ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Χιούμορ και λυρισμός από τη Γεωργία

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Τι βλέπουμε όταν κοιτάμε τον ουρανό;

What Do we See When We Look at the Sky/Ras vkhedavt, rodesac cas vukurebt? Γεωργία/Γερμανία, 2021. Σκηνοθεσία-σενάριο: Αλεξάντρ Κομπερίντζε. Ηθοποιοί: Γκιόργκι Αμπρολάντζε, Ολίκο Μπαρμπακάντζε, Γκιόργκι Μποχορισβίλι. 150΄

Ο έρωτας, ο κινηματογράφος και το ποδόσφαιρο είναι στο επίκεντρο της απολαυστικής αυτής, διανθισμένης με χιούμορ, αλλά και με λυρισμό, ταινίας «Τι βλέπουμε όταν κοιτάμε τον ουρανό;» του Γεωργιανού, εγκατεστημένου το Βερολίνο, σκηνοθέτη Αλεξάντρ Κομπερίντζε.

Με ενδιάμεσες αφηγήσεις, με ζουμ σε διάφορα πλάνα, με εντολές προς τους θεατές («μόλις ακούσετε το πρώτο μπιμπ κλείστε τα μάτια σας και να τ’ ανοίξετε όταν ακούσετε το δεύτερο μπιμπ», μας λέει, κάποια στιγμή), με αναφορές στον κινηματογράφο, αλλά και σκηνές που θυμίζουν την εποχή του βωβού, με άλλες γυρισμένες σε φιλμ των 16 χλστ., από μια ομάδα που ψάχνει για ηθοποιούς για έξι ρόλους ζευγαριών, με το ποδόσφαιρο να παίζει σημαντικό ρόλο (βρισκόμαστε την εποχή του παγκόσμιου κυπέλλου όπου νικήτρια αναδείχθηκε η ομάδα της Αργεντινής), με τα σκυλιά στους δρόμους να παίζουν το δικό τους ρόλο και με αναφορές σε γενικότερα, παγκόσμια θέματα, ο Κομπερίντζε, συχνά με τη χάρη, την ευρηματικότητα, την έμπνευση και το χιούμορ που μου θύμισε τον συμπατριώτη του Οτάρ Ιοσελιάνι (από τα πολλά παραδείγματα αναφέρω τις σκηνές στο δρόμο με διάφορους περαστικούς να κρέμονται από ένα πάσσαλο, προσπαθώντας δείξουν πόσα λεπτά της ώρας θ’ αντέξουν), μας αφηγείται την ιστορία ενός παραμυθένιου (γιατί τελικά πρόκειται για ένα είδος παραμυθιού) έρωτα.

Έρωτα ανάμεσα στη φαρμακοποιό (τουλάχιστο στην αρχή) και σπουδάστρια της ιατρικής, Λίζα, και τον φανατικό ποδοσφαιριστή Γκιόργκι, που ξεκινά από μια τυχαία συνάντησή τους στο δρόμο (τους παρακολουθούμε στην αρχή της ταινίας, μέσα από πλάνα των ποδιών τους). Το πρώτο τους όμως ραντεβού δεν θα πετύχει («είναι καταραμένοι», θα μας πληροφορήσει ο αφηγητής) και θα περάσει ένα μεγάλο διάστημα, με το ζευγάρι αποξενωμένο, και με διάφορα άλλα συμβάντα να εξελίσσονται ενδιάμεσα 0(μαζί και το Παγκόσμιο Κύπελλο), μέχρι που οι εραστές μπορέσουν να βρουν το δρόμο που θα τους φέρει και πάλι κοντά.

Η διαδρομή της Λίζας και του Γκιόργκι μπορεί να είναι δαιδαλώδης, αν και πάντα απολαυστική και αποκαλυπτική (μαζί και μια ωραία περιήγηση της μικρής πόλης όπου διαδραματίζεται η ιστορία), τελικά όμως, ένα έστω τυχαίο περιστατικό (το βιβλίο της Λίζας που πέφτει στο δρόμο), είναι αρκετό για να μας οδηγήσει κατευθείαν στον έρωτα.

*** ½ – Για πάντα κοντά σου

Nowhere Special. Βρετανία/Ιταλία/Ρουμανία, 2020. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ουμπέρτο Παζολίνι. Ηθοποιοί: Τζέιμς Νόρτον, Ντάνιελ Λαμόντ, Αϊλίν Ο’Χίγκινς. 96΄

Τη συγκινητική ιστορία ενός 35χρονου χήρου, καθαριστή τζαμιών, που, μαθαίνοντας πως πρόκειται να πεθάνει σε μερικούς μήνες, αρχίζει να ψάχνει την οικογένεια που θα υιοθετήσει τον τετράχρονο γιο του, αφηγείται στην τρυφερή αυτή, δοσμένη με ζεστασιά, αγγλική ταινία του, ο Ιταλός παραγωγός και σκηνοθέτης Ουμπέρτο Παζολίνι, γνωστός μας από τη βραβευμένη στο φεστιβάλ Βενετίας 2013 ταινία του «Ξεχασμένες ζωές».

