Tου Γιώργου Πιτροπάκη

Σήμερα ο Μισέλ Βοζούρ, ο «πεταλούδας» του 20ου αιώνα, όπως τον αποκαλούν οι συμπατριώτες του, παρότι ο ίδιος προτιμά το «μοναχικός λύκος», συμπληρώνει τα 65 του χρόνια. Αμέτρητες κλοπές, εκατοντάδες ένοπλες ληστείες, ένοπλες συγκρούσεις με την αστυνομία με πολλούς βαριά τραυματίες, και έξι αποδράσεις από τις φυλακές, είναι μερικά μόνο περιστατικά από τον πραγματικά πολυτάραχο βίο του.

Έμεινε στη φυλακή 27 συνολικά χρόνια και απελευθερώθηκε, με περιοριστικούς όρους το 2003, λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας. Από τότε διάγει το βίο του εν ειρήνη μαζί με την αγαπημένη του Τσαμίλα και είναι ένας επιτυχημένος συγγραφέας και σεναριογράφος.

 

Είχα την χαρά να τον συναντήσω, μαζί με τον φωτογράφο Αλέξανδρο Τσιπουρίδη, στα μέσα του Ιούλη του 2006 στο Παρίσι. Οι προσπάθειες μας να συναντήσουμε τον μάστορα τον αποδράσεων ξεκίνησαν αμέσως μετά την θεαματική απόδραση των Βασίλη Παλαιοκώστα και Αλκέτ Ριζάι από τις φυλακές κορυδαλλού.

Παρόλα αυτά έπρεπε να περάσει σχεδόν ένας μήνας καθημερινής τηλεφωνικής επικοινωνίας μαζί του για στεφτούν οι προσπάθειες μας με επιτυχία. Η συνέντευξη μου είχε δημοσιευθεί στο περιοδικό ΕΨΙΛΟΝ της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας στις 20 Αυγούστου του 2006. Ήταν ένα μεγάλο αφιέρωμα πολλών σελίδων παρόλα αυτά για λόγους χώρου και μόνο δεν είχε μπει ολόκληρη η συνέντευξη του. Το κάνουμε σήμερα με την ευκαιρία των 65 γενεθλίων του.

«Μόλις φτάσετε στο σταθμό του τρένου στο Φοντενεμπλό να με πάρετε τηλέφωνο και θα σας πω που θα συναντηθούμε». Ο «μοναχικός λύκος» όμως εξακολουθούσε να είναι επιφυλακτικός. Και με το δίκιο του. Μπορεί να έχει κλέψει τις καρδιές ολόκληρου του Γαλλικού έθνους, ωστόσο, απ όσο μας έδωσε να καταλάβουμε με κάποιους εξακολουθεί να έχει βερεσέδια. Επίσης οι περιοριστικοί όροι εξακολουθούν να κρέμονται σαν Δαμόκλειος σπάθη πάνω από το κεφάλι του.

 

«Σας περιμένω στο καφέ Αναχώρηση», ήταν οι τελευταίες του οδηγίες αλλά στο καφενείο δεν ήταν κανείς. Μόνον όταν άρχισαν να μας ζώνουν τα φίδια εμφανίστηκε, από την γωνιά του δρόμου, σέρνοντας ελαφρά το αριστερό του πόδι και με το αριστερό του χέρι σχεδόν να κρέμεται. «Κουσούρι» που του άφησε η σφαίρα που έφαγε στο κεφάλι – και δεν αφαιρέθηκε ποτέ – στη διάρκεια της τελευταίας του ληστείας. Γύρω στο 1,70 το μπόι του, αδύνατος και γυμνασμένος. Όταν δώσαμε τα χέρια μου το έσφιξε το δικό μου σαν τανάλια.

