Tου Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Είχα τη τύχη να ζήσω από κοντά τον Λεωνίδα Χατζηπροδρομίδη. Και να τον ζήσω ως ένα ζωντανό κύτταρο της εφημεριδογραφίας,  όταν μαινόταν ο πόλεμος στην υπό διάσπαση πρώην Γιουγκοσλαβία. Δεν μιλούσε για τον  εαυτό του και την συμμετοχή του στο αντιδικτατορικό κίνημα, ούτε για τις σπουδές φιλολογίας του  στο Βελιγράδι. Δεν ήταν αμίλητος, «φλύαρος» ήταν, όταν η συζήτηση ερχόταν στα ενδιαφέροντά του, τα θέματα ποίησης και πεζογραφίας.

‘Αλλωστε στις δικές του μεταφραστικές θερμοκρασίες από το πρωτότυπο -κι όχι εκ του αγγλικού ή του γαλλικού-είχαμε διαβάσει τα αριστουργήματα του Μίλοραντ Πάβιτς, «Το Λεξικό των Χαζάρων» και του Μέσα Σελίμοβιτς, «Ο δερβίσης και ο θάνατος». Από σεβασμό στο πρόσωπό του, δεν τον ρώτησα ποτέ για την χωλότητα του. Μα δεν ήταν κι αυτό το πρόβλημα μου, γιατί όταν έγραφε κι όταν μιλούσε, ανέπνεε ολόκληρος ως  πάσχον σώμα.

Ο θάνατός του, στα εβδομήντα οκτώ του, με γύρισε πίσω, όταν μού ζητούσε με την ποιητική μου «ιδιότητα»-κι εγώ δεν το πίστευα- να τον βοηθήσω ώστε να ακουστούν στίχοι στα ελληνικά Σέρβων ποιητών. Δεν το αναφέρω από ματαιοδοξία, αλλά κυρίως  για να θυμηθώ τον ανιδιοτελή διανοούμενο που κρυβόταν πίσω από τον άνθρωπο Λεωνίδα.

Για χρόνια τον έχασα, όμως τον παρακολουθούσα από την αρθρογραφία και την κριτικογραφία του στο περιοδικό «The Athens Review of Books», στο οποίο δεν ανασκεύασε τις απόψεις του αναφορικά με τον διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας υπό τον εθνικιστικό μοχλό του Μιλόσεβιτς.  Είχε ζήσει από το 1975 έως το 1989 στην Λευκή Πόλη-όπως μεταφράζεται στα ελληνικά το Βελιγράδι-γιαυτό είχε γνωρίσει από μέσα την τιτοϊκή διακυβέρνηση με τα ξερονήσια-άλλο για τους άντρες  κι άλλο για τις γυναίκες- και την μεταμόρφωσής της σε πεδιό εθνοκάθαρσης, μίσους και φανατισμού.

Μάιος 1969. Μεταγωγή των κατηγορουμένων στη δίκη του ΠΑΜ-Ρήγα Φεραίου στο στρατοδικείο Θεσσαλονίκης. Διακρίνονται: μπροστά ο Λεωνίδας Χατζηπροδρομίδης, πάνω από αριστερά: Μπάμπης Ζιώγας, Θωμάς Οικονόμου, Δημήτρης Τσεμεκίδης και Γιώργος Αναστασίου.

‘Εγραφε σ’ ένα από τα τελευταία κείμενά του, με αφορμή την βράβευση του Πέτερ Χάντκε με Νομπέλ: «Η διαφορά του σκεπτόμενου διανοούμενου και του οπαδού είναι η υπεράσπιση αξιών, η πνευματική εντιμότητα και η αποφυγή έκπτωσής του σε φανατικό που μετατρέπεται σε χειραγωγούμενη μάζα. Βέβαια, και τα ελληνικά ΜΜΕ και τα πολιτικά κόμματα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, υποστήριξαν την εγκληματική δράση των Κάρατζιτς-Μλάντιτς, οδηγώντας τον πρώτο να εκστομίσει παραληρώντας το αμίμητο: »Μόνο ο Θεός και οι Έλληνες είναι μαζί μας!».

»Ωστόσο λησμόνησε τον Χάντκε με τις ανοησίες του, ο οποίος είχε το δύσκολο έργο απόκρυψης των εγκλημάτων, και ενός μακρόσυρτου εγκωμιασμού της σερβικής φύσης, με τους ποταμούς, τα βουνά και τις πεδιάδες, που θα σκέπαζαν τα εγκλήματα ή θα τα εξαφάνιζαν με την αναγωγή τους σε άλλους ιστορικούς χρόνους.»

Σ’ άλλο σημείο του ίδιου κειμένου ο Λεωνίδας Χατζηπροδρομίδης συντασσόταν με τους συγγραφείς, τους διανοούμενους, τους καλλιτέχνες που πρώτα βουτούσαν το μυαλό του στη σκέψη και μετά στο αίμα:

«Ο Χάντκε δεν πόνεσε και δεν έκλαψε για τους Σέρβους και τους άλλους λαούς της Γιουγκοσλαβίας που οδηγήθηκαν σε ιστορική υποβάθμιση. Κλεισμένος στην ιδεολογική του απομόνωση και στον ναρκισσισμό του, έχοντας τη στήριξη του λαϊκισμού συνδιαλεγόταν με τους ομοίους του και απολάμβανε το χειροκρότημα.

»Δεν προσπάθησε να επικοινωνήσει με τους διανοουμένους της »Άλλης Σερβίας» που προειδοποιούσαν για την επερχόμενη καταστροφή και των οποίων τα κείμενα εκδόθηκαν και στα ελληνικά με τίτλο: »Η επιβολή της βαρβαρότητας στη Γιουγκοσλαβία» (Παρατηρητής,1998). Αυτοί οι διανοούμενοι που προσπαθούσαν να απαλλαγούν από την εγκληματική πολιτική, όπως οι Φίλιπ Ντάβιντ, Νεμπόισα Πόποβ, Βέσνα Πέσιτς, Ντούσαν Μακαβέγιεφ και δεκάδες άλλοι, ανήκαν σε άλλο κόσμο, ενώ ο Χάντκε πέρασε στην πλευρά της πνευματικής ανεντιμότητας.»

Λεωνίδα κοιμήσου, οι εγκληματίες δεν θα είναι στην κηδεία. Θα είναι πολιτική και θα γίνει αύριο στο Νεκροταφείο Ζωγράφου.