ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Νουάρ θρίλερ από τον Μάρτιν ΜακΝτόνα, νουάρ χιούμορ από τη Λουκρέσια Μαρτέλ

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** 1/2 – Οι τρεις πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι

Three Billboards Outside Ebbing, Missouri. ΗΠΑ, 2017. Σκηνοθεσία-σενάριο: Μάρτιν ΜακΝτόνα. Ηθοποιοί: Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, Γούντι Χάρελσον, Σάμ Ρόκγουελ, Άμπι Κόρνις. 115 λεπτά.

Ένα βουτηγμένο σε μαύρη ατμόσφαιρα, διανθισμένο με χιούμορ, θρίλερ είναι η ταινία «Οι τρεις πινακίδες έξω από το ‘Εμπινγκ, στο Μιζούρι» του Βρετανού σκηνοθέτη Μάρτιν ΜακΝτόνα, δημιουργού του εξαιρετικού εκείνου γκανγκστερικού θρίλερ, «Αποστολή στο Μπριζ». Θρίλερ που φέρνει στο νου τις ταινίες των αδερφών Κοέν τόσο χάρη στην ατμόσφαιρα της ταινίας όσο και με την παρουσία της πρωταγωνίστριας, και μούσας των ταινιών των Κοέν, Φράνσις ΜακΝτόρμαντ.

Οι μισοχαλασμένες πινακίδες έξω από το Έμπινγκ που βλέπουμε στα πρώτα πλάνα της ταινίας του Μακντόνα, παίζουν σημαντικό ρόλο στην όλη εξέλιξη της πλοκής. Μισοτρύπιες, αφημένες σε ένα εγκαταλειμμένο (εξαιτίας του νέου αυτοκινητόδρομου) δρόμο, οι πινακίδες θα «ζωντανέψουν» όταν η δίκαια οργισμένη Μίλντρεντ (μια εξαιρετική ΜακΝτόρμαντ, σ’ ένα δυναμικό ρόλο που θυμίζει τον Τζον Γουέιν στα γουέστερν του, βραβευμένη ήδη για το ρόλο της με τη Χρυσή Σφαίρα καλύτερης γυναικείας ερμηνείας) τις νοικιάζει για να αναρτήσει το προκλητικό της μήνυμα στον αστυνόμο της πόλης σχετικά με την αδιαφορία της αστυνομίας για την ανακάλυψη του δολοφόνου που βίασε και σκότωσε τη νεαρή της κόρη ενώ αυτή καιγόταν.

Οι κάτοικοι του Έμπινγκ δεν είναι και τόσο αθώοι, όπως τονίζει, η ηρωίδα. Το ίδιο ένοχοι με τη σιωπή και την αδιαφορία τους για αυτά που συμβαίνουν, με μια αστυνομία που (τουλάχιστο κάποια από τα μέλη της) προτιμούν να βασανίζουν τους μαύρους για το παραμικρό παρά να στρέφονται στην εξιχνίαση του φρικτού εγκλήματος, αμέσως εξεγείρονται με το προκλητικό μήνυμα της Μίλντρεντ.

Στην ταινία, όπως σταδιακά ανακαλύπτουμε, κανένας δεν είναι εντελώς αθώος ή εντελώς ένοχος. Κι αυτό οφείλεται στο σωστά δομημένο, και με καλή ανάπτυξη των χαρακτήρων, σενάριο, που έγραψε ο ίδιος ο ΜακΝτόνα, παράλληλα με έξυπνα αναπτυγμένες καταστάσεις και εξαιρετικούς, ζωντανούς, γεμάτους χιούμορ και ειρωνεία, διαλόγους, από τους οποίους δεν λείπει και η κριτική πάνω στη σύγχρονη αμερικανική κοινωνία. Σενάριο που ο Μακ Ντόνα αναπτύσσει με σιγουριά, διορατικότητα και ωραία στημένα πλάνα, για να μας προσφέρει μια από τις καλύτερες ταινίες της νέας χρονιάς.

 

**** Ζάμα

 

Zuma. Αργεντινή/Ισπανία/Γαλλία, 2017. Σκηνοθεσία-σενάριο: Λουκρέσια Μαρτέλ. Ηθοποιοί: Ντανιέλ Χιμένεθ Γκάτσο, Ματέους Νάχτεργκεϊλ, Λόλα Ντουένιας, Χουάν Μινούχιν. 115 λεπτά.

