ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Στο στόχαστρο του Ίστγουντ η ανεξέλεγκτη εξουσία του κράτους και ο ρόλος των ελεγχόμενων μίντια

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** ½ Η μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζιούελ

Richard Jewell. ΗΠΑ, 2019. Σκηνοθεσία: Κλιντ Ίστγουντ. Μπίλι Ρέι, Μαρί Μπρένερ. Ηθοποιοί: Σαμ Ρόκγουελ, Πολ Γουόλτερ Χάουζερ, Μπράντον Στάνλεϊ, Κάθι Μπέιτς, Ολίβια Γουάιλντ. 131΄

Την κατάσταση του ατόμου σε ένα κράτος ανεξέλεγκτης εξουσίας αλλά και τη διαστρέβλωση της αλήθειας από τα μίντια (ιδιαίτερα στην εποχή της διακυβέρνησης του Τραμπ) και συγκεκριμένα από τους δημοσιογράφους εκείνους που αναζητούν με κάθε τρόπο και χωρίς σε βάθος έρευνα το «λαβράκι», στιγματίζει στη θαυμάσια αυτή, συγκλονιστική, νέα ταινία του ο 89χρονος Κλιντ Ίστγουντ.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο αειθαλής Ίστγουντ στρέφεται σε απλά (πολύ συχνά συντηρητικά) πρόσωπα για να αφηγηθεί την ιστορία τους. Τη φορά αυτή ο Ίστγουντ στρέφεται στην αληθινή ιστορία του Ρίτσαρντ Τζιούελ, ενός λευκού φρουρού ´ ασφαλείας, ο οποίος, εξαιτίας της επιμονής του στις λεπτομέρειες και στο πρωτόκολλο, κατάφερε να σώσει εκατοντάδες ζωές από τον τρομοκρατικό βομβαρδισμό του Centennial Park της Ατλάντα, στη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων που έγιναν εκεί το 1996 και στον οποίο σκοτώθηκαν δυο άτομα και τραυματίστηκαν 100  – ο πραγματικός τρομοκράτης, Έρικ Ρούντολφ,  συνελήφθη, όπως πληροφορούμαστε στο τέλος της ταινίας, 7 χρόνια αργότερα.

Η επιμονή αυτή του Ρίτσαρντ Τζιούελ στο πρωτόκολλο μέχρι σχολαστικότητας, θα οδηγήσει στην ανακάλυψη της αυτοσχέδιας βόμβας και την μετατροπή του Τζιούελ σε εθνικό ήρωα. Μόνο που αυτό δεν θα διαρκέσει και πολύ. Αποφασισμένο στη γρήγορη ανακάλυψη του ενόχου, το FBI στρέφεται, εξαιτίας μιας ανεξακρίβωτης πληροφορίας, στον Τζιούελ, και, με τη βοήθεια μιας ασυνείδητης δημοσιογράφου που χάρη στη σχέση της με έναν από τα μέλη του FBI έχει πρόσβαση στις διάφορες πληροφορίες, τον ταυτοποιούν με τον μυστηριώδη τρομοκράτη. Με αποτέλεσμα, η ζωή του Ρόμπερτ και της προστατευτικής μητέρας του (με την Κάθι Μπέιτς σ’ ένα ρόλο που της κέρδισε την υποψηφιότητα στα Όσκαρ) να μετατραπεί σταδιακά σε αληθινή κόλαση, με τα μίντια να τους κυνηγούν μέρα-νύχτα και τους πράκτορες του FBI να τους παρακολουθούν συστηματικά και να επεμβαίνουν καθημερινά με τον πιο χυδαίο και άγριο τρόπο στη ζωή τους.

Με ένα φαινομενικά απλό στιλ, με μια άμεση, ρεαλιστική αφήγηση και ένα τέλεια οργανωμένο ρυθμό, ο Ίστγουντ αφηγείται την οδύσσεια του ταλαίπωρου Τζιούελ, ενός μικροαστού  λευκού, εφησυχασμένου, ταπεινού πατριώτη (σίγουρα μέλους της «σιωπηλής πλειοψηφίας»), που ακόμη και με την όλη απάνθρωπη καθημερινή παρενόχληση δεν σταματά να πιστεύει στο νόμο και την τάξη (όπως τονίζει ο ίδιος κάποια στιγμή), και γενικότερα στο σύστημα που είναι έτοιμο να τον οδηγήσει ακόμη και στην αγχόνη.

