Μετά τον έλεγχο  ξένων επενδύσεων που πραγματοποιούνται στα κράτη μέλη της Ενωσης, η Ευρωπαική Επιτροπή θα θέσει υπό τον ελεγχό της τα τα προγράμματα χορήγησης ιθαγένειας σε επενδυτές «χρυσό διαβατήριο» και χορήγησης άδειας διαμονής σε επενδυτές «χρυσή βίζα»,  τα οποία αποσκοπούν στην προσέλκυση επενδύσεων μέσω της χορήγησης ιθαγένειας ή άδειας διαμονής από την οικεία χώρα σε επενδυτές.

Όπως αναφέρει σε έκθεση που παρουσίασε,πρόσφατα, τα προγράμματα αυτά έχουν προκαλέσει ανησυχίες σχετικά με ορισμένους εγγενείς κινδύνους, ιδίως όσον αφορά την ασφάλεια, τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τη φοροδιαφυγή και τη διαφθορά.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβάλει την  ευρωπαϊκή διάσταση που έχουν τα προγράμματα αυτά, αφού για παράδειγμα ένας επενδυτής που γίνεται πολίτης μιας χώρας  μέλους της ΕΕ, αποκτά και την  ιθαγένεια της Ένωσης, μαζί με όλα τα δικαιώματα και τα προνόμια που συνδέονται με αυτή, συμπεριλαμβανομένου ιδίως του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας.

Πράγματι, αν και πρόκειται για εθνικά προγράμματα, προωθούνται σκόπιμα και συχνά προβάλλονται ρητά ως τρόπος απόκτησης ιθαγένειας της Ένωσης.

Στην έκθεση της Επιτροπής, μεταξύ άλλων αναφέρεται:

Προγράμματα χορήγησης ιθαγένειας

Τα προγράμματα χορήγησης ιθαγένειας σε επενδυτές διαφέρουν από τα προγράμματα χορήγησης άδειας διαμονής σε επενδυτές («χρυσή βίζα») που αποσκοπούν στην προσέλκυση επενδύσεων με αντάλλαγμα δικαιώματα διαμονής στην οικεία χώρα. Ωστόσο, οι κίνδυνοι που ενυπάρχουν στα προγράμματα αυτά είναι παρόμοιοι με αυτούς που ενέχουν τα προγράμματα χορήγησης ιθαγένειας σε επενδυτές. Επιπλέον, τα προγράμματα αυτά έχουν αντίκτυπο σε άλλα κράτη μέλη, καθώς η έγκυρη άδεια διαμονής δίνει ορισμένα δικαιώματα στους υπηκόους τρίτων χωρών όσον αφορά τη δυνατότητα να ταξιδεύουν ελεύθερα, ιδίως στον χώρο Σένγκεν.

 Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην απόφασή του της 16ης Ιανουαρίου 2014 , εξέφρασε την ανησυχία ότι τα εθνικά προγράμματα που αφορούν την «άμεση ή έμμεση εκποίηση» της ιθαγένειας της Ένωσης υπονομεύουν την ίδια την έννοια της ευρωπαϊκής ιθαγένειας. Κάλεσε την Επιτροπή να αξιολογήσει τα διάφορα εθνικά συστήματα ιθαγένειας υπό το πρίσμα των ευρωπαϊκών αξιών και με βάση το γράμμα και το πνεύμα της ενωσιακής νομοθεσίας και πρακτικής.

Η Επιτροπή επικοινώνησε με τις αρχές της Βουλγαρίας, της Κύπρου και της Μάλτας για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα προγράμματά τους. Σε συζήτηση που πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 2018, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συζήτησε σειρά κινδύνων που σχετίζονται με τα προγράμματα χορήγησης ιθαγένειας και τα προγράμματα χορήγησης άδειας διαμονής σε επενδυτές.

Στην έκθεση του 2017 για την ιθαγένεια, η Επιτροπή ανακοίνωσε ότι θα εκπονήσει έκθεση σχετικά με τα εθνικά συστήματα που χορηγούν την ιθαγένεια της Ένωσης σε επενδυτές, η οποία θα περιγράφει τη δράση που έχει αναλάβει στον τομέα αυτόν και θα εξετάζει την ισχύουσα εθνική νομοθεσία και πρακτικές, και θα παρέχει καθοδήγηση για τα κράτη μέλη. Για την εκπόνηση της σχετικής έκθεσης η Επιτροπή έδωσε εντολή για τη διενέργεια μελέτης σχετικά με τη νομοθεσία και την πρακτική που αφορούν τα προγράμματα χορήγησης ιθαγένειας και τα προγράμματα χορήγησης άδειας διαμονής σε όλα τα σχετικά κράτη μέλη και οργάνωσε διαβούλευση με τα κράτη μέλη.

