Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά

Κοντά στα ογδόντα χρόνια της η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ συνεχίζει να προσφέρει πρωτογενές έργο στους αναγνώστες της ποίησης, οι οποίοι – αν και δεν έχουν δημιουργήσει πολυπληθές ακροατήριο- είναι αυτοί που θέτουν τα όρια του κανόνα στην λογοτεχνία που γράφεται σήμερα.

Mετά τα άπαντα της, στα οποία είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε το πως εξελίχθηκε η ποιήτρια μέσα σε μισό αιώνα, κυκλοφόρησε το οιονεί θεατρικό «Της μοναξιάς διπρόσωποι διάλογοι» (εκδόσεις Καστανιώτη).

Σε έξι πράξεις και τρία ιντερμέδια εξελίσσεται αυτός ο αγώνας ο καλός, καλός γιατί προσπαθεί να κατανοήσει με ερωτήσεις και απαντήσεις, με τις οποίες παίζει και ξαναπαίζει το έργο της ζωής της μέσα από την ποιητική δημιουργία. Οι ερωτήσεις δεν είναι ευθείες και στρογγυλεμένες, το ίδιο και οι απαντήσεις. Εκκινούνται από τον πλάγιο, τον λοξό, τον εν απορία, τον πεπερασμένο, τον ρωγμώδη, τον ασυνεχή λόγο. Όμως το αποτέλεσμα δεν χάσκει ως ένας λόγος κρυπτικός, εσωστρεφής, απόκρυφος. Δεν συναντάμε καμμία μεταφυσική, καμμία εσχατολογία, πουθενά δεν στοχεύεται η λύτρωση, δεν έχουμε προσδοκία καμμίας ανάστασης.

Όλα είναι άμεσα, προφορικά, εύληπτα, κι όμως μέσα στη σαφήνεια των προθέσεων τους, εντέλει διαφεύγουν, επιστρέφοντας στην ποίηση και στην ποιητικότητα του σύμπαντος κόσμου και των εμπράγματων σχέσεων. Όπως σ’ αυτό το απόσπασμα:

«Ήταν μια μέρα παράξενη. Μια μοναξιά με είχε τυλίξει σαν σύννεφο βαρύ. Στράφηκα στην ποίηση, όπως πάντα όταν δυσκολεύομαι στη ζωή. Αλλά εκείνη απουσίαζε. Αυτό το καταλαβαίνω, σκέφτηκα, αφού η νιότη είναι η κύρια πηγή της ποίησης κι ακολουθεί η έμπνευση που γεννιέται από το σμίξιμο πόνου  και νιότης. Και τότε μου ήρθε η ιδέα ν’ αποκτήσω έναν καινούργιο συνομιλητή: τον εαυτό μου».

Τι συνέβη λοιπόν; Ξέμεινε η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ από νεότητα κι αναζητάει να την ξαναβρεί στο παμπάλαιο συμβόλαιο μεταξύ του εν συνειδήσει εγώ και του εν ασυνειδήτω εαυτό; Και την ανακαλεί ως φάντασμα της νοσταλγίας ή ως νοσταλγικό φάντασμα; Καθόλου. Αποκλειστικά χτυπιέται με την ηλικία της που σημαίνει ότι προτάσσει το σώμα της–έστω και βαρύ από την ηλικία της-και πως αυτό αντιστέκεται έναντι των θεωριών, των ιδεών και των εννοιών.

Πρέπει να έχουμε πολλή υπομονή, ώστε να πάρουμε την απάντηση-που είναι και δεν είναι απάντηση, πάντως καθόλου οριστική και αμετάκλητη. Δεν ανιχνεύουμε συμπέρασμα, γιαυτό το βιβλίο «Της μοναξιάς διπρόσωποι διάλογοι» παραμένει μέσα στις σελίδες του και έξω από αυτές, ένα κείμενο ανοιχτό εντός και εκτός του τυπωμένου χαρτιού.

Η ακροτελεύτια πράξη «Εγώ και το ποίημα» δεν αποτελεί πράξη ανακουφιστική, το νόημα είναι διφορούμενο, ο αναγνώστης καλείται να το ερμηνεύσει ψυχοσωματικά, ενώ το μέρος της καρδιάς πρέπει να ακούγεται χωρίς αυξομειώσεις των χτύπων της. Σχεδόν σβησμένη, με την αναπνοή κομμένη, γιατί το ποίημα-φάντασμα-επισκέπτης είναι ακόμη στο σπέρμα που περιμένει την μήτρα, λίγο πριν την σύλληψή του.

Στον διάλογο με το ποίημα, αφού λέγονται πολλά που έχουν σχέση με το τι σημαίνει συλλαμβάνω την ποιητική ιδέα και την αποτυπώνω, δηλαδή ποιές είναι οι συνθήκες εκείνες μέσα στις οποίες γεννάται, τελικά συναντάμε την αρνητική αντίδραση της ποιήτριας. Αρνείται να βρει νόημα σ’ αυτόν τον τοκετό, όμως γνωρίζουμε ότι η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ ζει κατά συνθήκην τον εσωτερικό διχασμό, γιατί θέλει να σφυροκοπεί το ποίημα και να σφυροκοπείται από αυτό. Επιλέγει την ίδια την ζωή όταν γίνεται πράξη, πράξις ποιητική, ακόμη κι αν το ποίημα έχει γραφτεί με σκοπό να «κρυφτεί» στα πιo συρταρωμένα συρτάρια. Αρκούν οι στιγμές που το χέρι έγραψε  και γράφτηκε από τον λόγο:

«Γιατί τα συρτάρια είναι καλύτερα από την ανυπαρξία. Να ζεις. Αρκείς να ζεις!». Την φράση δεν την αντιλαμβανόμαστε ως ευχή, αλλά ως ανθρώπινο νόμο.