Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Η ξανθή πενήντα και ενός έτους γυναίκα που έχουμε μπροστά μας έχει την ευγένεια των ανθρώπων που έχουν περάσει διά πυρός και σιδήρου. Συνειδητοποιείς ότι έχει θεραπεύσει τις πληγές και τα τραύματα της με την ανατομία της γραφής, όμως το σημάδια έχουν χαραχτεί επάνω της.

Το βλέμμα της έχει κάτι από τη συστολή των λουλουδιών, όταν κλείνουν τα πέταλά τους το απόγευμα, αποχαιρετώντας τον ήλιο που πάει να σβήσει σ’ ένα γερμανικό δάσος. Η έννοια του Wald, του δάσους έχει ρίξει την σκιά του βαριά στην λογοτεχνία της, η οποία εκτονώνεται σ’  ένα επαναλαμβανόμενο ρυθμό που γίνεται το όχημα, ώστε να επανέλθουν καταστάσεις ζοφερές του παρελθόντος και αντικείμενα βγαλμένα από το μουσείο της ευρωπαϊκής Ιστορίας που συνδέονται μ’ αυτές.

Η Τζέννυ ‘Ερπενμπεκ, μία από τις χαρακτηριστικότερες λογοτεχνικές γραφές του γερμανόφωνου χώρου, συμπορεύεται με την Χέρτα Μύλερ και την Ελφρίντε Γέλινεκ, παράλληλοι βίοι, παράλληλη θεματογραφία.

Ο ξεριζωμένος άνθρωπος τoυ εικοστού αιώνα μέσα από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα γκουλάγκ, ο ανέστιος, ο πρόσφυγας, ο πλάνητας, αλλά και ο προδομένος και τις περισσότερες φορές κατηγορούμενος από κατ’ όνομα κομμουνιστικά καθεστώτα. Και αν θέλουμε αναζητήσουμε τους προγόνους της, δεν θα δυσκολευτούμε να τους ανακαλύψουμε στο «Τράνζιτο» της ‘Αννα Ζέγκερς ή στους «Ξεριζωμένους» και στο «’Αουστερλιτς» του Β. Γ. Ζέμπαλντ-μ’ ένα δικό του μότο ανοίγει «Η συντέλεια του κόσμου» (εκδόσεις Καστανιώτη): «Μόλις το προηγούμενο καλοκαίρι   φεύγαμε από εδώ για το Μαρίενμπαντ. Και τώρα, πού πάμε τώρα;».

Το σώμα της Τζέννυς ‘Ερπενμπεκ μπροστά στην βιτρίνα κεντρικού αθηναϊκού βιβλιοπωλείου τραβάει τις τελευταίες ακτίνες του αθηναϊκού απογεύματος, έχοντας δίπλα της, την συγγραφέα Αμάντα Μιχαλοπούλου, τον μεταφραστή της Αλέξανδρο Κυπριώτη, τον Γρηγόρη Μπέκο, υπεύθυνο  της ξένης σειράς των εκδόσεων Καστανιώτη. Τα λένε μεταξύ τους, ενώ ο τελευταίος με τον δείκτη του δεξιού χεριού του, της δείχνει τα βιβλία που έχουν τοποθετηθεί σε περίοπτη θέση.

Εξάλλου, έτσι είθισται να τιμάς μία συγγραφέα, να της δείχνεις ότι κάποιοι την περιμένουν, ότι δεν βρίσκεται σ’ έναν άνυδρο βιβλιοαναγνωστικό τόπο. Θέλεις να της δείξεις ότι το ελληνικό κοινό ψάχνεται, ότι αναζητά τα βιβλία που το καθιστά σκεπτόμενο. Το οποίο στηρίζει τις καλές προσπάθειες και αψευδής μάρτυς η ουρά που σχηματίστηκε, μετά το πέρας της παρουσίασης του έργου της Τζέννυς ‘Ερπενμπεκ, για κάποια αφιέρωση, για κάποιο αυτόγραφο.

