Του Συμεών Σολταρίδη

Ένας έντονος διχαστικός λόγος κυριαρχεί την περίοδο αυτή που θυμίζει παλιές εποχές, όταν εξαιτίας αυτού του διχασμού, της πατριδοκαπηλίας και του άκρατου εθνικισμού η χώρα έζησε καταστροφές.

Υπήρξε διαχωρισμός των πολιτών πρώτα από γεωγραφικής πλευράς στην νέα και παλαιά Ελλάδα , στους βασιλικούς και βενιζελικούς, στους καταδότες και εθνικόφρονες, στους Έλληνες και Βουλγάρους ή Τούρκους στα γήπεδα και γενικά στους πατριώτες και προσκυνημένους.

Δεν μπορούμε να περιορίσουμε τα πολιτικά πάθη ή και τα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά συμφέροντα μας και καλλιεργούμε το «εθνικό μας σπορ» κατηγορώντας ο ένας τον άλλο.
Αυτό το είδαμε πολύ καλά και το ζήσαμε την περίοδο αυτή με το Μακεδονικό και την ψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών.

Είναι φυσικό ο λαός να εκφράζεται υπέρ ή κατά και είναι δημοκρατικό του δικαίωμα. Να υπεραμύνεται της μιας ή της άλλης εκδοχής, αφού προηγουμένως ακούσει ή διαβάσει τα δεδομένα. Και όχι να κατευθύνεται και να ποδηγετείται από κάποιους πολιτικούς που έκαναν καριέρες επάνω στα εθνικά θέματα, υπέρ ή κατά.

Αυτός όμως ο διχαστικός λόγος, από όπου και αν προέρχεται, βάλλει εναντίον της χώρας, του δημοκρατικού πολιτεύματος και ενδυναμώνει την πατριδοκαπηλία και επαγγελματική εθνικοφροσύνη με αποτέλεσμα να διαχωρίζει τις κοινωνίες και να παράγει εμπόρους πατριωτισμού μεταβαίνοντας από περιοχή σε περιοχή και να προσπαθεί να καλύψει τα χρόνια λάθη ή και παραλήψεις του κράτους και το κενό εξουσίας που αφήνει το πολιτικό σύστημα.
Σε πάρα πολλά θέματα διακρίνουμε τον διχαστικό λόγο. Κυριότερα όμως όταν τα υπό συζήτηση θέματα άπτονται των λεγομένων εθνικών ζητημάτων.

Αυτός όμως ο λόγος κυρίως κυοφορείται σε παραμεθόριες περιοχές όταν αναλαμβάνουν πολίτες των περιοχών αυτών να προασπιστούν τις ακριτικές αυτές περιοχές και ως ένα άλλο «βαθύ κράτος» σε συνεργασία με μερίδα του κέντρου αναλαμβάνουν δράση χωρίς όμως να σκεφθούν ότι οι ενέργειες τους δημιουργούν τεράστια όχι μόνο κοινωνικά , αλλά πραγματικά εθνικά προβλήματα.

Παρόμοιο κλίμα έζησα στην Θράκη, το οποίο καταγράφω στο υπό έκδοση βιβλίο μου «Εγώ …και η βαλίτσα μου. Σελίδες αυτοβιογραφίας» από τις εκδόσεις Ωκεανίδα, για το οποίο κλίμα, γράφω «Λόγω της συναναστροφής μου με άτομα που χειρίζονταν το μειονοτικό, γνώρισα από κοντά την ημιμάθεια κάποιων «επαϊόντων» του μειονοτικού και της μειονοτικής εκπαίδευσης, την έλλειψη ιστορικής αλήθειας, τον εθνικό παροξυσμό ορισμένων, τον «υπερπατριωτισμό» και τον «επαγγελματικό εθνικισμό» άλλων, οι οποίοι πουλούσαν την «εθνική τους πραμάτεια» ώστε να μη θιγούν τα συμφέροντα και τα καλώς −στην πραγματικότητα, κακώς− κείμενα τους».

Σε άλλο σημείο γράφω «Όπως έβγαινε το συμπέρασμα από τις συνεχείς έρευνές μου, η μερίδα αυτή είχε ενδυθεί τον μανδύα του υπερεθνικισμού και σοβινισμού και επιτίθονταν σε κάθε ξένο προς αυτούς. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν και να αναλύσουν το γνωστό απόφθεγμα «όποιος κοιμάται πατριώτης ξυπνάει εθνικιστής».

Ενώ στην περίπτωση ορισμένων «επαγγελματιών πατριωτών» που έκαναν καριέρα, αρμόζει η ρήση «ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο των απατεώνων», όπως είχε σημειώσει ο Σάμιουελ Τζάκσον. Ο δε Λέον Τολστόι, ερμηνεύοντας τον όρο «πατριωτισμός», έγραφε ότι είναι «το εμπόριο που απαιτεί καλύτερα εργαλεία για τη διεξαγωγή δολοφονιών, ένα εμπόριο που εγγυάται καλύτερες αποδοχές και μεγαλύτερη δόξα από το αν είσαι έντιμος εργαζόμενος». Και δολοφονία δεν είναι μόνο η σωματική δολοφονία, είναι η ψυχική, η κοινωνική, η πνευματική την οποία υπόκειται το άτομο όταν του ασκείται έντονη πίεση.

Ενώ για τους ψευτοϊδεολόγους της εθνικοφροσύνης που κινούνται με μεγάλη άνεση, γράφω «Δίκαια θα αναρωτιέται κανείς αν υπάρχει μια «ομερτά» μεταξύ αυτών των ρακένδυτων πνευματικά κονδυλοφόρων και ορισμένων θεσμικών παραγόντων, ώστε να μπορούν να κινούνται με τόση ευκολία και να ανοίγουν πόρτες διπλαμπαρωμένες».

Ο διχαστικός λόγος πολώνει το πολιτικό κλίμα, διαχωρίζει τους πολίτες σε εθνοπροδότες και εθνικόφρονες και στοχοποιεί ανθρώπους που ασκούν πολιτική κρητική.

Σε «προδότες» λοιπόν και «μειοδότες» χωρίζουν τους πολίτες οι περιπλανώμενοι κονδυλοφόροι της άγνοιας και αμόρφωτοι ιδεολόγοι της πατριδοκαπηλίας, θεωρώντας ότι επιτελούν το χρέος τους έναντι της πατρίδας την οποία όμως κατέστρεψαν με το διχαστικό τους λόγο και με τον διχασμό που προξένησαν.