Γενικό πλαίσιο

 Όπως αναφέρεται στη νομολογία του ∆ικαστηρίου, η ιθαγένεια είναι δεσμός μεταξύ του πολίτη και του κράτους και είναι «η ιδιαίτερη σχέση αλληλεγγύης και πίστης που υπάρχει μεταξύ [κράτους μέλους] και των υπηκόων του καθώς και η αμοιβαιότητα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που αποτελούν το θεμέλιο του δεσμού της ιθαγένειας» .

Η ιθαγένεια μιας χώρας βασίζεται κατά παράδοση στην κτήση κατά τη γέννηση, είτε βάσει της αρχής του δικαίου του,  είτε λόγω γέννησης στο έδαφος του κράτους (ius soli) .

 Τα κράτη δίνουν επίσης στους μετανάστες τη δυνατότητα πολιτογράφησης εφόσον πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις ενσωμάτωσης και/ή αποδεικνύουν την ύπαρξη γνήσιου δεσμού με το κράτος, ο οποίος μπορεί να συνίσταται και σε τέλεση γάμου με πολίτη του κράτους . Όλα τα κράτη μέλη διαθέτουν τέτοιες συνήθεις διαδικασίες πολιτογράφησης. Τα περισσότερα κράτη μέλη διαθέτουν επίσης διαδικασίες πολιτογράφησης βασιζόμενες στη διακριτική ευχέρεια .

 Στο πλαίσιο των σχετικών διαδικασιών, τα κράτη μέλη μπορούν, σε ατομική βάση, να χορηγούν ιθαγένεια σε αλλοδαπό για λόγους «εθνικού συμφέροντος». Αυτοί μπορεί να αφορούν εξαιρετικά επιτεύγματα, π.χ. στον τομέα του πολιτισμού, της επιστήμης ή του αθλητισμού. Σε ορισμένα κράτη μέλη, η νομοθεσία προβλέπει ότι το «εθνικό συμφέρον» μπορεί να εξομοιωθεί με το οικονομικό ή το εμπορικό συμφέρον.

Η Βουλγαρία, η Κύπρος και η Μάλτα εισήγαγαν το 2005, το 2007 και το 2013 αντίστοιχα ευρύτερα προγράμματα με στόχο την προσέλκυση επενδύσεων από υπηκόους τρίτων χωρών μέσω της διευκόλυνσης της πρόσβασης στην ιθαγένειά τους.

Τα προγράμματα αυτά αποτελούν νέα μορφή πολιτογράφησης, καθώς στο πλαίσιό τους χορηγείται συστηματικά η ιθαγένεια του οικείου κράτους μέλους, εφόσον πραγματοποιηθεί η απαιτούμενη επένδυση και πληρούνται ορισμένα κριτήρια . Καθώς η Βουλγαρία, η Κύπρος και η Μάλτα είναι τα μόνα κράτη μέλη που εφαρμόζουν προγράμματα χορήγησης ιθαγένειας σε επενδυτές, η παρούσα ενότητα της έκθεσης εστιάζει στη νομοθεσία και την πρακτική των κρατών αυτών.

Απαιτούμενος τύπος και ποσό επένδυσης Τα προγράμματα χορήγησης ιθαγένειας σε επενδυτές αποσκοπούν στην προσέλκυση επενδύσεων μέσω της παροχής ιθαγένειας ως αντάλλαγμα για ορισμένο χρηματικό ποσό. Στη Βουλγαρία απαιτείται συνολική επένδυση ύψους 1 εκατ. EUR στο πλαίσιο του ταχείας εφαρμογής προγράμματος χορήγησης ιθαγένειας σε επενδυτές. Στην Κύπρο, απαιτείται ελάχιστη επένδυση 2 εκατ. EUR, παράλληλα με κυριότητα επί ακινήτου στην Κύπρο.