Εκτός από την εξαίρετη σκηνοθεσία, στην οποία όλα είναι υποταγμένα (μαζί και η φωτογραφία και η μουσική), εκείνο που εντυπωσιάζει είναι πως ο Ίστγουντ, υπερασπιστής των συντηρητικών φρονημάτων, καταφέρνει να δώσει μια ανθρωπιά, μια ειλικρίνεια και μια δύναμη στον απλό αυτό, ταπεινό λευκό μικροαστό του και, μέσα από το καφκικό δράμα του, να κάνει μια καυστική κριτική πάνω στην ίδια την αμερικανική κοινωνία αλλά και στους τρόπους με τους οποίους λειτουργεί το κράτος («τρεις μαλάκες που εκπροσωπούν την κυβέρνηση» λέει σε μια στιγμή ο δικηγόρος του Τζιούελ, αναφερόμενος στους τρεις πράκτορες του FBI που έχουν βάλει στόχο τους τον Τζιούελ).

Πριν κλείσω την κριτική μου αξίζει να σταματήσω στην εκπληκτική ερμηνεία του Πολ Γουόλτερ Χάουζερ: ταπεινός στα δυο τρία της ταινίας, σιωπηλός, έτοιμος να υποστηρίξει το νόμο, αποφασισμένος όμως να κάνει το σωστό («κι εγώ εκπροσωπώ το νόμο» θα πει στον πράκτορα του FBI, όταν εκείνος προσπαθεί να τον παρουσιάσει κατώτερο του), χωρίς ποτέ να αμφισβητεί το σύστημα, καταπιέζοντας την οργή και την απογοήτευσή του για ένα μεγάλο διάστημα, είναι μόνο προς το τέλος, όταν πια τα πράγματα έχουν φτάσει στο απροχώρητο, που ο σκληρός δικηγόρος του (ένας πολύ καλός Σαμ Ρόκγουελ) τον αναγκάζει να πάρει μια πιο επιθετική, με την αξιοπρέπεια που του αρμόζει, στάση. Ρόλος πολύπλοκος που τον πετυχαίνει πέρα ως πέρα και που θα μπορούσε άνετα να είναι υποψήφιος στα Όσκαρ.

 

**** Η αλήθεια

La verite. Γαλλία/Ιαπωνία, 2019. Σκηνοθεσία-σενάριο: Χιροκάζου Κόρε-έντα. Ηθοποιοί: Κατρίν Ντενέβ, Ζιλιέτ Μπινός, Ίθαν Χοκ, Κλεμαντίν Γκρενιέ. 106΄

«Η αλήθεια», η γαλλικής παραγωγής ταινία του Ιάπωνα σκηνοθέτη Χιροκάζου Κόρε-έντα, είναι μια μελέτη γύρω από τις σχέσεις και συγκεκριμένα τις σχέσεις ανάμεσα σε μια μητέρα και την κόρη της. Σχέσεις ανάμεσα σε μια διάσημη ηθοποιό που η καριέρα της βρίσκεται τώρα στην κατιούσα, και την κόρη της, που επιστρέφει ύστερα από χρόνια, μαζί με τον Αμερικανό, ηθοποιό σε τηλεοπτικές σειρές άντρα της, και τη μικρή τους κόρη, για να παραστεί στην έκδοση του αυτοβιογραφικού βιβλίου της μητέρας της, με τρεις διάσημους ηθοποιούς να ερμηνεύουν τους βασικούς ρόλους: Κατρίν Ντενέβ (Φαμπιέν, η μητέρα), Ζιλιέτ Μπινός (Λιμίρ, η κόρη) και ΄Ιθαν Χοκ (Χανκ, ο σύζυγος).

Όταν η Λιμίρ με την οικογένειά της, φτάνει στο Παρίσι, η μητέρα της ετοιμάζεται να αρχίσει τα γυρίσματα μιας ταινίας επιστημονικής φαντασίας, όπου η πρωταγωνίστρια ζει, παράλληλα, τρεις διαφορετικές ηλικίες, με τη Ντενέβ να ερμηνεύει τη γυναίκα σε προχωρημένη ηλικία. Τα γυρίσματα που αρχίζουν παραμερίζουν την έκδοση του βιβλίου, έκδοση στην οποία η Λιμίρ ανακαλύπτει αναφορές στην ίδια που δεν έχουν καμιά σχέση με την αληθινή, αρκετά τρικυμιώδη, σχέση της με τη μητέρα της. Η συνάντησή τους θα οδηγήσει σε συγκρούσεις, αποκαλύψεις, μνησικακίες αλλά και αλήθειες που οι δυο γυναίκες δεν θέλουν να παραδεχτούν. Αλήθειες που βγαίνουν σταδιακά στην επιφάνεια, φιλτραρισμένες μέσα από τις απωθημένες ενοχές της Φαμπιέν για μια νεκρή φίλη ηθοποιό, τη Σάρα, τον πιο σημαντικό ρόλο της οποίας η Φαμπιέν είχε κλέψει.

