ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Δυο συναρπαστικές γυναικείες ματιές: η προκλητική, ανατρεπτική ματιά της Κατρίν Μπρεγιά και ο τρελός έρωτας στην ατμόσφαιρα νουάρ της Ιρίς Καλτενμπάκ

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Το τελευταίο καλοκαίρι

L’été dernier. Γαλλία/Νορβηγία, 2023. Σκηνοθεσία: Κατρίν Μπρεγιά. Σενάριο: Κατρίν Μπρεγιά, Πασκάλ Μπονιτζέρ. Ηθοποιοί: Λεά Ντρικέ, Σαμουέλ Κιρτσέρ, Ολιβιέ Ραμπουρντέν. 104´

Πάντα προκλητική στις ταινίες της (Abus de faiblesse, Brève traversée, Sex Is Comedy), η Κατρίν Μπρεγιά επιστρέφει ύστερα από 11 χρόνια αποχής (εξαιτίας σοβαρών προβλημάτων υγείας), με μια το ίδιο προκλητική ταινία, γύρω από την τολμηρή σεξουαλική σχέση μιας 50χρονης γυναίκας με τον, από άλλη γυναίκα, έφηβο γιο του συζύγου της, ριμέικ της κάπως συντηρητικής, στραμμένης σε ένα ηθικολογικό δίδαγμα, νορβηγικής «Βασίλισσα της καρδιάς» (2019) Ελ-Τούκι.

Η Αν, πετυχημένη δικηγόρος που διαχειρίζεται υποθέσεις με θύματα κακοποίησης (η ταινία μας προετοιμάζει κιόλας με το επίμαχο θέμα της που θ’ ακολουθήσει, με μια εισαγωγική σκηνή, με την Αν να εξετάζει ένα νεαρό κορίτσι, θύμα κακοποίησης), ζει σε μια έπαυλη με τις δυο κόρες της και τον πλούσιο επιχειρηματία σύζυγό της, Πιέρ (Ολιβιέ Ραμπουρντέν). Η ξαφνική όμως εμφάνιση του 17χρονου Τεό (Σαμουέλ Κιρτσέρ), αρχίζει να ανατρέπει την ήρεμη, γαλήνια ζωή της.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο κινηματογράφος ασχολείται με τον έρωτα ανάμεσα σε μια μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκα με μικρότερης ηλικίας άντρα (φτάνει να θυμηθούμε το πρόσφατο «Μάιος Δεκέμβρης»). Εκείνο όμως που τόλμησε η Μπρεγιά είναι να αποφύγει τη συντηρητική, παραδοσιακή ματιά και τις ηθικολογίες για να μας δώσει την αληθινή, ανεξέλεγκτη πλευρά του πόθου, πέρα από τους οποιουσδήποτε ηθικούς περιορισμούς, και να στραφεί στη, απελευθερωμένη σεξουαλική απόλαυση της γυναίκας σε αντίθεση με τις μεγαλοαστικές, συντηρητικές αξίες και την ανδρική απόλαυση στην οποία συνήθως εστιάζουν παρόμοιες ταινίες – απόλαυση που τονίζεται με τον πιο παραστατικό τρόπο στα κοντινά πλάνα του προσώπου της γυναίκας στη διάρκεια της πιο τολμηρής σεξουαλικής  σκηνής της με τον Τεό, με μια εξαιρετική Λεά Ντρικέ να τονίζει με τις εκφράσεις, τους σπασμούς, την έκπληξη και την ικανοποίηση στα ανάμικτα με προσμονή και χαρά μάτια της, για να  καταλήξει στον οργασμό, που η Μπρεγιά αποφεύγει να δείξει από την πλευρά του άντρα).