 

eksofyllo

Χαμογέλασε πλατιά και ζήτησε συγνώμη για το «καψόνι» που μας έκανε. Είχε κρυφτεί και μας παρακολουθούσε από τη στιγμή που φτάσαμε στο σταθμό του τρένου στο Φοντενεμπλό. «Μου φάνηκε πολύ περίεργο ότι ήθελε να μου μιλήσει ένας Έλληνας δημοσιογράφος. Ήθελα να σας «κόψω» πρώτα. Είσαι ο δεύτερος Έλληνας που γνωρίζω. Ο πρώτος ήταν ένας συνεργάτης που σκοτώθηκε εδώ και χρόνια (σ.σ για τους πολύ περίεργους το επώνυμο του Έλληνα συνεργάτη του Μισέλ Bοζούρ είναι ίδιο με πρώην Πρωθυπουργού μας).

 

– Ο τρίτος Έλληνας, τον διορθώνω. Ξέχασες τον Αλέξανδρο(σ.σ. τον φωτογράφο).

«Συγνώμη Αλέξανδρε, αλλά από την ομιλία σου συμπέρανα ότι είσαι Γάλλος»

Παραγγείλαμε μπύρες και πήγα να βγάλω το κασετόφωνο. «Όχι εδώ, να πιούμε τις μπυρίτσες μας και θα πάμε κάπου πιο ήσυχα. Τι λέτε για το πάρκο;» ρώτησε αλλά δεν σήκωνε αντίρρηση και εξακολουθούσε να είναι επιφυλακτικός.

Όμως όταν ηρέμησε – πολύ αργότερα, αφού πρώτα μας έκανε διάφορους κύκλους στους δρόμους της πόλης αλλάζοντας συνέχεια λεωφορεία – έγινε φιλικός και δεν έχανε ευκαιρία για να κάνει πλάκα ενίοτε πολύ δηκτική για το επάγγελμα του δημοσιογράφου. Σήκωνε όμως κι αυτός πλάκα αφού δεν του χαριστήκαμε καθόλου. Όταν μίλησε για τη Μουσουλμάνα σύζυγό του και τον προβοκάραμε άγρια.

Το πάρκο του Φοντενεμπλό είναι τεράστιο και γεμάτο τουρίστες. Βρήκαμε όμως μια ήσυχη γωνιά καθίσαμε στα παγκάκια πίναμε μπύρες και για περισσότερες από έξη ώρες ο Μισέλ Βοζούρ μας ξετύλιγε το κουβάρι της ζωής του και απαντούσε στις ερωτήσεις μας.

 

«Γεννήθηκα στις 16 Γενάρη το 1951, στο Saint Ouentin le Petit, (ένα χωριό της Καμπανίας). Ο πατέρας μου ήταν μάγειρας έχω και τρεις αδελφές. Εγώ μεγάλωσα υπό την «προστασία» ενός συγγενή Παπά που του άρεσε πολύ το δάσος και το αγάπησα κι εγώ. Μαζί του τα παιδικά μου χρόνια ήταν σχεδόν ειδυλλιακά. Μου έμαθε να στήνω παγίδες, να σκαρφαλώνω στα δέντρα με ταχύτητα και να πυροβολώ με εκπληκτική ακρίβεια. Αυτός με βοήθησε να ξεπεράσω τον μεγάλο φόβο που είχα για τα ύψη και το κενό. Ήταν χρόνια απόλυτης ελευθερίας και μέχρι σ’ ένα βαθμό ο λόγος που έγινα παράνομος».

 

– Γιατί αυτό;

«Στα δέκα μου χρόνια η οικογένεια μου μετακόμισε στη πόλη, πράγμα καθόλου ευχάριστο. Έχασα την «ελευθερία» μου. Έτσι κάθε σαββατοκύριακο έκλεβα ένα ποδήλατο και πήγαινα βόλτες στο γειτονικό δάσος. Τις δοσοληψίες μου με την αστυνομία την άνοιξε μια χήνα που έκλεψα για να φάω οι μπάτσοι με έπιασαν μόλις είχα αρχίσει να τρώω(γελάει δυνατά). Η γαμημένη ήταν πολύ νόστιμη».