Είναι κάποιες ταινίες που σε γοητεύουν, ακόμη κι όταν σε αφήνουν με ερωτηματικά, όπως αυτή της Λουκρέσια Μαρτέλ, που έκανε εννιά περίπου χρόνια, από την εποχή της «Γυναίκας χωρίς κεφάλι» (που είδαμε το 2008 στις Κάνες) για να ξαναγυρίσει άλλη ταινία, τη βραβευμένη με το βραβείο FIPRESCI, «Ζάμα», βασισμένη στο μυθιστόρημα του Αντόνιο Ντι Μπενεντέτο.

Οι μαγευτικές της εικόνες, η μουσική της, οι ήχοι, τα πρόσωπα (τόσο εκείνα των Ισπανών κατακτητών όσο κι εκείνα των καταπιεσμένων ιθαγενών), μια συνεχώς σε κίνηση κάμερα που χαϊδεύει, συχνά ερωτικά, τα πρόσωπα και τα κορμιά, η σκληρή απάνθρωπη εικόνα μιας υπό αποικιοκρατικό καθεστώς χώρας και γενικά η σκηνοθετική προσέγγιση, δοσμένη με εκπληκτική  ελλειπτικότητα, όλα αυτά σε ακολουθούν, σχεδόν, θα έλεγα, σε στοιχειώνουν, από τη στιγμή που πέφτουν οι τίτλοι του τέλους.

Η Μαρτέλ ακολουθεί τον Δον Ντιέγκο Ζάμα (Ντανιέλ Χιμένεθ Γκάτσο), ένα περιπλανώμενο δικαστή, σε ένα απόμερο τμήμα της Αργεντινής του 18ου αιώνα, ο οποίος προσπαθεί, χωρίς ποτέ να τα καταφέρνει, να πείσει τον κυβερνήτη να ζητήσει από τον Ισπανό αυτοκράτορα να τον μεταθέσει σε κάποιο καλύτερο, πιο «λευκό», μακριά από τους επικίνδυνους ιθαγενείς, τόπο.

Ζώντας σε ένα χώρο όπου τίποτα δεν του ανήκει (ακόμη και τα έπιπλά του ανήκουν στον αυτοκράτορα), άλλοτε με τη μόνη ντόπια γυναίκα που τον φροντίζει και που έχει γεννήσει το γιο του (η μόνη  σχέση του με την Ισπανία είναι οι περιγραφές που ακούμε σε φωνή off από τον ίδιο σε υποτιθέμενα γράμματα που στέλνει στην Ισπανίδα γυναίκα του), σε σκηνές που διαδέχονται η μια την άλλη, έχοντας χρονικά περάσουν μήνες, συχνά και χρόνια, κι άλλοτε αιχμάλωτος του υποτιθέμενου εκτελεσμένου  επαναστάτη Βιγκούνα Πόρτο (ο κυβερνήτης, όπως πιστεύει, φοράει στο λαιμό τα κομμένα αυτιά του), ο Ζάμα περιφέρεται, σε σκηνές που φέρνουν στο νου τόσο τις ταινίες του Χέρτσοκ («Αγκίρε, η μάστιγα του θεού») όσο και του Μιγκέλ Γκόμες («Ταμπού»), με μια φαινομενική ηρεμία, σε αντίθεση με τη στάση των άλλων και σε αυτά που συμβαίνουν γύρω του, με μια λεπτή δόση ειρωνείας, που η Μαρτέλ δεν χάνει την ευκαιρία να τονίσει (ολόκληρη η ταινία, αξίζει να σημειώσω, διαχέεται από ένα, δηκτικό συχνά, χιούμορ).

Με την Μαρτέλ να πετυχαίνει, μέσα από τον εικαστικά λαμπρό αυτό χώρο, και τις συναρπαστικές εικόνες της, όπου το νερό, η γη, τα βουνά, τα δάση, αλλά και οι άνθρωποι (κονκισταδόρες, ιθαγενείς και βαμμένοι κόκκινα επαναστάτες), τα ζώα, τα εξωτικά πουλιά, ανακατεύονται σε ένα σύνολο ομορφιάς, έτοιμης να εκραγεί για να μας αποκαλύψει, αν αφήσουμε τον εαυτό μας ελεύθερο, τα κρυμμένα μυστικά της, για τη ζωή και τον βασανισμένο εδώ και αιώνες πλανήτη μας.