Σε σκηνές όπως εκεινες της Αν με τον άντρα της (φτάνει να θυμηθούμε τη σεξουαλικη σκηνή μαζί του, με το θλιμμένο, αφηρημένο πρόσωπο της Αν να τονίζει τη μοναξιά της) καθώς και εκείνες της Αν όπου αλλάζει και γίνεται σκληρή, σχεδόν κυνική, όταν ο Τεό, απελπισμένος  από την απόφαση της να διακόψει τη σχέση της, την καταγγέλλει στο σύζυγο, η Μπρεγιά αποφεύγει να παρουσιάσει την ηρωίδα της γυναίκα ψυχρή και χειριστική, ένα αληθινό τέρας, αλλά ως μια τραγική γυναίκα, που, με μια σχεδόν σουρεαλιστική ματιά πάνω στην ανεξέλεγκτη πορεία του έρωτα και του πάθους, ανατρέπει, όπως και ο Μπουνιουέλ, τις ηθικολογικές, στερεότυπες αξίες μιας εφησυχασμένης κοινωνίας.


*** ½ – Η αρπαγή

Le ravissement. Γαλλία, 2023. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ιρίς Καλτενμπάκ. Ηθοποιοί: Χαφσία Χερζί, Αλέξις Μανεντί, Νίνα Μερίς. 97´

Κάτι το μπουνιουλικό θυμίζει και η ταινία της πρωτοεμφανιζόμενης Ιρίς Καλτενμπάκ, βραβευμένης πρόσφατα στο φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου της Αθήνας (βραβείο και στην «Εβδομάδα της Κριτικής» των Καννών). Και συγκεκριμένα το θέμα του τρελού έρωτα που κρύβεται πίσω από τη σχέση της Λιντιά, μιας μοναχικής μαίας, που απάγει το νεογέννητο παιδί της καλύτερης της  φίλης, Σαλομέ, για να ζήσει, έστω και παροδικά, τον έρωτά της, με τον Μίλος, τον οδηγό του λεωφορείου που γνώρισε όταν την ξύπνησε, έχοντας κοιμηθεί μέχρι το τέρμα της διαδρομής.

Ιστορία, όπως αρκετές τελευταία που βασίζονται σε αληθινές δικαστικές υποθέσεις, που αφηγείται ο ίδιος ο Μίλος, και που πολύ έξυπνα η Ιρίς Καλτενμπάκ αποφεύγει να μετατρέψει σε δικαστικό θρίλερ (δεν μεταφερόμαστε ποτέ στο δικαστήριο για τη δίκη που ακολούθησε), στρέφοντας το ενδιαφέρον της στο δράμα της μοναχικής, απογοητευμενης από την πρόσφατη  ερωτική σχέση της, γυναίκας, που η καθημερινή δουλειά της μαίας, αναπτύσσει το μητρικό της ένστικτο, οδηγώντας την στην απελπιστική, τρελή, απόφαση να παρουσιάσει στον Μίλος το παιδί της φίλης της ως δικό τους παιδί και να ζήσει μαζί του τον έρωτα που τόσο ποθεί.

Η Καλτενμπάκ καταφέρνει να δημιουργήσει την ατμόσφαιρα μυστηρίου, με μια δόση νουάρ (σ’ αυτό βοηθάει και η υποβλητική μουσική του Αλεξάντρ Ντε Λα Μπομ), εστιάζοντας στις πράξεις και τους χαρακτήρες των προσώπων της, με επίκεντρο αυτόν της Λιντιά, με το συχνά σιωπηλό πρόσωπο της Χαφσιά Χερζί (« Κους κους με φρέσκο ψάρι») να εκφράζει, με τρόπο εξαιρετικό, άλλοτε τη μοναξιά και τη μελαγχολία και άλλοτε τη διστακτικότητα, μαζί και την αναποφασιστικότητα της αινιγματικής, ψυχολογικά ισως ανισόρροπης (;) γυναίκας.

 

*** ½ – Εμφύλιος πόλεμος

ΗΠΑ, 2024. Σκηνοθεσία-σενάριο: Άλεξ Γκάρλαντ. Ηθοποιοί: Κίρστεν Ντανστ, Κάιλι Σπένι, Γουάγνκερ Μούρα,  Στίβεν ΜακΚίνλεϊ Χέντερσον. 109´

Μια ιδιαίτερα επίκαιρη, συνταρακτική ταινία, που μεταφέρει την πολεμική σύγκρουση στις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες, σε μια μάλιστα περίοδο επικείμενων εκλογών. Ο εμφύλιος πόλεμος έχει ήδη ξεσπάσει στις ΗΠΑ, με τον στρατό των Δυτικών Δυνάμεων (από Τέξας και Καλιφόρνια, που έχουν αποσχιστεί από την Ένωση) να πολιορκούν την Ουάσινγκτον.