Στη Μάλτα είναι απαραίτητη η καταβολή 650 000 EUR σε εθνικό επενδυτικό ταμείο, καθώς και επένδυση ύψους 150 000 EUR παράλληλα με την απαίτηση κυριότητας επί ακινήτου ή μίσθωσης ακινήτου στη Μάλτα. Στην Κύπρο και τη Μάλτα απαιτούνται επιπλέον επενδύσεις για μέλη της οικογένειας. Στα τρία κράτη μέλη που εφαρμόζουν προγράμματα χορήγησης ιθαγένειας σε επενδυτές παρατηρούνται διάφορες επενδυτικές επιλογές: επενδύσεις κεφαλαίου· επενδύσεις σε ακίνητη περιουσία· επενδύσεις σε κρατικά ομόλογα· και εφάπαξ συνεισφορές στον κρατικό προϋπολογισμό. Πέρα από την απαίτηση επένδυσης, οι αιτούντες πρέπει επίσης να καταβάλουν μη επιστρεπτέα διοικητικά τέλη στο πλαίσιο της διαδικασίας υποβολής αίτησης. Η Κύπρος και η Μάλτα επιβάλλουν σημαντικά υψηλότερα τέλη από τη Βουλγαρία.

Διαμονή ή άλλοι απαιτούμενοι δεσμοί με το κράτος μέλος

Στα τρία οικεία κράτη μέλη χορηγείται στους αιτούντες άδεια διαμονής κατά την έναρξης της διαδικασίας αίτησης χορήγησης ιθαγένειας. Η απλή κατοχή άδειας διαμονής για το απαιτούμενο χρονικό διάστημα επαρκεί για τη συμμετοχή στο πρόγραμμα. Ωστόσο, η πραγματική διαμονή, δηλαδή η φυσική παρουσία στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους για ορισμένη και μακρά περίοδο, ενώ ο αιτών έχει στην κατοχή του την άδεια, δεν απαιτείται.

Στη Μάλτα ο αιτών πρέπει να κατέχει κάρτα «e-Residence» για τουλάχιστον 12 μήνες πριν την έκδοση πιστοποιητικού πολιτογράφησης. Στην Κύπρο ο αιτών πρέπει να κατέχει άδεια διαμονής για τουλάχιστον 6 μήνες πριν την έκδοση πιστοποιητικού πολιτογράφησης. Στη Βουλγαρία ο αιτών πρέπει να κατέχει άδεια διαμονής για τουλάχιστον πέντε έτη (συνηθισμένο πρόγραμμα) ή ένα έτος (ταχείας εφαρμογής πρόγραμμα) για να είναι δυνατή η υποβολή αίτησης για βουλγαρική ιθαγένεια.

Στη Μάλτα είναι πιθανό να χρειαστεί η διεξαγωγή προσωπικής συνέντευξης με τον αιτούντα. Στη Βουλγαρία η παρουσία του αιτούντος απαιτείται για την υποβολή αίτησης χορήγησης ιθαγένειας και στην Κύπρο για την παραλαβή της άδειας παραμονής. Η μελέτη αναζήτησε άλλους παράγοντες, εκτός από τη φυσική κατοικία, που ενδεχομένως να δημιουργούν σύνδεσμο μεταξύ του αιτούντος ιθαγένεια και της οικείας χώρας.

 Στη Βουλγαρία ο αιτών πρέπει να περάσει από συνέντευξη για την αίτησή του, ωστόσο απαλλάσσεται από τον όρο να γνωρίζει επαρκώς τη βουλγαρική γλώσσα ή να αποδείξει ότι είναι εξοικειωμένος με τη βουλγαρική δημόσια ζωή. Οι αρχές της Κύπρου θεωρούν ότι η επένδυση η ίδια αποτελεί επαρκή δεσμό μεταξύ του αιτούντος και της Κύπρου. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τη σχετική απόφαση του Συμβουλίου Υπουργών της Κύπρου, το κριτήριο της διαμονής που απαιτείται στο πλαίσιο της συνήθους διαδικασίας πολιτογράφησης αντικαθίσταται από επενδυτικό κριτήριο. Στους αιτούντες την ιθαγένεια της Μάλτας που βρίσκονται στο τελικό στάδιο της διαδικασίας πολιτογράφησης υποβάλλονται ερωτήσεις σχετικά με τους δεσμούς τους με τη Μάλτα.

