Just do it!

Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά

Ο 78άχρονος Αμερικανός επιχειρηματίας Φιλ Νάιτ κατάφερε, μέσα σε 54 χρόνια, να δημιουργήσει μια αυτοκρατορία στο χώρο του αθλητικού υποδήματος. Το λογότυπο Nike πήρε το όνομά του από την ελληνική θεά Νίκη και αφού πέρασε νικηφόρα από τις Συμπληγάδες του διεθνούς ανταγωνισμού, κέρδισε, εκτός από δισεκατομμύρια δολάρια, την πανάκριβη ανεκτίμητη φήμη του.

Δεν σας κρύβουμε ότι αρχίσαμε να διαβάζουμε με κάποιες επιφυλάξεις, την αυτοβιογραφία του μίστερ Νάιτ «Χτίζοντας μια αυτοκρατορία – Η αυτοβιογραφία του δημιουργού της Nike» (μτφρ.: Γιώργος Μπαρουξής, εκδόσεις Ψυχογιός, σελίδες 376, τιμή: 17,70 ευρώ). Η ελληνική συμπίπτει με την κυκλοφορία της αμερικανικής έκδοσης, αφού και οι δύο τυπώθηκαν μέσα στη χρονιά που διανύουμε.

Εν τούτοις, μας κέρδισε σε πολλές σελίδες η ανυπόκριτη ειλικρίνειά του, αφού ο Φίλιπ Νάιτ δεν παρουσιάζει τον εαυτό του και τους συνεργάτες του ως υπερανθρώπους, οι οποίοι ξεφνικά πέταξαν πάνω από την Πολιτεία τού Όρεγκον, με σκοπό να κατακτήσουν το θαυμαστό καινούργιο κόσμο με κόλπα που θα τοποθετούσαν ακόμη και τον Χάρι Πότερ στην κατηγορία του μαθητευόμενου μάγου. Δεν κρύβει ότι υπήρξε ένα αντιφατικό και δύσκολο άτομο, του οποίου η ψυχολογία από τα νεανικά του χρόνια θήτευσε στο σκληρό ανταγωνισμό.

Σήμερα, ο Φιλ Νάιτ, χτυπημένος από τη μοίρα, αφού ο μεγάλος του γιος, φαν του σπορ των υποβρύχιων καταδύσεων, πνίγηκε σε μία από αυτές, κάθεται λες και είναι ένας μοναχός του Ζεν στην πολιτεία της εταιρείας του -που εκτείνεται σε μία έκταση 1.400 στρεμμάτων-, στο Πόρτλαντ του Όρεγκον. Έτσι, όταν πλέον επιστρέφει στην πολυτελή οικία του με το μετείκασμα αυτό, μπορεί να στοχάζεται σχεδόν ιερατικά. Δεν γνωρίζουμε αν επιλέγει αυτόν τον τρόπο με την αυταρέσκεια της «κλειδωμένης» από ρίσκο ηλικίας του ή με το αναγνωρίσιμο πρόσημο της επιτυχίας του;

9786180117172 hdΕπειδή δεν μπορούμε να καταδυθούμε στην ψυχή του, μένουμε στις σκέψεις που επιλέγει για να κλείσει την αυτοβιογραφία του, οι οποίες περισσότερο θυμίζουν νοσταλγική πνευματική προσομοίωση του χαμένου πνεύματος ενός σαμουράι, προτού η Ιαπωνία μεταμορφωθεί σε βιομηχανικό νησί υψηλής τεχνογνωσίας, όταν ακόμη ο αυτοκράτορας κυβερνούσε το λαό του ως κυβερνήτης, πολεμιστής και ιερέας:

«Κοιτάζω το φεγγάρι, που λάμπει από το παράθυρό μου. Το ίδιο φεγγάρι που ενέπνευσε τους αρχαίους Ζεν δασκάλους να μην ανηστυχούν για τίποτα. Μέσα στη διαύγεια από το άχρονο φως αυτού του φεγγαριού αρχίζω να κάνω μια λίστα». Λίστα, κατάλογος, αποτίμηση, ανακεφαλαίωση μιας γεμάτης ζωής, που «φαγώθηκε» από το κυνηγητό της επιτυχίας και του κέρδους, χάνοντας το παιδί που φέρνουμε όλοι μέσα μας και κάπου το ξεχνάμε, όταν ο επαγγελματικός στίβος ξεπερνά το μεροδούλι μεροφάι και φαντάζει σαν πρόκληση για πρωτιά σε προβεβλημένο ολυμπιακό αγώνισμα.