– Σε έβαλαν φυλακή για μισοφαγωμένη χήνα;

«Μην λες μαλακίες! Στη φυλακή μπήκα για πρώτη φορά στα 16 μου χρόνια επειδή πλάκωσα στο ξύλο το γιο του Δημάρχου. Αυτό βέβαια το έμαθα μετά. Είχε παρκάρει το αστραφτερό αμάξι του έξω από ένα λουξ καφενείο. Εγώ περνούσα από εκεί το είδα και μαγεύτηκα από την ομορφιά του.

Ήταν μια φοβερή τζάγκουαρ και εγώ την χάιδεψα λες και ήταν γυναίκα. Τόσο τρυφερά. Παρόλα αυτά πετάγεται από το καφέ ένας μαλάκας τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερος μου κι άρχισε να με βρίζει και να λέει ότι του έκανα ζημιά. Εγώ έτρωγα κάτι καραμέλες, τον άκουγα και μόλις τις έφαγα τον έκανα τουλούμι στο ξύλο. Πέντε μέρες φυλακή και δυο μήνες με αναστολή ήταν η παρθενική του «επαφή» με τον νόμο. Όμως αυτό που μου έμεινε ήταν μια απίστευτη τσατίλα και λίγα χρόνια αργότερα άρχισα να κλέβω αυτοκίνητα».

 

pistoli

– Το Μάη του ’68 ήσουν 17 χρόνων, σε επηρέασε καθόλου αυτό το κίνημα;

«Εγώ δεν είχα καμιά πολιτική τοποθέτηση αλλά στο Παρίσι ανέβηκα, τότε, πρώτη φορά στη ζωή μου, μόνο και μόνο για να χτυπηθώ με τους μπάτσους. Με τη πολιτική δεν ασχολήθηκα ποτέ. Καλώς ή κακώς αυτό που πάντα ήθελα ήταν να περνάω καλά. Και το Μάη πέρασα πολύ καλά. Ήταν ανείπωτη η χαρά να παίρνεις στο κυνήγι τους μπάτσους, όπως και η όλη ατμόσφαιρα της ελευθερίας ήταν μοναδική και ανεπανάληπτη.

Εκείνες τις μέρες γνώρισα και την Ιζαμπέτ μια κοπελιά από τα μέρη μου, που μετά το Μάη επιστρέψαμε μαζί. Έπιασα δουλειά σ’ ένα εργοστάσιο και ένα χρόνο αργότερα έγινα πατέρας. Παρότι τα φέρναμε δύσκολα βόλτα ακολούθησαν τρία «ήρεμα» χρόνια, χωρίς να λείπουν οι μαγκιές και οι τσαμπουκάδες με τους μπάτσους. Βέβαια συνέχισα να κλέβω αυτοκίνητα, για τις οικογενειακές μας «αποδράσεις». Τα έπαιρνα το σαββατοκύριακο κάναμε τις βόλτες μας και τα επέστρεφα τη Δευτέρα το πρωί (γελάει)».

– Το αμάξι του γιου του δημάρχου το πήρες;

«Γαμώτο όχι» (γελάει δυνατά).

– Και τα σοβαρά προβλήματα με το νόμο πότε άρχισαν;

«Όπως σου είπα για τις βόλτες μας έκλεβα αμάξια. Μια μέρα λοιπόν μας σταμάτησαν οι μπάτσοι για έλεγχο, εγώ την κοπάνησα και έπιασαν την Ιζαμπέτ. Ε, λοιπόν εντελώς αντανακλαστικά προσπάθησα να οργανώσω την δραπέτευση της. Ήξερα κάτι τύπους που είχαν κάνει φυλακή, τους εμπιστεύτηκα αλλά οι μπινέδες με έδωσαν στους μπάτσους. Έτσι αντί να απελευθερώσω την Ιζαμπέτ βρέθηκα κι εγώ πίσω από τα κάγκελα».

