Μία από τις πιο μπριόζες και θηλυκές μορφές του ελληνικού κινηματογράφου η Μάρθα Καραγιάννη έφυγε σήμερα το μεσημέρι σε ηλικία 82 ετών, προσθέτοντας μια ακόμη σημαντική απώλεια στον κόσμο του πολιτισμού μετά τον θάνατο του Κώστα Καζάκου και της μοναδικής Ειρήνης Παππά.

Αντιμετώπιζε τα τελευταία χρόνια σοβαρά προβλήματα υγείας εξαιτίας ενός εγκεφαλικού που υπέστη προ τριετίας και μετά την επέμβαση αφαίρεσης χολής στην οποία υποβλήθηκε το 2020. Τις δύσκολες ώρες είχε στο πλάι της τον ψυχίατρο Δημήτρη Σούρα, τον καλύτερο φίλο της. Γι αυτόν ήταν συγκλονιστικό ότι υπέγραψε ως γιατρός την βεβαίωση του θανάτου της όταν εκείνη έσβησε στο σπίτι της.

«Στον φετινό, δύσκολο Σεπτέμβριο των μεγάλων απωλειών, ο χαμός της Μάρθας Καραγιάννη σηματοδοτεί το τέλος της ‘χρυσής εποχής’ του ελληνικού κινηματογράφου, των ειδώλων που αγαπήθηκαν από το μεγάλο κοινό” ανέφερε η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη στη δήλωσή της μετά είδηση του θανάτου της.

Η Μάρθα Καραγιάννη υπήρξε μια ιδιαίτερη περίπτωση στον ελληνικό κινηματογράφο, καθώς ενώ άρχισε την καριέρα της ως χορεύτρια, ως ένα όμορφο κορίτσι, εξελίχθηκε σε σπουδαία κωμικό, χωρίς να διστάσει να τσαλακώσει την εικόνα της επιθυμητής γυναίκας για να προσφέρει γέλιο στις αμέτρητες ταινίες της.

Υπηρέτησε με μεγάλη συνέπεια κωμικούς και δραματικούς ρόλους, καθώς και το ξεχωριστό είδος του ελληνικού μιούζικαλ που δημιούργησε ο Γιάννης Δαλιανίδης.

Όμως παράλληλα έπαιξε στο θέατρο σε σημαντικές παραστάσεις, όπως στην ‘Ομορφη Πόλη’ του Μίκη Θεοδωράκη και του Μιχάλη Κακογιάννη, μέχρι το ‘Καμπαρέ’ του Αλέξη Σολομού, ξεδιπλώνοντας το ταλέντο της σε ένα μεγάλο εύρος ρόλων.

Ήταν μια γυναίκα που χαρακτήριζαν ο αυθορμητισμός, η αμεσότητα, η ευθύτητα. Η παρουσία της μας χάρισε και θα συνεχίσει να μας προσφέρει χαρά, ομορφιά, γέλιο».

Και ο υφυπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Νικόλας Γιατρομανωλάκης επεσήμανε ότι «Η Μάρθα Καραγιάννη ήταν η προσωποποίηση του ελληνικού κινηματογραφικού μιούζικαλ της δεκαετίας του ’60, ενώ έντονο ήταν το αποτύπωμα της και στο θέατρο, όπου ήταν παρούσα για περισσότερα από 50 χρόνια.

Κινηματογραφικό είδωλο, ιδιαίτερα δημοφιλής και διαχρονικό αντικείμενο του πόθου, είχε τη διορατικότητα να επενδύσει στο ταλέντο της. Χρόνια τώρα περιμένω πώς και πώς να μεγαλώσω, να πάψω να ‘μαι όμορφη, να έρθει η στιγμή να κάνω άλλα πράγματα’, είχε πει. Και έκανε πολλά».

Η Μάρθα Καραγιάννη γεννήθηκε το 1939 στον Πειραιά και μεγάλωσε στο Κερατσίνι. Οι γονείς της ήταν ποντιακής καταγωγής. Η μητέρα της Δόμνα γεννήθηκε στο Μπακού και ο πατέρας της Χαρίλαος στο Αικατερινεντάρ.

Σπούδασε χορό και από τα οχτώ της χρόνια συμμετείχε στο παιδικό μπαλέτο της ΛυρικήςΣκηνής με δασκάλα τη Λουκία Σακελλαρίου-Κωτσοπούλου. Μαζί της χόρευε και η Ελένη Προκοπίου.

Το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο το έκανε το 1955, σε ηλικία 17 ετών, στην ταινία της Φίνος Φιλμς Η άγνωστος, σε σκηνοθεσία Ορέστη Λάσκου.

Το θεατρικό της ντεμπούτο έγινε το 1957 στην επιθεώρηση Ελέφαντες και ψύλλοιεκεί όπου γνωρίστηκε με το Γιάννη Δαλιανίδη. Ηκινηματογραφική συνεργασία της με τον Δαλιανίδη ξεκίνησε το 1961 στην ταινία Ζητείται ψεύτης. Εκανε καριέρα σε όλα τα γνωστά μιούζικαλ της εποχής.

Το μοναδικό μιούζικαλ στο οποίο η Μάρθα Καραγιάννη δεν χόρεψε, ήταν το Μερικοί το προτιμούν κρύο γιατί αρχικά στο ρόλο της επρόκειτο να εμφανιστεί η Αννα Φόνσου.

Για πρώτη φορά εμφανίζεται ως κωμική ηθοποιός στην ταινία Οι θαλασσιές οι χάντρες(1967). Η ίδια δεν ήθελε το ρόλο θεωρώντας πως ο σκηνοθέτης Γιάννης Δαλιανίδης, ήθελε να προβάλλει τη Ζωή Λάσκαρη. Εκείνος της είπε ότι αντιθέτως έτσι της δίνει ψωμί μέχρι τα γεράματά της.

Οι ταινίες τότε απαιτούσαν από τους ηθοποιούς να είναι καλοί και στο τραγούδι. Για πρώτη φορά τραγούδησε στην ταινία Καπετάνιος για κλάματα (1960), αλλά σημείωσε μεγάλη επιτυχία τραγουδώντας στην ταινία Γοργόνες και Μάγκες (1968).

Ακολούθησαν πολλές ταινίες κωμικές και δραματικές. Από τις πιο γνωστές Όμορφη πόλη», «Καμπαρέ», «Παγωτό μες το χειμώνα», «Χαμάμ γυναικών», «Αρσενικό και παλιά δαντέλα», «Μερικοί το προτιμούν κρύο», «Κορίτσια για φίλημα», «Μια κυρία στα μπουζούκια», «Γοργόνες και Μάγκες».

Η ίδια δεν νοιαζόταν για τις κοσμικότητες. Δεν ήταν δήθεν. Ηταν ευθύς, τα έλεγε έξω από τα δόντια, της άρεσε να ζει απλά με φίλους αγαπημένους και με τα σκυλιά της. Τον θάνατο τον αντιμετώπιζε σαν κάτι όχι τόσο δραματικό. “Αφού εγώ δεν θα είμαι εκεί, τι με νοιάζει;“ έλεγε.