Τι λέτε, θέλετε να ακούσετε ορισμένες συμβουλές από έναν επιχειρηματία που κάθεται σ’ ένα θρόνο πωλήσεων 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων; Η λέξη-κλειδί φέρει το όνομα αποστολή. Όσο θρησκευτικό χρωματισμό κι αν έχει, ο Φιλ -με το προσωνύμιο Μπακ- την υποστηρίζει:

«[…] Αν ακολουθείτε την αποστολή σας, θα είναι πιο εύκολο να αντέξετε την κούραση, οι απογοητεύσεις θα γίνονται καύσιμο, οι καλές στιγμές θα είναι κάτι υπέροχο που δεν το έχετε ξανανιώσει ποτέ σας.
Θα ήθελα να προειδοποιήσω τους καλύτερους, τους εικονοκλάστες, τους καινοτόμους, τους αντάρτες ότι θα έχουν έναν στόχο στην πλάτη τους. Όσο καλύτεροι γίνονται, τόσο μεγαλύτερος ο στόχος. Αυτό δεν είναι γνώμη ενός ανθρώπου, είναι νόμος της φύσης».


Αλήθεια, η Αμερική παραμένει το μεταπολεμικό οικονομικό θαύμα ή πρόκειται για ένα θαυμαστό μύθο που αναπαράγεται ταχύτερα κι από το αυτόνητο; Ο Μπακ είναι αρνητικός. Όχι και πάλι όχι, είναι η αντίδρασή του.

«Η ιδιωτική πρωτοβουλία», αποφαίνεται, «πάντα ενοχλεί εκείνους που ζουν για να μπλοκάρουν, να εμποδίζουν, να λένε όχι, λυπάμαι όχι. Και ήταν πάντα έτσι τα πράγματα. Οι επιχειρηματίες πάντα μειονεκτούσαν και αριθμητικά και σε οπλισμό. Πάντα πολεμούσαν από μειονεκτική θέση, και το μειονέκτημα ποτέ δεν ήταν μεγαλύτερο απ’ όσο είναι σήμερα. Η Αμερική γίνεται λιγότερο επιχειρηματική, όχι περισσότερο. Μια μελέτη της Σχολής Επιχειρήσεων του Χάρβαρντ κατέταξε πρόσφατα όλες τις χώρες του κόσμου από πλευράς επιχειρηματικού πνεύματος. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν μετά το Περού».

Πώς όμως ξεκίνησε ο Φιλ «Μπακ» Νάιτ, μέχρι να γίνει αυτό το «απλησίαστο» και «απόμακρο» επιχειρηματικό είδωλο για τα δεδομένα των περισσότερων εργαζομένων; Ως νεαρός και φοιτητής προπονούνταν ως δρομέας μεσαίων αποστάσεων στο γήπεδο στίβου Χέιγουορντ του Πανεπιστημίου Όρεγκον, χωρίς ποτέ να ξεπεράσει το όριο της χρυσής μετριότητας. Σ’ αυτό το αθλητικό κέντρο γνώρισε τον προπονητή του Μπιλ Μπάουερμαν και αργότερα πρώτο συνεταίρο του στην υπό δημιουργία εταιρεία τους.
Ο Μπιλ δεν ήταν απλά και μόνον ένας προπονηταράς, αλλά διέθετε και ικανότητες εφευρέτη, γιατί θεωρούσε ότι ο αθλητισμός δεν άρχιζε και τελείωνε με τη μυϊκή μάζα. Είχε δημιουργήσει τα δικά του «παπούτσια Φρανκενστάιν», με δέρμα κατσίκας. Το δέρμα τους στο πάνω μέρος τους δεν είχε σχεδόν κανένα σχήμα και ύστερα κόλλαγε τη σόλα με τις τάπες από κάποιο άλλο παπούτσι, και έτσι είχαμε το μπαουερμανικό δημιούργημα. «Ήταν πολύ άσχημα, αλλά ήταν ελαφριά, κι εγώ ήμουν ένα από τα πειραματόζωά του. Έτσι, ήταν σαν να φυτεύτηκε ένας σπόρος», θυμάται ο Φιλ Νάιτ. Την ίδια εποχή, εκπονούσε μεταπτυχιακή εργασία στη Διοίκηση Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ, στην οποία περιέγραφε τη στρατηγική κατασκευής υποδημάτων στίβου στην Ιαπωνία.

Αφού αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο, σε ηλικία 24 ετών, ταξίδεψε σ’ όλο τον κόσμο -ήρθε και στην Αθήνα- και μ’ ένα πενηνταδόλαρο, δανεικό από τον πατέρα του, κατάφερε να πάρει την αντιπροσωπεία της Tiger και άρχισε να πουλάει τα προϊόντα της από πόρτα σε πόρτα. Η αρχική του επένδυση ήταν χίλια δολάρια, που την είχε μοιραστεί διά δύο με τον πρώην προπονητή του και πια συνεταίρο του Μπιλ Μπάουερμαν.