– Για πόσο καιρό;

«Δυόμισι χρόνια φυλάκιση μου έδωσαν οι κουφάλες, για το κλεμμένο αυτοκίνητο και την «οργάνωση απόδρασης». Αυτό ήταν που με θύμωσε ακόμη περισσότερο. Στη φυλακή πλέον τσαμπουκαλεύομουνα καθημερινά τους δεσμοφύλακες κι αυτοί με χώνανε συνέχεια στην απομόνωση. Όταν βγήκα με περιοριστικούς όρους, μου απαγόρευσαν να επισκεφτώ τους 21 νομούς από τους 92 της Γαλλίας. Η πλάκα βέβαια είναι ότι εγώ αυτούς τους νομούς ούτε που τους ήξερα. Μόνο στο Παρίσι είχα πάει το Μάη. Τότε ήταν που ορκίστηκα να μην ξαναμπώ στη φυλακή αλλά δυστυχώς επέστρεψα πολύ σύντομα».

– Για πιο λόγο αυτή τη φορά;

«Γάμησε τα, αμάξι και πάλι. Οδηγούσα χωρίς δίπλωμα και στο άγριο κυνηγητό που ακολούθησε παραλίγο να πνιγώ στο ποταμό Saone αλλά το προτίμησα από την παράδοση».

– Κουτό δεν είναι αυτό;

«Δεν ξέρω πως το λες εσύ αλλά εγώ είχα πάρει πια τις αποφάσεις μου. Όταν οι μπάτσοι μπαίνουν στο δρόμο μου, δεν σηκώνω τα χεριά, αλλά πυροβολώ. Τελεία και παύλα».

– Και; Στη φυλακή ξανά;

«Μπαινόβγαινα συνέχεια. Αυτοί με έπιαναν και εγώ τους έφευγα (γέλια). Ναι, μετά τη σύλληψη στο ποτάμι με έστειλαν στις φυλακές Macon απ’ όπου δραπέτευσα την ώρα που φορτώναμε κάτι χαρτόνια σε ένα φορτηγό. Αυτή ήταν η πρώτη μου απόδραση αλλά δεν έμεινα για καιρό ελεύθερος. Την δεύτερη έφυγα πάλι από τις φυλακές Macon πηδώντας τον τοίχο. Για να φύγω πήρα το σκοινί που κρεμούσαμε τη σημαία (γελάει δυνατά).

Με έπιασαν για απόπειρα διάρρηξης και μου έδωσαν τέσσερα χρόνια και με έκλεισαν στις φυλακές Chalons. Όμως τους την έκανα ξανά. Πριόνισα τα κάγκελα και έφυγα. Όταν με έπιασαν ξανά με έβαλαν στις φυλακές Chalons όπου γνώρισα τον Gilles. Ήταν ληστής τραπεζών και έγινε αληθινός φίλος».

 

 

diki

– Και μια και βρήκες φίλο είπες να καθίσεις;

(Δυνατά γέλια) «Είσαι σοβαρός; Φύγαμε παρέα. Πήραμε τ’ αποτυπώματα των κλειδιών με το κόκκινο κερί του τυριού Babybel, κάναμε αντικλείδια, με τα σίδερα του κρεβατιού φτιάξαμε σκάλα και … φφφσστ. Ζήτω η Ελευθερία!»

– Τα μεσοδιαστήματα από την μια σύλληψη μέχρι την άλλη τι έκανες;

«Μόνο όταν με απελευθέρωσαν με περιοριστικούς όρους δούλεψα. Μετά έκλεβα, έκανα διαρρήξεις και κυρίως ληστείες τραπεζών».

– Πήρες πολλά λεφτά;

(Σηκώνει το βλέμμα του προς τον ουρανό, προσπαθεί να κρύψει ένα πονηρό χαμόγελο αλλά δεν τα καταφέρνει και ξεσπά σε δυνατά γέλια) «Πάμε παρακάτω».

– Για λέγε, επέμεινα γελώντας, και μην ανησυχείς, δεν θα σου ζητήσω δανεικά. «Σου είπα, πάμε παρακάτω», και δεν σήκωνε κουβέντα.

– Η επόμενη φορά που θα μπήκες φυλακή υποθέτω είχες μεγάλη ποινή.

«Πολύ μεγάλη. Είκοσι τρία χρόνια και με έστειλαν στον τομέα υψίστης ασφαλείας των φυλακών Chaumont, με σκοπό να σαπίσω στο κελί μου».