Οι αιτούντες καλούνται να έχουν κάρτες επιβίβασης που αποδεικνύουν ότι έχουν ταξιδέψει στη Μάλτα και ερωτώνται αν διαθέτουν άλλα αποδεικτικά στοιχεία, όπως, για παράδειγμα, δωρεές σε φιλανθρωπικές οργανώσεις στη Μάλτα, συμμετοχή σε τοπικούς αθλητικούς, πολιτιστικούς ή κοινωνικούς συλλόγους ή καταβολή φόρου εισοδήματος στη φορολογική υπηρεσία της Μάλτας. Οι αιτούντες ενθαρρύνονται επίσης να ιδρύουν επιχειρήσεις στη Μάλτα.

Προγράμματα χορήγησης ιθαγένειας σε επενδυτές και νομοθεσία της ΕΕ

Σύμφωνα με τις Συνθήκες, πολίτης της Ένωσης είναι κάθε πρόσωπο που έχει την υπηκοότητα κράτους μέλους

Η ιθαγένεια της Ένωσης προορίζεται να είναι η θεμελιώδης ιδιότητα των υπηκόων των κρατών μελών.

Η απόφαση κράτους μέλους να χορηγήσει ιθαγένεια λόγω πραγματοποίησης επένδυσης αυτομάτως δημιουργεί δικαιώματα σε σχέση με άλλα κράτη μέλη, ιδίως δικαιώματα ελεύθερης κυκλοφορίας, δικαίωμα ψήφου και υποψηφιότητας σε τοπικές εκλογές και εκλογές στην ΕΕ δικαίωμα σε προξενική προστασία εφόσον δεν υπάρχει εκπροσώπηση εκτός της ΕΕκαι δικαιώματα πρόσβασης στην εσωτερική αγορά για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας. Είναι ακριβώς τα οφέλη αυτά της ιθαγένειας της Ένωσης, ιδίως τα δικαιώματα ελεύθερης κυκλοφορίας, που διαφημίζονται συχνά ως τα βασικά ελκυστικά χαρακτηριστικά των εν λόγω προγραμμάτων. Το Δικαστήριο έχει κρίνει, κατά πάγια νομολογία του, ότι αν και εναπόκειται σε κάθε κράτος μέλος ο καθορισμός των όρων για την απόκτηση και την απώλεια ιθαγένειας, θα πρέπει να τηρείται δεόντως το δίκαιο της Ένωσης.

Για την τήρηση του δικαίου της ΕΕ απαιτείται να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι κανόνες που αποτελούν μέρος της έννομης τάξης της Ένωσης και να τηρούνται οι κανόνες και τα έθιμα του διεθνούς δικαίου, καθώς οι εν λόγω κανόνες και έθιμα αποτελούν μέρος του δικαίου της.

Στην υπόθεση Nottebohm του Διεθνούς Δικαστηρίου ορίζεται ότι, προκειμένου η ιθαγένεια που αποκτάται μέσω πολιτογράφησης να αναγνωριστεί σε διεθνές επίπεδο, θα πρέπει αυτή να χορηγείται με βάση πραγματικό δεσμό μεταξύ του προσώπου και του εν λόγω κράτους Ο «δεσμός της ιθαγένειας» βασίζεται κατά παράδοση είτε σε πραγματικό δεσμό με τον λαό της χώρας (λόγω καταγωγής, προέλευσης ή γάμου) είτε σε πραγματικό δεσμό με τη χώρα που έχει δημιουργηθεί είτε λόγω γέννησης στο έδαφός της είτε λόγω προηγούμενης πραγματικής διαμονής σε αυτή για σημαντικό χρονικό διάστημα.

Για την εξακρίβωση της ύπαρξης πραγματικού δεσμού με τη χώρα μπορεί να απαιτούνται άλλα στοιχεία, όπως η γνώση εθνικής γλώσσας και/ή του πολιτισμού της χώρας, οι δεσμοί με την κοινότητα. Η ύπαρξη των σχετικών απαιτήσεων στα καθεστώτα χορήγησης ιθαγένειας των κρατών μελών επιβεβαιώνει, ότι τα κράτη μέλη θεωρούν γενικά τη δημιουργία πραγματικού δεσμού απαραίτητη προϋπόθεση για την ένταξη υπηκόων τρίτων χωρών στην κοινωνία τους ως πολιτών.

