Ένα παλαιό χρέος της πολιτείας η ανάδειξη της Ακαδημίας του Πλάτωνος, του πρώτου πανεπιστημίου στον κόσμο, αλλά και η ανέγερση του Αρχαιολογικού Μουσείου της πόλης των Αθηνών, ήρθε η στιγμή να εκπληρωθούν.

Υπεγράφη η σχετική προγραμματική σύμβαση μεταξύ της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη και του δημάρχου Αθηναίων Κώστα Μπακογιάννη και εγκρίθηκαν ομόφωνα από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο οι μελέτες του δήμου Αθηναίων και της Εφορίας Αρχαιοτήτων της πόλης των Αθηνών για την πλήρη αναμόρφωση και ανάδειξη του αρχαιολογικού αυτού χώρου.

Έχουμε να κάνουμε με το  άλσος της Ακαδημίας που σήμερα βρίσκεται σε μία υποβαθμισμένη γειτονιά της Αθήνας. Στην αρχαιότητα το άλσος αυτό ήταν ένα από τα τρία σημαντικά άλση της πόλης. Ο αρχαιολογικός χώρος της Ακαδημίας Πλάτωνος συμπίπτει με τους αρχαίους «κήπους του Ακαδήμου», έναν κατάφυτο ειδυλλιακό τόπο στο δυτικό προάστιο της αρχαίας Αθήνας, όπου από τον 6ο π.Χ. αι. είχε ιδρυθεί το Γυμνάσιο της Ακαδήμειας, όπως τα αντίστοιχα Γυμνάσια του Λυκείου και του Κυνοσάργους στα Ανατολικά και Νοτιοανατολικά του αρχαίου άστεως αντίστοιχα.

Πρέπει να φανταστούμε το χώρο αυτό  γεμάτο  ιερά: των Μουσών, της Αθηνάς, του Διός Μορίου, του Ηφαίστου, του Ηρακλέους κ.ά.. Εκεί, ίδρυσε ο Πλάτων το 387 π.Χ. τη φιλοσοφική του σχολή, όπου προσφέρονταν μαθήματα γνώσης και άσκησης του σώματος. Από το εκπαιδευτικό αυτό ίδρυμα  εκπορεύεται  η ονομασία Ακαδημία για όλα τα πνευματικά-επιστημονικά ιδρύματα του σύγχρονου κόσμου, αλλά και η έννοια του πανεπιστημιακού campus διεθνώς. Η σχολή λειτούργησε επί αιώνες και έκλεισε το 529 μ.Χ., με διάταγμα  του Ιουστινιανού, όπως και οι άλλες φιλοσοφικές σχολές της Αθήνας.

Σημαντικό τοπόσημο στην κυριολεξία αποτελεί η λίθινη στήλη του 500 π.Χ. με την επιγραφή «όρος της Ακαδήμειας», που βρέθηκε στη θέση της (κατά χώραν) σε σωστική ανασκαφή στην περιοχή και αποδεικνύει την ταύτιση του σημερινού κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου με την αρχαία Ακαδήμεια.

Υστερα από απαλλοτριώσεις ιδιοκτησιών που έγιναν κατά τις δεκαετίες του ’60, του ’80 και ιδιαιτέρως του ’90, απελευθερώθηκε ο χώρος της Ακαδημίας, έκτασης περίπου 135 στρεμμάτων. Μέσα σε αυτόν εμπεριέχονται οι αρχαιότητες του Γυμνασίου, της «Ιεράς Οικίας», του Περιστυλίου και άλλα κατάλοιπα των προϊστορικών, κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, που ήλθαν στο φως και με τις έρευνες της Αρχαιολογικής Εταιρείας και του Υπουργείου Πολιτισμού, καθώς και ένας εκτεταμένος χώρος πρασίνου και αναψυχής για τους κατοίκους της περιοχής, ο οποίος διαμορφώθηκε από τον Δήμο Αθηναίων.  Η περιοχή αυτή  περικλείεται από μεγάλες αρτηρίες, Λ. Αθηνών, Κηφισού, Κωνσταντινουπόλεως και Λένορμαν.

Με τις νέες παρεμβάσεις που δρομολογούνται τώρα, θα γίνει αναβάθμιση και αποκατάσταση των μνημείων του αρχαιολογικού χώρου και του πάρκου που το περιβάλλει και συγχρόνως προκήρυξη  αρχιτεκτονικού διαγωνισμού για την εκπόνηση της μελέτης για την ανέγερση του Αρχαιολογικού Μουσείου Αθήνας, στον χώρο όπου έχει χωροθετηθεί από το 2002 και για το οποίο ήδη έχουν εκπονηθεί και εγκριθεί από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού η κτηριολογική και η μουσειολογική μελέτη.

Τι προβλέπουν οι μελέτες

Οι δύο μελέτες αφορούν στο νότιο και ανατολικό τμήμα του αρχαιολογικού χώρου, που περιβάλλονται από τις οδούς Δράκοντος, Κρατύλου, Μοναστηρίου, Αλεξανδρείας, Πολυκράτους, Βασιλικών, Φάωνος και Διονύσου, έκτασης 60 περίπου στρεμμάτων (Τομέας Γυμνασίου) και Μοναστηρίου, Τριπόλεως, Πλάτωνος και Ευκλείδου αντίστοιχα, έκτασης 10 στρεμμάτων (Τομέας Περιστυλίου).

Στοχεύουν μέσα από ήπιες κατά το δυνατόν επεμβάσεις:

– Στην ανάδειξη της αρχαιολογικής και ιστορικής σημασίας του χώρου, στην εκ νέου αποκάλυψη  ευρημάτων των παλαιών ανασκαφών και στη διενέργεια  σύγχρονης αρχαιολογικής έρευνας με την ευκαιρία της ενοποίησης των σκαμμάτων.

– Στην ενίσχυση της αναγνωσιμότητας του αρχαιολογικού χώρου και την προστασία  και ανάδειξη των επιμέρους μνημείων, ως τμήματα ενός ευρύτερου αρχιτεκτονικού συνόλου.

– Στη βελτίωση της προσβασιμότητας στα μνημεία και τη δημιουργία  συνέχειας μεταξύ του επιπέδου με τις αρχαιότητες και αυτού της σύγχρονης πόλης με το πάρκο.

– Στην αναβάθμιση όλου του χώρου σε έναν αξιόλογο πνεύμονα πρασίνου και προορισμό περιπάτου και αναψυχής με τοπικό και υπερτοπικό χαρακτήρα

– Στην ενίσχυση της ασφάλειας των χρηστών, της δημόσιας περιουσίας και ιδιαιτέρως της πολιτιστικής κληρονομιάς.