– Και πως το αντιμετώπισες;

«Ένα μικρό βιβλίο με ασκήσεις γιόγκα ήταν για μένα η «αποκάλυψη». Έμαθα πολλά πράγματα, από το να αναπνέω εκεί που δεν υπάρχει αέρας μέχρι να χειρίζομαι τις ορμές μου. Έτσι κατάφερα και σκότωσα τον τρελό σκύλο που είχα μέσα μου και βρήκα αυτό που λέμε «εσωτερική γαλήνη». Για τρία ολόκληρα χρόνια δεν μίλησα σε κανέναν. Ούτε στο δικαστήριο. Έκοψα τα μαλλιά μου, ξυρίστηκα, έκοψα το τσιγάρο, πέταξα το ραδιόφωνο και κοιμόμουν στο πάτωμα.

Κράτησα μόνο μια σκακιέρα και έχτισα ένα κόσμο για τον εαυτό μου, πολύ πιο σκληρό από αυτόν της φυλακής. Μόνο έτσι μπορούσα να μείνω απρόσιτος και απόλυτα συγκεντρωμένος στο σκοπό μου. Ήθελα να βγω από εκεί μέσα. Πέρασα χρόνια φτιάχνοντας προσεκτικά σχέδια απόδρασης που τα έκανα πρόβες χιλιάδες φορές. Και τελικά τα κατάφερα. Ήταν το 1979 όταν πήρα όμηρο μια γυναίκα δικαστικό στο Chalons. Την απείλησα με ένα όπλο που είχα φτιάξει από σαπούνι Μασσαλίας.
Το είχα μαυρίσει με κερί και το υλικό που έχουν μέσα τους οι μπαταρίες. Με το νυχοκόπτη μου και ένα κομμάτι αλουμίνιο από κουτί κόκα κόλα έφτιαξα ένα «μηχανισμό» που έκανε τον ίδιο ήχο με το αληθινό όπλο όταν οπλίζει».

– Ελεύθερος και πάλι λοιπόν.

«Ναι και το σημαντικό είναι ότι γνώρισα την Ναντίν – κεραυνοβόλος έρωτας – την αδελφή του φίλου μου Gilles. Θέλαμε να πάμε στην Αργεντινή και έκανα την μια ληστεία μετά την άλλη για να μαζέψω λεφτά για το ταξίδι και την εγκατάστασή μας στην Νότιο Αμερική.
Πρώτα όμως αγόρασα ένα ιστιοφόρο στην Γαλλία και πήγαμε στην Ιταλία. Έκανα πλαστική στη μύτη μου για να αλλάξω φάτσα κι άλλαξα και το όνομα μου σε Ντανιέλ Αντρεόλι. Τότε γεννήθηκε και η κόρη μου η Μπέτι αλλά δυστυχώς όλα όσα σχεδίαζα δεν πραγματοποιήθηκαν. Με πρόδωσαν τα δαχτυλικά μου αποτυπώματα κι έτσι στα τέλη του 1981 με συνέλαβαν. Δεν είδαν την Μπέτι να μεγαλώνει και είναι αλήθεια ότι είχα υψώσει άμυνες. Τα συναισθήματα περιπλέκουν τις καταστάσεις».

– Η απόδραση με το ελικόπτερο ήταν η επόμενη;

«Ακριβώς».

– Και πως έγινε;