Τέτοια κοινή αντίληψη του δεσμού της ιθαγένειας συνιστά τη βάση στην οποία τα κράτη μέλη αποδέχονται ότι η ιθαγένεια της Ένωσης και τα δικαιώματα που συνεπάγεται σύμφωνα με τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης  θα παρέχονται αυτόματα σε οποιοδήποτε πρόσωπο γίνεται πολίτης τους. Η πολιτογράφηση με βάση αποκλειστικά την καταβολή χρηματικού ποσού, χωρίς περαιτέρω όρους που να αποδεικνύουν την ύπαρξη πραγματικού δεσμού με το κράτος που προβαίνει στην πολιτογράφηση και/ή τους πολίτες του αποκλίνει από τους παραδοσιακούς τρόπους χορήγησης ιθαγένειας στα κράτη μέλη και επηρεάζει την ιθαγένεια της Ένωσης.

Καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 20 της Συνθήκης  ιθαγένεια της Ένωσης έχει αυτόματα όποιος έχει ιθαγένεια κράτους μέλους και κράτος μέλος υποδοχής δεν μπορεί να περιορίσει τα δικαιώματα πολιτογραφημένων πολιτών της Ένωσης επειδή απέκτησαν την ιθαγένεια άλλου  κράτους μέλους χωρίς δεσμό με το εν λόγω κράτος που χορήγησε την ιθαγένεια, κάθε κράτος μέλος οφείλει να διασφαλίζει ότι η ιθαγένεια δεν χορηγείται χωρίς πραγματικό δεσμό προς τη χώρα ή τους πολίτες της .

Η Επιτροπή έχει συζητήσει με τις αρχές της Μάλτας και της Κύπρου σχετικά με τη συμπερίληψη κριτηρίου πραγματικής διαμονής στη νομοθεσία τους για το πρόγραμμα χορήγησης ιθαγένειας σε επενδυτές. Ως αποτέλεσμα, το 2014 η Μάλτα εισήγαγε στη νομοθεσία της απαίτηση για την απόδειξη διαμονής διάρκειας δώδεκα μηνών

Στην πράξη, η απαίτηση αυτή θεωρείται ότι πληρούται εφόσον ο αιτών αποκτά άδεια διαμονής για να μείνει στη Μάλτα, ακόμη και χωρίς φυσική κατοικία, παρουσιάζει κάρτες επιβίβασης και ενδεχομένως άλλα αποδεικτικά στοιχεία, όπως, για παράδειγμα, δωρεές σε φιλανθρωπικές οργανώσεις, συμμετοχή σε τοπικές αθλητικές ομάδες ή καταβολή φόρου εισοδήματος στη Μάλτα. Η Κύπρος τροποποίησε επίσης τη νομοθεσία της το 2016, προκειμένου να ζητείται από τους αιτούντες στο πλαίσιο του προγράμματός της χορήγησης ιθαγένειας σε επενδυτές και τα μέλη των οικογενειών τους να κατέχουν άδεια διαμονής Η Επιτροπή θα συνεχίσει να παρακολουθεί τη συμμόρφωση με το δίκαιο της Ένωσης.

Προγράμματα χορήγησης άδειας διαμονής σε επενδυτές στην ΕΕ

Γενικό πλαίσιο

Η οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2007 οδήγησε περισσότερα κράτη μέλη στη θέσπιση τέτοιων προγραμμάτων ή την αναβίωση παλαιότερων. Η τάση αυτή συνεχίστηκε τα τελευταία 10 χρόνια και τέτοια προγράμματα υπάρχουν αυτή τη στιγμή σε 20 κράτη μέλη (Βουλγαρία, Τσεχική Δημοκρατία, Εσθονία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Ισπανία, Γαλλία, Κροατία, Κύπρος, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Κάτω Χώρες, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σλοβακία και Ηνωμένο Βασίλειο. και Ουγγαρία). Τα χαρακτηριστικά τους διαφέρουν πολύ, ιδίως όσον αφορά την επένδυση που θα πραγματοποιηθεί, τόσο σε σχέση με το είδος της επένδυσης όσο και σε σχέση με το ποσό αυτής.