Οι σχέσεις της οικογένειας, στις οποίες πάντα υπάρχει και κάποιο παιδί, είναι τακτικό θέμα στις ταινίες του Κόρε-έντα («Πατέρας και γιος», «Η μικρή μας αδερφή», «Κλέφτες καταστημάτων»). Στη νέα του αυτή ταινία, ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί το θέμα του για να φτιάξει, ταυτόχρονα, και ένα είδος μπεργκμανικής «Φθινοπωρινής Σονάτας», μέσα από τη σύγκρουση μάνας-κόρης, με τη φθινοπωρινή ατμόσφαιρα, που εισάγει από τα πρώτα πλάνα της ταινίας του, να χρησιμοποιείται, στη συνέχεια, και σαν έμμεσο σχόλιο πάνω στην ίδια τη ζωή της ηλικιωμένης ηθοποιού της ταινίας.

«Δεν υπάρχει ποίηση στις ταινίες», λέει σε κάποια στιγμή η Φαμπιέν, εκφράζοντας την άποψη του ίδιου του Κόρε-έντα για το μεγαλύτερο μέρος του σύγχρονου κινηματογράφου. Δεν είναι η μόνη φορά που ο Ιάπωνας σκηνοθέτης «παρεμβαίνει» για να σχολιάσει την κατάσταση του  σύγχρονου κινηματογράφου. Σε μια άλλη σκηνή, στο δεύτερο μέρος της ταινίας, μετά από μια εξαιρετική σε απόδοση σκηνή όπου η Φαμπιέν γυρίζει στο στούντιο για την ταινία επιστημονικής φαντασίας, σκηνή που έχει το δικό της, ράθυμο ρυθμό, ο σκηνοθέτης της ταινίας μέσα στην ταινία, της ζητά να τη ξαναγυρίσουν, και όταν η Φαμπιέν ρωτάει για ποιο λόγο, εκείνος της λέει, ο ρυθμός να είναι 20% πιο γρήγορος, με τη Φαμπιέν να διερωτάται μήπως γυρίζουν κάποιο διαφημιστικό αντί της ταινίας…

Η ταινία βέβαια του Κόρε-έντα και σωστό κινηματογραφικό ρυθμό έχει (το ρυθμό εκείνο που απαιτεί η κάθε σκηνή) και την ποίηση εκείνη που δίνει μια άλλη διάσταση στην όλη ταινία. Ποίηση που δεν περιορίζεται στις σκηνές των εξωτερικών χώρων (με την κάμερα του Ερίκ Γκοτιέ να δημιουργεί την κατάλληλη ατμόσφαιρα – άλλοτε φθινοπωρινή και άλλοτε χειμερινή), αλλά και αναδίνεται μέσα από διάφορες σκηνές, ιδιαίτερα εκείνες ανάμεσα στις δυο γυναίκες – φτάνει να αναφέρω τόσο εκείνη με την Λιμίρ να παρακολουθεί τη μητέρα της να γυρίζει τη συγκεκριμένη σκηνή που της ζητά η Φαμπιέν, έχοντας αντικαταστήσει κατά κάποιο τρόπο τη νεκρή Σάρα, όσο κι εκείνη όπου οι δυο γυναίκες παραδέχονται τελικά τους φόβους και τα λάθη τους και αγκαλιάζονται, με την τελευταία αυτή σκηνή να επιβεβαιώνει και το μέγεθος των εκπληκτικών ερμηνειών τόσο της Ντενέβ όσο και της Μπινός.

**** Aga

Βουλγαρία/Γερμανία/Γαλλία, 2018. Σκηνοθεσία: Μίλκο Λαζάροβ. Σενάριο: Σιμεόν Βεντσισλάβοβ, Μίλκο Λαζάροβ. Ηθοποιοί: Μιχαήλ Απροσίμοβ, Φοεντοσία Ιβάνοβα, Σεργκέι Εγκόροβ. 96΄

Στην τούνδρα της αρκτικής Σιβηρίας εκτυλίσσεται η όμο0ρφη αυτή, δοσμένη με ποίηση και ανθρωπιά, ταινία του Βούλγαρου σκηνοθέτη Μίλκμο Λαζάροβ. Σ’ αυτήν ζουν οι δυο πρωταγωνιστές του, ο Νανούκ (αναφορά στο κλασικό ντοκιμαντέρ του Ρόμπερτ Φλάερτι που δεν περιορίζεται στο όνομα αλλά επεκτείνεται και στην όλη ποιητική αφήγηση) και η Σέντνα, το ηλικιωμένο ζευγάρι που προσπαθεί να επιβιώσει  σε μια αχανή παγωμένη έκταση, όπου οι πάγοι έχουν ήδη αρχίσει να λιώνουν κι ενώ τα δυο παιδιά τους (ένα αγόρι κι ένα κορίτσι) τους έχουν εγκαταλείψει για να εργαστούν κοντά στον υποτιθέμενο πολιτισμό.