Η προσωπικότητά της δεν εκπέμπει την αύρα ότι είναι ένας δικός μας άνθρωπος, εκπέμπει  όμως την αύρα ενός βασανισμένου ανθρώπου. Κι αυτό το καταλαβαίνεις από το μισό χαμόγελο και από το βλέμμα της, το οποίο συνήθως  κοιτάει προς τα κάτω, αποφεύγοντας να δει στα μάτια τον συνομιλητή της. Διαβάζει αποσπάσματα από τα βιβλία της («Η συντέλεια του κόσμου» και οι «Περαστικοί» [Gehen,ging,gegangen]) και απαντάει στις διαβασμένες ερωτήσεις της Αμάντας Μιχαλοπούλου, με χαμηλή φωνή που σχεδόν χάνεται σαν να ζητάει μία παύση για να σκεφτεί τις λέξεις ή να βυθιστεί στα κείμενά της.

                           «’Οταν γράφεις για τον θάνατο, γράφεις για τη ζωή που χάνεται»

Ο θάνατος είναι πανταχού παρών στα βιβλία της όχι μόνον ως βίωμα αλλά και ως λογοτεχνικός καθρέφτης πάνω στον οποίο η ζωή καθρεφτίζεται και αποκτά άλλο νόημα ακόμα και η κάθε λέξη, «ξεριζωμένη» από τη συμβατική της χρήση: «’Οταν γράφεις για τον θάνατο», έχει πάρει μπροστά η χαμηλόφωνη χωρίς χρωματισμούς φωνή της, «γράφεις για τη ζωή που χάνεται. Συλλογίζεσαι, καθώς βρίσκεσαι στην διαδικασία της συγγραφής ότι ο θάνατος αλλάζει και διαμορφώνει τους ανθρώπους. Με κάποιο τρόπο, όταν τον έχουμε οδηγό μας, είναι σαν να αποτιμάμε εκ νέου την βιογραφία ενός ανθρώπου που δεν βρίσκεται πιά ανάμεσά μας».

Δια της απουσίας του άλλου εργάζεται στο δικό της πεδίο, όπως για παράδειγμα στην «Συντέλεια του κόσμου», στο μυθιστόρημα στο οποίο ανάμεσα στις γραμμές βιογραφείται η γιαγιά της, η  βραβευμένη Ανατολικογερμανή συγγραφέας Χέντα Τσίνερ. Στα πέντε Βιβλία και στα τέσσερα Ιντερμέδια που είναι χωρισμένο, καταφέρνει μέσα από μία γλώσσα αυτοναφορική και κάποιες φορές ακατάληπτη, να προσεγγίσει το ανείπωτο, το ανέκφραστο, το σιωπηλό και να του δίνει ωστόσο την φωνή της εγγύτητας, της φιλότητας, της προσέγγισης.

Πέντε θάνατοι και τέσσερις αναστάσεις μίας διανοούμενης γυναίκας σε μία Ευρώπη που η βιογραφία της εκτείνεται χρονικά από την Γαλικία της Αυστροοουγγρικής Μοναρχίας, εν συνεχεία στην Βιέννη της ανόδου και της κατίσχυσης του ναζισμού, ακολουθεί ο εκπατρισμός στη Σοβιετική ‘Ενωση υπό την σκιά του σταλινικού καθεστώτος, και επαναπατρισμός όταν εγκαθιδρύεται ο σοσιαλισμός στην Ανατολική Γερμανία, αν και ποτέ δεν εμπεδώνεται με όρους δημοκρατίας. ‘Ετσι η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας που γεννιέται μετά τον πόλεμο, αποτελεί κατά κύριο λόγο ένα μόρφωμα καταπίεσης και αυταρχισμού, από τα πιό σκληρά καθεστώτα, μέσα στα οποία κατακρεουργήθηκαν οι ιδεολόγοι κομμουνιστές.

Ο τελευταίος σταθμός αυτής της γυναίκας ανώνυμης καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής-και μ’ ένα Χ ως σύντροφος ανάμεσα σε σοβιετικούς και ανατολικογερμανούς οιονεί συντρόφους-την εκβάλλει σ’ ένα γηροκομείο με χαμένα τα μυαλά και επιτέλους μ’ ένα επώνυμο Χόφμαν.