Η κάμερα του Άλεξ Γκάρλαντ («Men», «Αφανισμός», «Από μηχανής», «28 μέρες μετά») ακολουθεί μια ομάδα δημοσιογράφων, την διάσημη φωτογράφο Λι Σμιθ (Κίρστεν Ντανστ), τον πολεμικό ανταποκριτή Τζοέλ (Γουάγκνερ Μούρα), τον βετεράνο πολιτικό ανταποκριτή Σάμι (Στίβεν ΜακΚίνλεϊ Χέντερσον) και τη νεαρή, θαυμάστρια της Λι, επίδοξο φωτογράφο Τζέσι (Κάιλι Σπένι), που ξεκινούν από τη Νέα Υόρκη, διασχίζοντας τη γραμμή του πυρός, για να φτάσουν στην Ουάσινγκτον με στόχο να πάρουν μια τελευταία συνέντευξη από τον ήδη ηττημένο Πρόεδρο.  


Ο 54χρονος Βρετανός Γκάρλαντ φτιάχνει μια Αποκαλυπτική, δυστοπική εικόνα ενός όχι και τόσο μακρινού μέλλοντος, μεταφέροντας τη σύγκρουση στη ίδια την Αμερική, αποφεύγοντας να εξηγήσει ή να πάρει το μέρος της μιας ή της άλλης πλευράς, εστιάζοντας το ενδιαφέρον του στο αποτέλεσμα των συγκρούσεων, δηλαδή την πλήρη καταστροφή και το θάνατο, αποφεύγοντας τους μέχρι πρόσφατα τρόπους χρησιμοποίησης των μέσων για την καταγραφή παρόμοιων συγκρούσεων, για να δώσει μια πιο ρεαλιστική, άμεση, τρομακτική, με εξαιρετική ακρίβεια, εικόνα του πώς θα έμοιαζε ένας πραγματικός εμφύλιος πόλεμος, πόλεμος που δεν απέχει και πολύ από αυτούς που διεξάγονται τις μέρες μας στην Ουκρανία και τη Γάζα.

Με την κάμερά του να κινείται (στο μεγαλύτερο μέρος στο χέρι) μέσα από κατεστραμμένους δρόμους και πόλεις, με αστυνομικούς να χτυπούν βίαια διαδηλωτές που ζητούν νερό, με ανατινάξεις, με τραυματίες και πτώματα, με φρικτά, απανθρωπα βασανιστήρια και εκτελέσεις (χωρίς να έχει καμία σημασία από ποια  πλευρά και από ποιους γίνονται), πτώματα πεταμένα σε ομαδικούς τάφους (με τον Τζέσι Πλίμονς στο ρόλο ενός σαδιστή, με κόκκινα γυαλιά  στρατιωτικού), με την ιδιαίτερα επιτυχημένη επιλογή συνοδείας μιας σειράς δημοφιλών τραγουδιών pop που έρχονται σε αντίστιξη με τα δρώμενα, για να καταλήξει στο τελευταίο και πιο βίαιο δεύτερο μέρος της ταινίας, με τα στρατεύματα να εισβάλλουν στην Ουάσινγκτον και τον Λευκό Οίκο και τις σφαγές που ακολουθούν, με σκηνές που μοιάζουν από newsreel, δίνοντας στην εικόνα της εισβολής των οπαδών του Τραμπ στις 6 Ιανουαρίου στο Καπιτώλιο, τη μορφή ήπιων σκηνών από ταινία του Ντίσνεϊ. «Κάθε φορά που επιβίωνα από πολεμική ζώνη, πίστευα πως έστελνα στην πατρίδα μια προειδοποίηση: μην κάνετε τέτοια», λέει η Λι στον Σάμι, «αλλά νάμαστε και πάλι». Αυτή δυστυχώς παραμένει η πραγματικότητα. Με τον Γκάρλαντ να μας λέει: παραμένετε ενώμενοι! Όχι μόνο στην Αμερική αλλά σε όλο τον πλανήτη!