 

** 1/2 – Η πιο σκοτεινή ώρα

 

Darkest Hour. Βρετανία, 2017. Σκηνοθεσία: Γζο Ράιτ. Σενάριο: Άντονι ΜακΚάρτεν. Ηθοποιοί: Γκάρι Όλτμαν, Κριστίν Σκοτ Τόμας, Λίλι Τζέιμς, Στίβεν Ντιλέιν, Ρόναλντ Πίκαπ, Μπεν Μέντελσον. 125 λεπτά.

Τις τρεις δραματικές βδομάδες του Μαϊου του 1940, πριν την απόφαση του Ουίνστον Τσόρτσιλ να κηρύξει τον πόλεμο στη Γερμανία του Χίτλερ, σε αντίθεση με μέλη του υπουργικού συμβουλίου της κυβέρνησης του (του πρώην πρωθυπουργού Τσέμπερλεϊν και του Λόρδου Χάλιφαξ), που ήθελαν τον πρωθυπουργό να προχωρήσει σε σύναψη ειρήνης με τον Χίτλερ με μεσάζοντα τον Μουσολίνι, παρουσιάζει στην ταινία του «Η πιο σκοτεινή ώρα» ο Τζο Ράιτ, σκηνοθέτης της γνωστής επιτυχίας «Εξιλέωση».

Η ταινία αρχίζει στη βρετανική Βουλή με τον Πρωθυπουργό Τσέμπερλεϊν στην τελευταία τη ομιλία πριν από την παραίτηση του και τις κατηγορίες της αντιπολίτευσης για σχεδόν προδοσία με την υποτιθέμενη συμφωνία ειρήνης που είχε φέρει από το Μόναχο, με τον Χίτλερ, στο μεταξύ, να έχει εισβάλει και κατακτήσει την Πολωνία, τη Τσεχοσλοβακία και τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ η πολιορκημένη από παντού Γαλλία ήταν έτοιμη να κ καταρρεύσει.

Παρά την επιθυμία του ίδιου του Τσέμπερλεϊν και των περισσότερων συντηρητικών βουλευτών να δοθεί η πρωθυπουργία στον φιλόδοξο, και φίλο του βασιλιά Γεωργίου 6ου, Χάλιφαξ (ο οποίος περιέργως αρνείται να τη δεχτεί, τονίζοντας πως ακόμη δεν ήταν έτοιμος), η τελική επιλογή στρέφεται στον Τσόρτσιλ, που, με την προηγούμενη πολιτική του, είχε ήδη προκαλέσει την αντιπάθεια όχι μόνο των συναδέλφων του βουλευτών αλλά και του ίδιου του βασιλιά (εξαιτίας, όπως μαθαίνουμε της θετικής στάσης του Τσόρτσιλ απέναντι στο γάμο του βασιλιά Εδουάρδου με την κυρία Σίμπσον).

Απότομος, προκλητικός (η πρώτη του συνάντηση με τον βασιλιά είναι από τις πιο απολαυστικές της ταινίας), αποφασισμένος να βοηθήσει με κάθε μέσο τη Γαλλία στην αντίσταση της ενάντια στα χιτλερικά στρατεύματα αλλά και, στη συνέχεια, να βρει τρόπο σωτηρίας των 300.000 Βρετανών στρατιωτών, παγιδευμένων στις ακτές της Δουνκέρκης, με το ουίσκι του και το κλασικό πούρο συνεχώς στο στόμα, ένας άρρωστος Τσόρτσιλ αγωνίζεται, με κάθε μέσο, συχνά σχεδόν μόνος, για να επιβάλει την πολιτική του και να πείσει τους βουλευτές του αλλά και το βρετανικό έθνος για την ανάγκη αντίστασης ενάντια στον πιο απεχθή και απάνθρωπο φασισμό.