«Όταν αποφασίσαμε ότι η απόδραση θα γίνει από τον αέρα έπρεπε η Ναντίν να μάθει να πιλοτάρει ελικόπτερο. Πράγμα που έκανε με το ψευδώνυμο. Μετά ακολούθησαν οι συνεννοήσεις για μέρα, ώρα, τόπο προσγείωσης, τρόπο διαφυγής, εναλλακτικές λύσεις, σπίτι για να μείνουμε και όλα τα σχετικά. Η όλη οργάνωση πήρε πολύ χρόνο και οι γραπτές συνεννοήσεις έγιναν όλες με μυστικό κώδικα.
Ακόμα πρέπει να σου πω ότι από την αρχή η Ναντίν είχε θέση σαν όρο να μην χρησιμοποιήσουμε αληθινά όπλα. Όρο που αναγκάστηκα δέχτηκα. Έτσι ένας φίλος κατασκεύασε τρεις χειροβομβίδες από νεκταρίνια, και δύο ξύλινα όπλα. Ένα Μ16 και ένα περίστροφο. Στις 26 Μαΐου του 1986 και ενώ εγώ ήμουν στην αυλή της φυλακής Σαντέ (σ.σ. Βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο του Παρισιού) είδα σε μια απέναντι πολυκατοικία ένα κόκκινο χαρτί, το σινιάλο, πράγμα που σήμαινε ότι έχουν δει ότι είμαι στην αυλή και πως το ελικόπτερο βρίσκεται στο δρόμο για τη φυλακή.
(Έχει σηκωθεί όρθιος και είναι κάτι παραπάνω από εμφανές ότι ξαναζεί την σκηνή). Όταν έφτασε πάνω από την αυλή μου πέταξαν μια τσάντα που είχε μέσα το «περίστροφο» και τις «χειροβομβίδες». Το ελικόπτερο πήγε στο σημείο της ταράτσας που είχαμε συνεννοηθεί και εγώ απειλώντας με το όπλο τους μπάτσους σκαρφάλωσα τον τοίχο. Εκείνη την εποχή οι μπάτσοι δεν επιτρέπονταν να πυροβολήσουν τα ελικόπτερα, ακόμη και σε τέτοιες περιπτώσεις.

 

elikoptero
Παρόλα αυτά ο φίλος μέσα από το ελικόπτερο σημάδευε με το «Μ16» τους φρουρούς και ιδιαίτερα αυτόν που ήταν πάνω στο φυλάκιο. Σκαρφάλωσα λοιπόν τον τοίχο και απλά μπήκα στο ελικόπτερο, μάλλον έκατσα στα «πέδιλα» του και φύγαμε. Την ώρα που σηκωθήκαμε, για να μην κάνει κανένας μπάτσος καμιά μαλακία εγώ έκανα την κίνηση με τα δόντια ότι απ ασφαλίζω τις «χειροβομβίδες» και τις πετάω (ξεσπά σε δυνατά γέλια) και οι μπάτσοι χεσμένοι έσκυβαν και έτρεχαν να κρυφτούν ενώ εμείς είχαμε γίνει καπνός.
Προσγειωθήκαμε, εκεί κοντά, στο γήπεδο μιας πανεπιστημιακής σχολής όπου μας περίμενε ένα αμάξι. Πήγαμε σ’ ένα καλό εστιατόριο και φάγαμε. Που να πάει το μυαλό των ηλίθιων μπάτσων ότι αμέσως εμείς θα καθόμαστε να φάμε σε λουξ ρέσταραν; Τους βλέπαμε και γελούσαμε να τρέχουν πέρα δώθε»(γελάει δυνατά).

– Πως ένιωσες μετά από μια τόσο θεαματική απόδραση;

(Γελάει δυνατά) «Αυτό με ρώτησε και η γυναίκα μου μέσα στο ελικόπτερο. Ένιωσα πολύ δυνατός και χαρούμενος για πολλά πράγματα. Πρώτα ήθελα να με χτυπήσει ο αέρας της ελευθερίας, γι αυτό και δεν μπήκα μέσα στο ελικόπτερο αλλά σε ολόκληρη τη διαδρομή μέχρι το σημείο της προσγείωσης, στεκόμουν πάνω στα «πέδιλα». Το ότι τους την «έκανα», ότι τους είχα για μια ακόμη φορά νικήσει μου έδινε αφάνταστη χαρά και ικανοποίηση. «Σήμερα το βράδυ εσύ θα «πληρώσεις» για όλα αυτά τα χρόνια» είπα στην Ναντίν».

