Της Ζωής Τόλη

Είδαμε το «Rock story», στο θέατρο Αργώ, ένα ρηξικέλευθο έργο της βραβευμένης συγγραφέως Λείας Βιτάλη, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Καραχισαρίδη και ένα επιτελείο αξιόλογων ηθοποιών.

Μία βαθιά ανθρώπινη ιστορία, ένα δράμα, εμπνευσμένο από τον «πρίγκιπα του ροκ», Παύλο Σιδηρόπουλο, (1948- 1990), διανθισμένο με στοιχεία μυθοπλασίας που υπογραμμίζουν τη σύγκρουση των γενεών, τα αδιέξοδα, την υποκρισία, τις ελπίδες για δικαιότερο κόσμο κόντρα στο κατεστημένο μιας ταραγμένης εποχής.

Η πορεία και το τέλος ενός ροκ ειδώλου, ενός επαναστάτη που λάτρεψε την απόλυτη ελευθερία και την έκανε θρησκεία του μέσα στην τεράστια μοναξιά της ύπαρξής του. Εδώ βέβαια μιλάμε για τον αγώνα ενός νέου ανθρώπου και μιας ολόκληρης γενιάς, που ονειρεύεται να χειραφετηθεί, αποτινάσσοντας κάθε σύμπλεγμα και βολικό στερεότυπο των γονιών της.

Οι νέοι της τότε χρονικής συνθήκης, αμφισβητούν τον κομφορμισμό των μεγαλύτερων που ως παιδιά του πολέμου, συμβιβάζονται με μια μίζερη και θλιβερή μικροαστική ζωή.

Ο θεματικός πυρήνας του έργου περιστρέφεται γύρω από το αρχέτυπο «μητέρα» και το πώς αυτή από θύμα μετατρέπεται σε θύτη, εκμεταλλευόμενη τους πάντες με πρόσχημα την αρρώστια της. Επηρεάζει το γιο της σε απίστευτο βαθμό, ώστε εκείνος να νιώθει ενοχές και εκείνη να τον θέλει προσκολλημένο πάνω της.

Αρνείται πεισματικά να έχει προσωπική ζωή και αγωνίζεται να παραμείνει κτήμα της, σχεδόν μέχρι το τέλος. Καθώς είναι συγκρουσιακή και κυκλοθυμική, αναπτύσσει μια «σχέση ερωτικής φαντασίωσης» μαζί του, φερόμενη σκληρά στα άλλα μέλη της οικογένειας. Ο Λεό πασχίζει να αποδεσμευτεί, ώστε να ενηλικιωθεί, παίρνοντας τον έλεγχο και την ευθύνη της δικής του ζωής. Διψά να είναι ελεύθερος, να πετάξει μακριά από το αρρωστημένο οικογενειακό κλίμα και να υπηρετήσει τα δικά του ιδανικά.

Η εξάρτηση των παιδιών από τη μητέρα, είναι πάντα ένα ζήτημα κλασικό, νευραλγικό, επίκαιρο, επίπονο και βασανιστικό. Όσο υπάρχουν γυναίκες που δεν θέλουν να είναι πραγματικές μάνες και γενναία στηρίγματα για τα παιδιά τους, πάντα θα έχουμε ανάλογες περιπτώσεις συμβίωσης.

Τα λιτά σκηνικά και τα ενδεικτικά κοστούμια εποχής φρόντισε η Χριστίνα Κωστέα, τον αριστοτεχνικό σχεδιασμό των φωτισμών η έμπειρη Κατερίνα Μαραγκουδάκη, την επιμέλεια της μουσικής ο Γιάννης Καραχισαρίδης, τις φωτογραφίες και το αισθητικά ολοκληρωμένο video art ο Γιάννης Βολιώτης.

Ακούγονται τραγούδια του Παύλου Σιδηρόπουλου, των Queen, Rolling Stones, Pink Floyd, Black Sabbath, Janis Joplin, Kansas, Doors, Iggy POP και άλλων ροκ εκπροσώπων της εποχής. Τραγούδια που στιγμάτισαν τις δεκαετίες του ´60, του ´70 και του ´80.

Χωρίς πολλά σκηνικά και μοντέρνα ευρήματα η σκηνοθετική γεωμετρία επικεντρώνεται στην υποκριτική δεινότητα των ηθοποιών και αποδεικνύει πως τα πολλά φτιασίδια δεν ορίζουν τη δυναμική του θεατρικού λόγου.