Εδώ ξαναδίνουμε τον λόγο στον Τζέννυ ‘Ερπενμπεκ, που όταν έπεσε το Τείχος του Βερολίνου ήταν  είκοσι δύο ετών. Είχε ζήσει την παιδική και την νεανική της ηλικία  μέχρι τον Νοέμβριο του 1989 με τους όρους και μέσα στα όρια, έστω κι ενός ψευδεπίγραφου κομμουνισμού:

«Μετά την πτώση του Τείχους, άρχισαν να λειτουργούν νέες διεργασίες. Και δεν σας κρύβω ότι αυτό το γεγονός στάθηκε η αφετηρία για ν’ αρχίσω να γράφω. Προσπάθησα να καταλάβω μέσα από τη συγγραφή, τι συμβαίνει όταν οι δομές ενός καθεστώτος καταρρέουν, πώς γίνεται η μετάβαση στην νέα εποχή, αλλά και ποιές ακριβώς αλλαγές έχουν συντελεστεί μετά τα καινούρια δεδομένα. Η πτώση του Τείχους προσομοιάζει μ’ έναν θάνατο εν ζωή, γιατί ξαφνικά η παιδική και νεανική μου ηλικία μετετράπησαν σε μουσειακό έκθεμα. Τι να σας πω, μ’ ένα σκούντημα από την μία στιγμή στην άλλη μεγάλωσα, ωρίμασα».

                               ‘Ενα marcia funebre  για μία πρώην Ανατολικογερμανή

Η πτώση του Τείχους,  αν δεν είσαι πρώην Ανατολικογερμανός/ή  δεν συνειδητοποιείς πόσο κόστισε η προβεβλημένη ενοποίηση της Γερμανίας στους «νέους» πολίτες. Η επανένωση επανέφερε τον «’Υμνο στην χαρά» από την «Ενάτη Συμφωνία» του Μπετόβεν, αλλά μετά την ολοκλήρωση της, ακούστηκε εξαντλητικά μέχρι τελικής κατάθλιψης το «Marcia Funebre» από την «Τρίτη Συμφωνία» του ίδιου συνθέτη. «Δεν υπάρχει μία εναλλακτική ιδέα, με αποτέλεσμα να βιώνουμε μία αποτυχία, καθώς δεν έχουμε μία εναλλακτική μορφή αντίστασης στον καπιταλισμό. Η Ιστορία δεν έχει μία σαφή και μονοδιάστατη κατεύθυνση κι έτσι δεν μπορούμε να μιλήσουμε για μία οριζόντια πρόοδο. Αυτή την στιγμή δεν έχουμε μία εναλλακτική λύση στην οικονομία της αγοράς που πάει από το κακό στα χειρότερο».

Στην λογοτεχνία της το παρελθόν ανασταίνεται μέσα από τα αντικείμενα, τα οποία εμφανίζονται, αποσύρονται και επανεμφανίζονται στις σελίδες του βιβλίου. ‘Ενα κουμπί για παράδειγμα σημαίνει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους και σε διαφορετικά συμφραζόμενα της αφήγησης: «Ναι, είναι αλήθεια, υπάρχουν αντικείμενα που εμφανίζονται και επανεμφανίζονται. Πράγματι τα υλικά αντικείμενα έχουν την δική τους ζωή, και πολλές φορές οι σημασίες τους αλλάζουν, αν πέσουν πάνω τους οι αναμνήσεις. ‘Οταν απουσιάζουν οι άνθρωποι, όταν οι άνθρωποι είναι απόντες, όταν οι άνθρωποι έχουν πεθάνει, τα αντικείμενα είναι εκεί για να διηγούνται την ιστορία τους. Είναι σαν να μπαίνεις σ’ ένα μουσείο, που καθώς κοιτάς το κάθε αντικείμενο ξεχωριστά, συνειδητοποιείς ότι έχει το καθένα απ’ αυτά έχει να σου αφηγηθεί την ιστορία του».

‘Ενα από τα ερωτήματα που θέτει στην «Συντέλεια του κόσμου» είναι «πώς ορίζεται το δικό μας μέσα σε μία οικογένεια. Πως ενώ κάτι σου ανήκει, σου είναι οικείο, από την μία στιγμή στην άλλη, φαντάζει σαν να είναι ξένο. Θα επανέλω πάλι στον θάνατο, γιατί μέσα από αυτό το γεγονός ανακαλύπτεις τα μυστικά που υπάρχουν: είτε μέσα από την αφήγησή του μελλοθάνατου ή μέσα από τα πράγματα που αφήνει πίσω του. Ο θάνατος είναι μία διεργασία για να γνωρίσουμε τη ζωή».