Ο Νανούκ βγαίνει κάθε μέρα από το yurt του (την φτιαγμένη με δέρματα, τέντα του) για να ψαρέψει (αν έχει απομείνει κανένα ψάρι), να κουβαλήσει ξύλα για τη φωτιά, ενώ η Σέντνα προσπαθεί να ανταλλάξει τα αυτοσχέδια εργόχειρά της με αναγκαία για το σπιτικό της υλικά ή φαγώσιμα. Αντίθετα με την αποξενωμένη κόρη τους, που εργάζεται σε ορυχείο διαμαντιών, ο γιος τους παροδικά τους επισκέπτεται, φέρνοντάς τους διάφορα αναγκαία τρόφιμα – την τελευταία φορά κι ένα ραδιοφωνάκι που τους χαρίζει για να ακούνε μουσική.

Ο Λαζάροβ αφηγείται την ιστορία του με ένα τρόπο συγγενικό με εκείνο του ντοκιμαντέρ. Με ήρεμα, μεγάλης διάρκειας πλάνα, με ένα ηθελημένα ράθυμο (που ταιριάζει τέλεια στην αφήγηση) ρυθμό, με πλάνα εκπληκτικά που αναπαράγουν την ομορφιά και την ποίηση των φυσικών χώρων. Στο δεύτερο μέρος, με την απόφαση του Νανούκ να επισκεφτεί τελικά την αποξενωμένη κόρη του, η αφήγηση παίρνει μια άλλη τροπή, με την κάμερα ν’ ακολουθεί σε συνεχή τράβελινγκ τον Νανούκ στην νταλίκα που τον οδηγεί μέσα από διάφορα, όμορφα φωτογραφημένα τοπία, στο ορυχείο για να συναντήσει την κόρη του.

Συνάντηση που γίνεται σε μια βαθιά τεράστια τρύπα, αντιπαραθέτοντας την εφιαλτική εικόνα ενός υποτιθέμενου πολιτισμού (διείσδυση σε μια μαύρη κόλαση, στην πραγματικότητα) με την ομορφιά της φύσης όπου ζούσε το ηλικιωμένο ζευγάρι – φύση που έχουμε δυστυχώς καταστρέψει, με την ταινία να παρουσιάζει τα πρώτα καταστροφικά σημάδια. Μια πανέμορφη, δυνατή ταινία, που προσφέρει την πραγματική απόλαυση και την αληθινή συγκίνηση, σε αντίθεση με τα διάφορα, χωρίς στόχο (εκτός από το εύκολο χρήμα) συνηθισμένα κατασκευάσματα του Χόλιγουντ.

*** Μια λευκή, λευκή μέρα

A White, White Day/Hvitur, hvitur dagur. Ισλανδία/Σουηδία/Δανία, 2019. Σκηνοθεσία-σενάριο: Χλίνουρ Πάλμασον. Ηθοποιοί: Ινγκβαρ Σίγκουρντσον, Ίντα Μέκιν Χλινσντότιρ. 109΄

Άλλη μια όμορφη ταινία, τη φορά αυτή γύρω από τον έρωτα, την απώλεια, τον πόνο και τη λύτρωση, σκηνοθετημένη από τον Ισλανδό Χλίνουρ Πάλμασον («Winter Brothers»). Ο τίτλος της ταινίας αναφέρεται σε ένα ισλανδικό ρητό που λέει πως στις λευκές μέρες, όταν εξαιτίας της ομίχλης ή του χιονιού δεν ξεχωρίζεις τον ουρανό από τη γη, μπορείς να μιλήσεις στους νεκρούς. Μια τέτοια μέρα βλέπουμε μια γυναίκα σ’ ένα αυτοκίνητο να παίρνει λάθος στροφή και να πέφτει στη θάλασσα.