– Πως σου ήρθε η ιδέα του ελικοπτέρου; Η πρώτη απόδραση στον κόσμο, με ελικόπτερο, έγινε το 1971 στο Μεξικό απ’ όπου δραπέτευσε ο επιχειρηματίας Joel David Kaplan. Επόμενη που πήρε και τεράστιες διαστάσεις στον Τύπο έγινε δυο χρόνια αργότερα το 1973 όταν ένας μαχητής του IRA ανάγκασε τον πιλότο ενός ελικοπτέρου να προσγειωθεί στο προαύλιο των φυλακών Mountjoy και δραπέτευσαν τρία μέλη του IRA. Η δική σου ήταν η τρίτη στη σειρά. Εσύ πια περίπτωση είχες ακούσει και πως σε επηρέασε;

 

fylakes

«Έχεις λάθος Έλληνα φίλε μου. Στη Γαλλία η πρώτη απόδραση με ελικόπτερο έγινε το 1981 από τις φυλακές Fleury Mérogis. Μάλιστα εγώ εκείνη την ημέρα ήμουν κάπου εκεί κοντά και είδα το ελικόπτερο όταν φυγάδευσε τον Daniel Beaumont και τον Gérard Dupré. Και οι δυο συνελήφθησαν ο πρώτος σε ένα μήνα και ο δεύτερος σε πέντε. Από αυτούς πήρα την ιδέα και μια και η απόπειρα ήταν επιτυχής έπαιξε ένα ρόλο παραπάνω ώστε να την θέσουμε σε εφαρμογή».

(Το θέμα, αν η δια αέρος απόδραση του, ήταν η πρώτη ή η δεύτερη στη Γαλλία ήταν η αφορμή για έντονη συζήτηση και αντιπαράθεση που κράτησε μάλιστα αρκετή ώρα. Ο Μισέλ Βοζούρ έμοιαζε απόλυτα σίγουρος για τα λεγόμενα του, αλλά κι εγώ πίστευα ότι είχα κάνει ενδελεχή έρευνα. Το ζήτημα λύθηκε με την επιστροφή μου στην Αθήνα. Μου είχε στείλει email με απόσπασμα κειμένου του Γαλλικού υπουργείου Δικαιοσύνης που έλεγε ότι ο Daniel Beaumont και ο Gérard Dupré ήταν οι πρώτοι που δραπέτευσαν από αέρος στη Γαλλία).

– Και ο επόμενος σταθμός στη ζωή σου ποιος είναι;

«Τέσσερις ακριβώς μήνες αργότερα στις 26 Σεπτεμβρίου 1986 μαζί με άλλα δυο άτομα αποφασίζουμε να ληστέψουμε την τράπεζα. Όμως, ενώ ήταν φανερό ότι φοβόντουσαν και δεν ακολουθούσαν τις οδηγίες μου. Κανονικά λοιπόν έπρεπε να την αναβάλουμε, εμένα όμως με έπιασε ένα γαμημένο πείσμα και ήθελα να τους παραστήσω και το μάγκα, και τους λέω πάμε. Παρόλα αυτά όλα πήγαιναν μια χαρά, πήρα τα φράγκα και ετοιμαζόμουν να βγω, όμως ο μαλάκας που είχα μαζί μου είχε βγει έξω νωρίτερα και με περίμενε.
Αυτό ήταν, οι μπάτσοι μας πήραν χαμπάρι. Την στιγμή λοιπόν που ετοιμαζόμουν να φύγω, βλέπω ένα μπάτσο σκισμένο με το όπλο να μπαίνει μέσα (Έχει σηκωθεί και πάλι όρθιος και αναπαριστά ολόκληρη τη σκηνή). Εγώ παίρνω μια γυναίκα όμηρο, σηκώνω το χέρι μου κρατώντας μια χειροβομβίδα, τον απειλώ, του παίρνω το όπλο και βγαίνουμε έξω. Και στους μπάτσους που ήταν έξω έκανα το ίδιο, τους έπαιρνα τα όπλα και κρατώντας πάντα όμηρο τη γυναίκα προχωρούσα για τη μηχανή – είχαμε και αυτοκίνητο – που είχαμε παρκάρει έξω από την τράπεζα. Λίγα μέτρα πριν ανέβω στη μηχανή ένας μπάτσος πυροβολεί και τραυματίζει τη γυναίκα. Την αφήνω και απαντώ στους πυροβολισμούς.