‘Ενα άλλο κεντρικό θέμα της είναι η απόρριψη, η απώθηση του άλλου, ως ξένου, ως άρρωστου, ως άνεργου, ως πρόσφυγα: «Σ’ ένα σημείο του βιβλίου («Η συντέλεια του κόσμου») ο πατέρας της οικογένειας ταξιδεύει στην Αμερική και περνάει από έλεγχο  για να βρει δουλειά στον θαυμαστό καινούριο κόσμο. ‘Οταν κατέβαζαν το τζάμι στα κέντρα υποδοχής μεταναστών για να μην δεχθούν ερωτήσεις και να μην δώσουν απαντήσεις, στερούσαν σ’ αυτό το άνθρωπο το δικαίωμα στην επιβίωση. Μήπως έτσι δεν είναι και σήμερα τα πράγματα μτις προσφυγικές ροές; Το χάσμα μεταξύ εχόντων και μη εχόντων έχει μεγαλώσει και αυτό είναι απόδειξη ότι η επιβίωση είναι πλέον προνόμιο».

                        «Δεν στέκομαι στην επιφάνεια των λέξεων»

Η θητεία της στην όπερα ως συγγραφέα και ως σκηνοθέτη την έχει μάθει, πως να ενορχηστρώνει ένα μυθιστόρημα. Οι λεπτομέρειες, οι οποίες ανάγονται στον όλον της μίας και ενιαίας ύπαρξης, εξομολογείται, «μού έρχονται αυθόρμητα, δεν τις σκέφτομαι. ‘Οπως και οι διάλογοι, οι οποίοι μεταφέρονται όπως τους άκουσα από την μητέρα μου, γι αυτό μπορώ να πω ότι στις σελίδες όπου τις συναντάμε, είναι καθαρά αυτοβιογραφικές». Η γλώσσα της δεν είναι οριζόντια και επίπεδη.

Καθετοποιεί την αφήγηση, βάζει σε λειτουργία ένα τρυπάνι, μέσα στις λέξεις, εξορύσσει από τις λέξεις το νόημα τους και τον ήχο του νοήματός τους: «Δεν θέλω η γλώσσα μου να υποτάσσεται στην πλοκή. Αυτό που θέλω είναι να ανακαλύψουμε τις βρίσκεται πίσω από αυτήν. Να κατέλθουμε στο στρώμα των λέξεων και να εντοπίσουμε τι κρύβεται μέσα σ’ αυτές. Τι συμβαίνει στο μυαλό αυτού που μιλάει, δεν μ’ ενδιαφέρει να σταθώ στην επιφάνεια των λέξεων».

Τελευταίος σταθμός της συνάντησής μας με την Τζέννυ ‘Ερπενμπεκ ήταν το τελευταίο βιβλίο της «Περαστικοί» (θα κυκλοφορήσει κι αυτό στα ελληνικά), που εκδόθηκε το 2015 και συνέπεσε με τα κύματα προσφύγων με την Συρία, αν και η ιστορία του αναφέρεται στους Αφρικανούς πρόσφυγες της πλατείας Οράνιεν του Βερολίνου.

«Οι πρόσφυγες πάντα, αλλά και σήμερα ήταν στην λάθος πλευρά. Προσπάθησα να αναλογισθώ τι σημαίνει να σε απορρίπτουν και πως οι άνθρωποι χάνονται και τι πράγματα χάνουν σ’ αυτή την μετάβαση. Τι χαρακτηριστικά έχει η προσφυγική ζωή και πως είναι να ζεις ως πρόσφυγας». Σ’ ένα άρθρο της είχε πρωίμως ταυτιστεί με τους σημερινούς πρόσφυγες, αυτή η ξεριζωμένη: «[…]’Ενα μεγάλο οστεοφυλάκιο, έτσι μοιάζει ένα λεξικό της ΓΛΔ [Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας], κεφάλια με κεφάλια, μηριαία οστά με μηριαία οστά, η τάξη αποκαθίσταται, αλλά κάτι λείπει […]».