Παρατηρούνται πέντε επενδυτικές επιλογές: επενδύσεις κεφαλαίου, επενδύσεις σε ακίνητη περιουσία,επενδύσεις σε κρατικά ομόλογα δωρεές ή επιχορηγήσεις δραστηριότητας που συμβάλλουν στο δημόσιο συμφέρον, και εφάπαξ συνεισφορές στον κρατικό προϋπολογισμό. Οι επιλογές αυτές δεν είναι αμοιβαία αποκλειστικές, καθώς ορισμένα κράτη μέλη επιτρέπουν τέσσερα διαφορετικά είδη επενδύσεων και τον συνδυασμό τους. Σε ό,τι αφορά το ποσό, το εύρος κυμαίνεται από πολύ μικρές επενδύσεις (κάτω από 100 000 EUR) έως πολύ μεγάλες επενδύσεις (άνω των 5 εκατ. EUR4). Επιπλέον, μπορεί να απαιτείται μη χρηματοπιστωτική επένδυση, όπως η δημιουργία θέσεων εργασίας και η συμβολή στην οικονομία .

Οι διαδικασίες διαφέρουν πολύ, όπως και οι όροι που συνδέονται με τη φυσική παρουσία στο κράτος μέλος που χορηγεί τα δικαιώματα διαμονής . Στο πλαίσιο του μοντέλου κεφαλαίου απαιτείται η επένδυση ορισμένου ποσού είτε (i) σε εταιρεία, ανεξάρτητα από τον ρόλο του επενδυτή σε αυτή ή τον τίτλο υπό τον οποίο συμμετέχει σε αυτή – κύριος, μέτοχος, διευθυντής (Βουλγαρία, Εσθονία, Ιρλανδία, Ισπανία, Γαλλία, Κροατία, Ιταλία, Λετονία, Λιθουανία, Κάτω Χώρες, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σλοβακία, Ηνωμένο Βασίλειο), είτε (ii) σε μέσα πιστωτικών ή χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων όπως επενδυτικά κεφάλαια ή καταπιστεύματα (Βουλγαρία,Εσθονία, Ιρλανδία, Ισπανία, Κύπρος, Λετονία, Κάτω Χώρες, Πορτογαλία)

Το σχετικό μοντέλο απαιτεί την αγορά ή τη μίσθωση ακινήτου ορισμένης αξίας (Ιρλανδία, Ελλάδα, Ισπανία, Κύπρος, Λετονία, Μάλτα, Πορτογαλία). Η μίσθωση είναι δυνατή στη Μάλτα και στην Ελλάδα.

Οι επενδυτές αγοράζουν ομόλογα ορισμένης αξίας από το κράτος. Αυτό συνεπάγεται αποπληρωμή των ομολόγων κατά την ημερομηνία λήξης τους, με ορισμένο επιτόκιο (Βουλγαρία, Ισπανία, Ιταλία, Λετονία, Ουγγαρία, Μάλτα και Ηνωμένο Βασίλειο).

Το κεφάλαιο επενδύεται σε δημόσιο έργο που ωφελεί τις τέχνες, τον αθλητισμό, την υγεία, τον πολιτισμό ή την εκπαίδευση, φιλανθρωπικές δωρεές, καλλιτεχνικές και ερευνητικές δραστηριότητες (Ιρλανδία, Ιταλία, Πορτογαλία). Αυτό απαιτεί την καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού απευθείας στο κράτος (Λετονία, Μάλτα) και δεν συνεπάγεται αποπληρωμή, σε αντίθεση με τα ομόλογα. Στην Κροατία το ελάχιστο ποσό είναι 100 000 HRK (περίπου 13 500 EUR).

Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην ελλάδα, για την επιλογή της «στρατηγικής επένδυσης» το ποσό δεν καθορίζεται από τον νόμο και εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των αρχών. Σλοβακία και Λουξεμβούργο. δημιουργία θέσεων εργασίας εφαρμόζεται σε Βουλγαρία, Τσεχία, Ισπανία, Γαλλία, Κροατία, Λετονία, Κάτω Χώρες, Πορτογαλία, Ρουμανία και η συμβολή στην οικονομία σε Βουλγαρία, Τσεχία, Ελλάδα, Ισπανία. Πιο συγκεκριμένα, το κριτήριο της «συμβολής στην οικονομία» έχει διάφορες μορφές: πρέπει να «αφορά οικονομικά μειονεκτούσα περιοχή» στη Βουλγαρία· η επένδυση πρέπει να πραγματοποιηθεί «προς όφελος της χώρας ή ορισμένης περιοχής» στην Τσεχική Δημοκρατία· η ελληνική νομοθεσία προβλέπει «στρατηγική επένδυση», χωρίς να ορίζει την έννοια· η Ισπανία απαιτεί επιχειρηματικό σχέδιο «γενικού συμφέροντος».

Πηγή: Blog:marina anastas.kourbela