Πρόκειται για τη γυναίκα ενός πρώην αστυνομικού της περιοχής (Ίνγκβαρ Σίγκουρντσον), ο οποίος, παρόλο που περνάει ο χρόνος, δεν μπορεί να δεχτεί την απώλεια του αυτή, ενώ αρχίζει σταδιακά να υποψιάζεται πως η γυναίκα του ίσως τον απατούσε. Στο σπίτι που βλέπουμε να ανακαινίζει βρίσκεται και η 8χρονη εγγονή του (Ίντα Μέκιν Χλινσντότιρ), ένα γεμάτο ζωντάνια κορίτσι που προσθέτει μια εικόνα χαράς στην όλη μουντή, καταθλιπτική ατμόσφαιρα. Η υποψία του για την απιστία της νεκρής συζύγου αρχίζει να τον αλλάζει και να τον κάνει να ζητά εκδίκηση.

Ο Πάλμασον αφηγείται την ιστορία του με μεγάλες σεκάνς και όμορφα γυρισμένα εξωτερικά που δείχνουν τις αλλαγές περιόδου – μέσα ιδιαίτερα από την ανακαίνιση του σπιτιού που κάνει ο ήρωας – με αναφορές στην τοπική κουλτούρα, τα ισλανδικά έπη και τους θρύλους, μέσα από τις ιστορίες που αφηγείται ο ήρωάς του στη μικρή εγγονή, δίνοντας στην ταινία του κάτι από τα ίδια τα ισλανδικά έπη.

Ενώ, ταυτόχρονα, εστιάζει το ενδιαφέρον του στη ψυχογραφία του πρώην  αστυνομικού, ενός απλού, συνηθισμένου, ερωτευμένου ακόμη με πάθος με τη νεκρή γυναίκα του, ανθρώπου, που η υποψία αρχίζει να τον αλλάζει και να τον οδηγεί σε βίαιες, παράλογες πράξεις. Ευτυχώς όμως που η παρουσία του 8χρονου κοριτσιού χρησιμεύει σαν είδος βαλσάμου, με αποτέλεσμα η οργή και το μίσος του ήρωα σταδιακά να αλλάζει και να φτάνουμε σε ένα εξαιρετικό, απρόσμενο φινάλε. Κι είναι σίγουρα χάρη στην ερμηνεία του Σίγκουρντσον που η αλλαγή αυτή γίνεται με τον πιο πειστικό και δυνατό τρόπο. Χωρίς να ξεχνάμε την παρουσία της μικρής Ίντα Μέκιν Χλίνσντότιρ που καταφέρνει να δώσει τη ζωντάνια και την αθωότητα της 8χρονης εγγονής.

*** Το λουλούδι της ευτυχίας

Little Joe. Βρετανία/Αυστρία/Γερμανία, 2019. Σκηνοθεσία: Τζέσικα Χάουσνερ. Σενάριο: Τζεραλντίν Μπάτζαρντ, Τζέσικα Χάουσνερ. Ηθοποιοί: Έμιλι Μπίτσαμ, Μπεν Γουίσο, Κέρι Φοξ. 105΄

Σε μια φουτουριστική περιπέτεια μυστηρίου/επιστημονικής φαντασίας στρέφεται η Τζέσικα Χάουερ («Lovely Rita», «Τρελή αγάπη», «Προσκύνημα στη Λούρδη»). Εχει για ηρωίδα μια χωρισμένη μητέρα, την Άλις (Έμιλι Μπίτσαμ), επιστήμονα σε ερευνητική εταιρία, που φτιάχνει ένα ειδικό, με φαλλικές αναφορές, κατακόκκινο φυτό (που του δίνει το όνομα του τινέιτζερ γιου της, Little Joe), με μια μυρωδιά που κάνει όσους το μυρίζονται ευτυχισμένους. Η επίδρασή του όμως θα βγει εκτός ελέγχου προκαλώντας απρόσμενες ριζικές, αποξενωτικές αλλαγές στους χαρακτήρες όσων το πλησιάζουν (ακόμη κι ένα επεισόδιο με το σκύλο μιας φίλης).

Παρόλο που η ταινία θυμίζει ταινίες άλλες ταινίες του είδους, όπως το εμβληματικό «Invasion of the Body Snatchers» («Οι άνθρωποι του τρόμου») του Ντον Σίγκελ, και όχι μόνο, η Χάουσνερ δίνει ένα ωραίο, ήρεμο τόνο στην ταινία της, με ωραία φωτογραφία (με εντυπωσιακά χρώματα), φουτουριστικά ντεκόρ, μια παράξενη που μένει στη μνήμη μουσική (του Ιάπωνα Teiji Ito) και μια διφορούμενη συχνά, ατμόσφαιρα, με την ίδια την Άλις (Αλίκη, που παραπέμπει έμμεσα και στην Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων) να αλλάζει, δημιουργώντας την εντύπωση πως ίσως όλα να εκτυλίσσονται στη φαντασία της.