ιουνίου 2012 (C-485/10).

Με τις σημερινές προτάσεις του, επισημαίνεται από το ΔΕΕ, ο γενικός εισαγγελέας κ.Melchior Wathelet διαπιστώνει ότι οι ελληνικές αρχές δεν έχουν μέχρι στιγμής ανακτήσει κάποιο ποσό από τη μη συμβατή ενίσχυση. Αντιθέτως, το προς ανάκτηση ποσό προσαυξάνεται συνεχώς με τους σχετικούς τόκους και υπερέβαινε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (15/3/2018), τα 670 εκατομμύρια ευρώ, δηλαδή περισσότερο από 2,6 φορές το αρχικό ποσό. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα δεν εκτέλεσε την πρώτη απόφαση του Δικαστηρίου και παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 260 ΣΛΕΕ.

Όσον αφορά τις χρηματικές κυρώσεις, ο γενικός εισαγγελέας εξετάζει χωριστά το ζήτημα της σκοπιμότητας της καταδίκης της Ελλάδας στην καταβολή χρηματικής ποινής και εκείνο της καταβολής κατ’ αποκοπήν ποσού. Αρχικά, εκτιμά ότι η καταδίκη της Ελλάδας στην καταβολή χρηματικής ποινής συνιστά πρόσφορο μέσο για τη διασφάλιση της πλήρους εκτέλεσης της απόφασης της 28ης Ιουνίου 2012.

Στο πλαίσιο αυτό, ο γενικός εισαγγελέας προτείνει στο Δικαστήριο να υποχρεώσει την Ελλάδα να καταβάλει στην Επιτροπή:

–       από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως στην υπό κρίση υπόθεση μέχρι την εκτέλεση της αποφάσεως της 28ης Ιουνίου 2012, εξαμηνιαία χρηματική ποινή ύψους 9 500 000 ευρώ, που θα αυξάνεται κατά 2 000 000 ευρώ για κάθε εξάμηνο που ακολουθήσει το πρώτο εξάμηνο κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως στην υπό κρίση υπόθεση.

–       κατ’ αποκοπήν ποσό ύψους 13 000 000 ευρώ.

Πηγή: Blog:marina anastas.kourbela