Το 1971, από πωλητής της ιαπωνικής αθλητικής υποδηματοποιίας, είχε μεταμορφώσει τη μικρή εταιρεία του -που ακόμη δεν ονομαζόταν Nike- σε μία ανερχόμενη επιχείρηση αθλητικών προϊόντων, με πωλήσεις 1,3 εκατομμυρίου δολαρίων. Είχε πάντα στο πλευρό του τον «τρελό» επιστήμονα Μπιλ Μπάουερμαν, που εκείνη τη χρονιά πειραματιζόταν με τη βαφλιέρα της σύζυγου του. Έβαλε ουρεθάνη στη βαφλιέρα και σκέφτηκε: «Ίσως αυτό είναι ένα διαφορετικό σχήμα που πρέπει να προσφέρει καλύτερο κράτημα και να γίνει πιο αντικραδασμικό». Την ίδια χρονιά, μια φοιτήτρια σχεδιάζει το «φτερωτό» λογότυπο έναντι της πενιχρής αμοιβής των 35 δολαρίων, το οποίο αν και δεν άρεσε στον Νάιτ, το αποδέχθηκε, γιατί έπρεπε ν’ αρχίσει η μαζική παραγωγή προϊόντων και επειγόντως έπρεπε να δηλώσει το εταιρικό λογότυπο.

Ο Αμερικανός επιχειρηματίας αποστρεφόταν τα πρώτα χρόνια, όσο τίποτε άλλο, τη διαφήμιση. Σύντομα συνειδητοποίησε το αυτονόητο: ότι τα προϊόντα του έπρεπε να τα φορούν προβεβλημένοι αθλητές. Μία από τις κορυφαίες στιγμές της διαφημιστικής καμπάνιας της εταιρείας του ήταν η συνεργασία με τον καλαθοσφαιριστή Μάικλ Τζόρνταν, όταν αυτός ήταν ακόμη φυντάνι και δεν είχε γίνει ο λαμπερός σταρ των αμερικανικών παρκέ. Τότε η Nike είχε πληρώσει στο ανερχόμενο ταλέντο 250.000 δολάρια, ενώ δεν είχε παίξει ούτε δευτερόλεπτο σε αγώνα του NBA.

 

michael jordan ad

Ο Φιλ Νάιτ σε βαθιά γεράματα μένει αφοσιωμένος στη σύζυγό του Πένι, στο στήριγμά του στα εύκολα και προπαντός στα δύσκολα. Η περιουσία τους εκτιμάται ότι ανέρχεται στα 25 δισεκατομμύρια δολάρια, αλλά δεν έχει ξεχάσει ποτέ πού γεννήθηκε, ποια είναι η ρίζα του… Παραμένει ώς τα σήμερα ένας φανατικός Ορεγκιανός, με δωρεές στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ (μισό δισεκατομμύριο δολάρια) και στο πανεπιστήμιο Υγείας και Επιστήμης στο Όρεγκον για τον καρκίνο (500 εκατομμύρια δολάρια).
Το μέγα πάθος για τον τόπο του ολοκληρώνεται με την «υιοθεσία» της Νομικής Σχολής του Όρεγκον και ενός ολοκαινούργιου γηπέδου μπάσκετ που φέρουν το όνομα του πατέρα του και του γιου του αντίστοιχα.

Την αυτοβιογραφία του Φιλ Νάιτ δεν τη διαβάσαμε ως ευαγγέλιο προς νέους και φιλόδοξους επιχειρηματίες. Ούτε ως μέτρο σύγκρισης για τη δικιά μας, των κοινών θνητών, δύσκολη καθημερινότητα. Δεν τον ζηλέψαμε, προσπαθήσαμε να τον κατανοήσουμε. Στις αλήθειες του, θα ενυπάρχουν και κάποια ψέματα. Τα τελευταία δεν τα διαγνώσαμε, γιατί αναγνωρίσαμε ότι η αυτοκρατορία του δεν στήθηκε σε μία μέρα. Ο Φιλ Νάιτ προέρχεται από τη μεσαία αμερικανική τάξη, είναι μορφωμένος και πιστεύει στις αξίες του παρελθόντος.

Σε καμία σελίδα του βιβλίου δεν διαγνώσαμε ότι θέλει να το παίξει εκ των υστέρων παντογνώστης, αποφεύγει τον ειρωνικό τόνο, συμμορφώνεται στις υποδείξεις των συνεργατών του, τιμωρεί αυτούς που τον πρόδωσαν αλλά ξανασκέφεται μήπως τους αδίκησε, δεν αρνείται ότι έκανε λάθη, δεν κρύβει ότι απέλυσε εργαζομένους. Μια απολαυστική αυτοβιογραφία για τη δύσκολη επιχειρηματικότητα και την ακόμη δυσκολότερη ζωή. Τέχνη θέλουν και τα δυο και αυτή η τέχνη δεν σου χαρίζεται, αυτοεκπαιδεύεσαι για να την αποκτήσεις, αρκεί να μην κλείνεις τα μάτια και τ’ αυτιά ακόμη και στην πιο «τρελή» ιδέα.