Ο Γιάννης Καραχισαρίδης με μέτρο υποστηρίζει υφολογικά / νοηματικά και λεκτικά το σύγγραμμα της Λείας Βιτάλη, ώστε σκηνικά να αποδοθεί και ο προβληματισμός και η συναισθηματική στόφα του θεατρικού πονήματος. Χρησιμοποιεί με ευρωστία τους δραματουργικούς άξονες, ώστε και το χιούμορ και η συγκίνηση να αγγίξουν το κοινό, χωρίς ίχνος υπερβολής ή μελοδράματος.

Αξιοπρόσεκτη η υπό μορφή μονολόγου επαφή με το κοινό, του καθένα ήρωα ξεχωριστά, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Έτσι παράγεται συνεκδοχικά ένα «ιντερμεδιακό» διάλειμμα που συμπληρώνει το πορτραίτο των προσώπων και ταυτόχρονα προωθεί το μύθο.

Ο Βασίλης Παναγιωτίδης διακρίνεται για την υποκριτική αρτιότητα και την υποδειγματική μουσική ερμηνεία σε ένα ρόλο σύνθετο που προϋποθέτει και ψυχική δύναμη και σωματική αντοχή. Κίνηση, λόγος, έκφραση προσαρμόζονται εύρυθμα στην προσωπικότητα του πρωταγωνιστή.

Αναδύονται τραύματα και πληγές μέσα στη δυσλειτουργική του οικογένεια, ένα περιβάλλον ιδιαίτερα τοξικό, ανίκανο να αγκαλιάσει την ευαίσθητη ψυχή του. Καταφύγιο η μουσική, ο ασυμβίβαστος έρωτας και οι χημικές ουσίες. Ο ταλαντούχος περφόμερ «φωτίζει» με ενεργειακή δεξιότητα τη διαδρομή του ροκ σταρ, βήμα βήμα προς την αυτοκαταστροφή.

Τη μητέρα υποδύεται καταπληκτικά η μοναδική Αιμιλία Υψηλάντη, με ικμάδα, ευαισθησία και τις σωστές κορυφώσεις. Μια γυναίκα που υποχρεώθηκε να υποκύψει στα «θέλω» των άλλων, προδίδοντας τα όνειρά της. Αυτή η ακούσια αυτοφυλάκισή της την μετατρέπει σε δεσποτικό άτομο με απόλυτο έλεγχο στο Λεό που τον πνίγει με την «αγάπη» της. Ξεχωρίζει για το πάθος, τη δραματική ένταση, τον χορογραφημένο ρυθμό και την υποκριτική της χάρη.

Ο Γιώργος Ζιόβας παίζει το συντηρητικό πατέρα με ευστοχία και σκηνική ευχέρεια. Ανταποκρίνεται με πληρότητα στην πρόκληση του ρόλου, ως ένας βαθιά συναισθηματικός άνθρωπος που αμύνεται σθεναρά απέναντι στον κίνδυνο, μεταποιούμενος σε αυταρχικό και απότομο χαρακτήρα.

Η αδελφή του Λεό είναι η Δήμητρα Βαμβακάρη, μία παρουσία εύθραυστη και πληγωμένη, καθώς νιώθει παραγκωνισμένη, χωρίς το μητρικό νοιάξιμο. Υπηρετεί τη θεατρική πράξη με δραματική ωριμότητα, μέτρο και συνέπεια, λειτουργώντας ως συνδετικός κρίκος της οικογένειας, χωρίς επιτυχία.

Η Έλια Βεργανελάκη ενσαρκώνει την ερωτική σύντροφο του Λεό, μία τρυφερή, ειλικρινή και ευάλωτη ύπαρξη που κινείται ανάμεσα στην αγάπη και τη λογική. Διακρίνεται για τη σκηνική ευσυνειδησία, το ανεπιτήδευτο της ιδιοσυγκρασίας και την πολυεδρική κινητική της εκφραστικότητα.

Συνολικά η διανομή αποτελεί μία σφιχτοδεμένη ομάδα που με ζήλο και αγάπη, χωρίς γραμμικότητα και διεκπεραίωση ιχνογραφούν επιμελημένα τους χαρακτήρες.
«Rock story», έργο με καλλιτεχνική αξιοσύνη που παράγει πληθώρα αντικρουόμενων εικονογραφικών εγγραφών, προσδοκιών και εμπειριών. Παράσταση με πολυμερείς σεκάνς, μεστό /στιβαρό κείμενο γεμάτο έμπνευση, ευλύγιστη σκηνοθετική γραμμή και βαθιές ερμηνείες, μάρτυρες της σύγκρουσης πραγματικότητας – ουτοπίας.

Θεατρική δουλειά, με ενσυναίσθηση, δική της πνευματικότητα και διαχρονική εμβέλεια που διατηρεί ακμαία την οχληρότητά της απέναντι σε κάθε σύστημα που στραγγαλίζει το «όνειρο».