Παρόλο που ο επικείμενος θάνατος βρίσκεται στο επίκεντρο της ταινίας, ο Παζολίνι αποφεύγει να τον εκμεταλλευτεί μελοδραματικά, στρέφοντας, αντίθετα, την κάμερά του στις στιγμές εκείνες – βασικά απλές, χαρούμενες – που περνάνε μαζί πατέρας και γιος, άλλοτε στο σπίτι, με τον πατέρα Τζον να παίζει μαζί με τον γιο του, Μάικλ, ή το βράδυ στο κρεβάτι να του διαβάζει παραμύθια, άλλοτε περπατώντας στο δρόμο και τρώγοντας παγωτό κι άλλοτε παίρνοντάς τον μαζί του στις συναντήσεις με πιθανούς θετούς γονείς.

Ο Παζολίνι, χωρίς παράλληλα να αποφεύγει να τοποθετήσει την ιστορία του στο κοινωνικό, ταξικό, εργατικό της περιβάλλον (η ιστορία εκτυλίσσεται στη σημερινή Βρετανία), αφηγείται τις σχέσεις αυτές ανάμεσα στους δυο τους, με απλές, άμεσες, δοσμένες με τρυφερότητα, σκηνές, με λιτούς διαλόγους και με το ίδιο λιτή, υποβλητική μουσική, με την κάμερά του να επιμένει στα πρόσωπα και τις εκφράσεις, για να καταγράψει τόσο τα διάφορα συναισθήματα: τόσο του Τζον, ο οποίος προσπαθεί, από τη μια, να αποδεχτεί τον επικείμενο θάνατό του και, από την άλλη, να περάσει όσο μπορεί περισσότερο με το γιο του, τη λιγοστή ζωή που του απομένει, καταφέρνοντας, παράλληλα, να του επιλέξει την καλύτερη γι’ αυτόν οικογένεια για να τον υιοθετήσει, όσο και του Μάικλ που, έχοντας χάσει τη μητέρα του (τον είχε εγκαταλείψει για να επιστρέψει στη γενέτειρά της, στη Ρωσία), κολλημένος τώρα στον πατέρα του, προσπαθεί να καταλάβει τη ζωή και τα απρόοπτά της.

Αναφέρω χαρακτηριστικά τη σκηνή όπου ο Τζον προσπαθεί να εξηγήσει στον Μάικλ τι σημαίνει θάνατος, χρησιμοποιώντας το νεκρό σκαθάρι που βρίσκει ο Μάικλ, καθώς και τη σκηνή, αργότερα, όταν ένας αθώος, μπερδεμένος Μάικλ ρωτάει τον πατέρα τι θα πει υιοθεσία, ή ακόμη, εκείνη της τελευταίας τους μέρας πριν από τον αποχαιρετισμό. Σκηνές, που τόσο από την πλευρά του ο Τζέιμς Νόρτον, στο ρόλο του πατέρα, όσο και από τη δική του, ο μικρός Ντάνιελ Λαμόντ (μια πραγματική έκπληξη), στο ρόλο του Μάικλ, καταφέρνουν, με ξεχωριστή δύναμη, να εκφράσουν, εστιάζοντας στα βλέμματα και τις εκφράσεις του προσώπου τους, και με τον Παζολίνι να τις αναπτύσσει, όπως και τις υπόλοιπες, σε χαμηλούς πάντα τόνους, με την ίδια απλότητα, ομορφιά και ευαισθησία, καταφέρνοντας να σε συγκινεί σχεδόν σε κάθε πλάνο του.

** ½ – Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ

Enfant terrible. Γερμανία, 2020. Σκηνοθεσία: Όσκαρ Ρέλερ. Σενάριο: Κλάους Ρίχτερ, Όσκαρ Ρέλερ. Ηθοποιοί: Όλιβερ Μασούτσι, Χάρι Πρινζ, Κάτια Ρίμαν. 134΄

Την ιδιαιτερότητα της πολύπλευρης προσωπικότητας του αντικομφορμιστή «τρομερού παιδιού» του γερμανικού νέου κύματος των δεκαετιών του ’70 και ’80, προσπαθεί να καταγράψει στην άνιση, δυστυχώς , αυτή ταινία του, ο Γερμανός σκηνοθέτης ‘Οσκαρ Ρέλερ («Ξέφρενη ζωή»).

Ο Ρέλερ παρακολουθεί τον πρωταγωνιστή του από την εποχή της θεατρικής μέχρι της ιδιαίτερα παραγωγικής κινηματογραφικής του καριέρα (με επίκεντρο το γύρισμα του θαυμάσιου Querelle), χρησιμοποιώντας εσκεμμένα ένα στιλ ημι-ερασιτεχνικό, που φαίνεται πως το θέλει να μοιάζει με τις πρώτες ταινίες του Φασμπίντερ, με ένα στιλιζάρισμα στη μορφή καθώς και στο παίξιμο των ηθοποιών του.

Σίγουρα η πολύκροτη και ταραχώδης ζωή του εξαίρετου αυτού σκηνοθέτη, που πέθανε, από υπερβολική δόση ναρκωτικών, σε ηλικία 37 χρονών, έχει το δικό της, ξεχωριστό ενδιαφέρον, που ο Ρέλερ φαίνεται να θαύμαζε. Όμως, παρά τη διεξοδική ανάπτυξη του πολύπλευρου χαρακτήρα του πρωταγωνιστή του, η επιμονή του σκηνοθέτη στην προκλητική, προσβλητική, συχνά εχθρική, στάση του Φασμπίντερ απέναντι στους συνεργάτες του, καθώς και οι κάποιες κοινοτοπίες στην όλη αφήγηση, δεν βοηθούν στην κατανόηση της πράγματι εκρηκτικής αυτής, ανεξέλεγκτης προσωπικότητας.