Στο πρώτο μέρος της ταινίας, ο Ράιτ και ο συν-σεναριογράφος του  παρακολουθούν τη εξέλιξη των γεγονότων με λεπτομέρεια, αποκαλύπτοντάς μας τα παρασκήνια της πολιτικής, στους διαδρόμους, και έξω από αυτούς, του Κοινοβουλίου, σκιαγραφώντας ταυτόχρονα, τον χαρακτήρα του Τσόρτσιλ με χιούμορ, αν και, σ’ ότι αφορά στους χαρακτήρες των Τσέμπερλεϊν και Χάλιφαξ, η σκιαγράφηση φτάνει, πρέπει να πω, στα όρια της σάτιρας, πράγμα που αποδυναμώνει την ταινία. Ο Ράιτ θέλησε να φτιάξει ένα είδος companion piece στη «Δουνκέρκη» του Κρίστοφερ Νόλαν (ιδιαίτερα, όπως κι εκεί, ο Τσόρτσιλ ζητά από τους στρατιωτικούς του να απευθυνθούν στο έθνος για τη δημιουργία στολίσκου μικρών σκαφών για τη μεταφορά των παγιδευμένων στις ακτές της Δουνκέρκης Βρετανών στρατιωτών, πράγμα που, από τη μια σώζει 5ο μεγαλύτερο τμήμα του στρατεύματος και από την άλλη, δίνει στη Βρετανία το χρόνο για την προετοιμασία μιας πιο οργανωμένης αντίστασης).

Εκεί όμως που ο Νόλαν σκηνοθέτησε την ταινία του με ξεχωριστή δεξιοτεχνία, με βάση ένα πολύ έξυπνα οργανωμένο σενάριο, ο Ράιτ προτίμησε, στο δεύτερο μέρος, να δημιουργήσει δραματουργικά απίθανες σκηνές (όπως η ξαφνική, μοναχική, αν και απίθανη, επίσκεψη του βασιλιά στο σπίτι του Τσόρτσιλ και μάλιστα να κάθεται στο κρεβάτι του, δίπλα σ’ αυτόν, ή εκείνη με τον Τσόρτσιλ να αποφασίζει τελικά να ταξιδέψει, για πρώτη φορά, με το μετρό, και να ρωτά τους απλούς, καθημερινούς επιβάτες (μαζί και ένα μαύρο που δείχνει να γνωρίζει το απόσπασμα από τον Οράτιο, που αναφέρει ο Τσόρτσιλ) τη γνώμη τους σχετικά με το αν πρέπει να δεχτεί την πρόταση του Χάλιφαξ και του υπουργικού συμβουλίου για έναρξη συνομιλιών ειρήνης με τον Χίτλερ (στη πραγματικότητα υποταγής σ’ αυτόν) ή να αντισταθούν στον επερχόμενο φασισμό – σκηνή φτιαγμένη σίγουρα για να συγκινήσει το θεατή και να τονώσει τον πατριωτισμό του.

Κι αν τελικά, όπως ξέρουμε, η Βρετανία αποφάσισε να κηρύξει τον πόλεμο, ο διάσημος λόγος του Τσόρτσιλ, σε αντίθεση με τον εξαίρετο τρόπο που επέλεξε να τον δώσει ο Νόλαν στη δική του ταινία, εδώ περιορίζεται σε μια ακαδημαϊκή, επιφανειακή παρουσίαση που δεν προσφέρει τίποτα το καινούριο στην όλη πλοκής. Και είναι μόνο χάρη στην παρουσία του Γκάρι Όλντμαν (που δίκαια πρόσφατα κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ανδρικής ερμηνείας), που, σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό, σώζεται η ταινία.

Αγνώριστος στη σωματική του εμφάνιση, χάρη στο εκπληκτικό, με κάθε λεπτομέρεια, μακιγιάζ, με την όλη  συμπεριφορά του, τη στάση του απέναντι στην εξουσία, τις ενδιάμεσες μεταπτώσεις του, το χιούμορ του, αλλά και το πάθος του για να επιβάλει τις απόψεις του, καταφέρνει να μας πείσει με τον πιο άμεσο, αποτελεσματικό τρόπο, επιβεβαιώνοντας για μια ακόμη φορά τη μεγάλη γκάμα του ταλέντου του – ερμηνεία, αξίζει να σημειώσω, που πολύ πιθανόν να του χαρίσει και το Όσκαρ ερμηνείας.