 

*** Ένα φλιτζάνι καφέ και καινούργια παπούτσια

A Cup of Coffee and New Shoes On. Αλβανία/Ελλάδα/Κόσοβο/Πορτογαλία, 2022. Σκηνοθεσία-σενάριο: Κέντιαν Κότσι. Ηθοποιοί: Έντγκαρ Μοράις,  Ραφαέλ Μοράις, Ντρίτα Καμπάσι. 99´

Ένας άντρας πλένει με ένα ενοχλητικά δυνατό θόρυβο πιάτα στην κουζίνα ενώ ένας άλλος τρώει στο τραπέζι στη γωνία, στην πρώτη σκηνή που παρακολουθούμε στην, με ελληνική συμπαραγωγή, αυτή, υποψήφια της Αλβανίας για τα Όσκαρ, ταινία του Αλβανού σκηνοθέτη Κέντιαν Κότσι. Είναι μόνο αμέσως μετά, όταν, καθισμένοι και οι δυο τους στο τραπέζι, η κούπα του ενός πέφτει και σπάει στο πάτωμα χωρίς κανένας τους να αντιδράσει, που αντιλαμβανόμαστε πως πρόκειται για κωφάλαλους. Δυο κωφάλαλοι πανομοιότυποι δίδυμοι, τον Αγκίμ και τον Γκεζίμ (που υποδύονται οι δίδυμοι Πορτογάλοι αδερφοί, Ραφαέλ και Έντγκαρ Μοράις), που στη συνέχεια διασκεδάζουν και χορεύουν με τη φιλενάδα του Γκεζίμ, Άνα.

Την ταινία αυτή ο Κέντιαν Κότσι εμπνεύστηκε από την αληθινή ιστορία δυο 45χρονων Βέλγων κωφάλαλων δίδυμων τσαγκάρηδων που έμαθαν πως στη συνέχεια θα τυφλώνονταν, φόρεσαν καινούργια παπούτσια και ήπιαν καφέ με τους συγγενείς τους πριν τους αποχαιρετίσουν και φύγουν για να κάνουν ευθανασία.


Στο πρώτο μέρος της ταινίας, ο Κότσι αφηγείται με ωραίο ρυθμό, με  σύντομα, όμορφα και με άνεση στημένα στατικά συνήθως πλάνα, την καθημερινή ζωή των τριών αυτών προσώπων, δίνοντας έμφαση στον τρόπο συνεννόησης μεταξύ τους, σκιαγραφώντας παράλληλα τον χαρακτήρα του καθενός, τόσο εκείνο των δυο αδερφών (με τις διαφορές που σε βοηθούν να ξεχωρίζεις τον ένα από τον άλλο) όσο κι εκείνο της Άνας, ιδιαίτερα της ειλικρίνειας και της αγάπης με τα οποία αντιμετωπίζει και τους δυο.

Οι δραματικές εξελίξεις θ’ ακολουθήσουν στο δεύτερο μέρος, όταν μια   επίσκεψη στο γιατρό θ’ αποκαλύψει πως ο Αγκίμ σταδιακά θα τυφλωθεί. Αποκάλυψη που ο Γκεζίμ αρχικά κρύβει από τον αδερφό του, αν και στη συνέχεια, θ’ ανακαλυψει πως και ο ίδιος, κάπως αργότερα, θα τυφλωθεί, μια και είναι πανομοιότυποι δίδυμοι. Με έναν απογοητευμένο, απελπισμένο Αγκίμ να απομακρύνεται από τον αδερφό του, με τον Γκεζίμ να προσπαθεί με κάθε τρόπο να σταθεί πλάι του, και την Άνα να παραστέκεται με ζεστασιά και αγάπη στον αγαπημένο της Γκεζίμ.