Ξαπλώνω κάτω τρεις από δαύτους. Σκύβω, πυροβολώ και τη στιγμή που ήμουν έτοιμος να ανέβω στη μοτοσυκλέτα και να τους πετάξω μια χειροβομβίδα και να πάνε να γαμηθούμε, τρώω τη σφαίρα στο κεφάλι, στο δεξιό κρόταφο». (Κάθεται και πάλι στο παγκάκι και προσέχω ότι από τον αγκώνα το αριστερού χεριού τρέχει το αίμα ποτάμι και του το λέω) «Α, θα το χτύπησα στο παγκάκι λέει ήρεμα. Αν δεν μου το έλεγες δεν θα το έπαιρνα χαμπάρι.
Το χέρι μου δεν το νιώθω καθόλου. Τέλος πάντων. Όταν συνήλθα από το κώμα ήμουν παράλυτος σε ολόκληρη την αριστερή μου πλευρά από την κορυφή ως τα νύχια και δεν μπορούσα να μιλήσω. Ημιπληγικός. Με έριξαν σε ένα κελί απόλυτα απομονωμένο. Μόνο κάτι μπάτσοι ήρθανε, με φωτογράφισαν με τις γάζες και πούλησαν τη φωτογραφία στο “Paris match”. Άρχισα να χρησιμοποιώ τεχνικές της γιόγκα για να κουνήσω το χέρι και το πόδι μου και να καταφέρω να ξαναμιλήσω. Και φυσικά περισσότερο από όλα βρω τρόπο να αποδράσω».

 

tatou

– Προσπάθησε να αποδράσεις ξανά;

«Φυσικά. Για μένα το να προσπαθείς να φύγεις από τη φυλακή είναι απολύτως φυσιολογικό. Δεν θα μου φαινόταν καθόλου παράξενο αν διάβαζα στο λεξικό: «Φυλακή: μέρος απ΄ το οποίο πρέπει να αποδράσουμε». Πρέπει όμως να σου πω ότι μετά τον τραυματισμό και σύλληψη μου έπιασαν και τη Ναντίν και τη φυλάκισαν. Τότε γεννήθηκε ο γιος μου ο Μπρούνο και όταν απελευθερώθηκε χωρίσαμε καθώς δεν ήθελε να παίξει ξανά το ρόλο της «εξ ουρανού σωτήρος».

 

Δηλαδή δεν χωρίσαμε, εγώ την παράτησα και τα έμπλεξα με την Τζαμίλα. Ήταν φοιτήτρια της νομικής, επισκέπτονταν τις φυλακές και ήθελε να γίνει εισαγγελέας. Με την Τζαμίλα το 1993 οργανώσαμε την απόδραση μου και το προσπάθησε δυο φορές, αλλά απέτυχε. Τη συνέλαβαν και καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκιση. Αφέθηκε ελεύθερη το 1998 και ένα χρόνο αργότερα παντρευτήκαμε κρυφά στη φυλακή. Έκανε δυο προσπάθειες με ελικόπτερο για να με βγάλει από τη φυλακή αλλά απέτυχε την συνέλαβαν και καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκιση

– Στην Ελλάδα επικρατεί η άποψη ότι οι φυλακές είναι το πανεπιστήμιο της εγκληματικότητας. Συμβαίνει το ίδιο και στη Γαλλία; Ποια είναι η γνώμη σου για το σωφρονιστικό σύστημα;

«Βεβαίως και το ίδιο ισχύει και στη Γαλλία. Βέβαια με τα χρόνια το «σωφρονιστικό σύστημα» έχει εκσυγχρονιστεί. Τώρα δεν πέφτει ξύλο, έχουν βρει άλλους τρόπους, κυρίως ψυχολογικούς, για να γαμάνε τους κρατούμενους».

– Εσύ σήμερα είσαι 55 χρόνων, από αυτά τα 27 τα έχεις περάσει στη φυλακή και τα 15 σε απομόνωση. Τι ήταν αυτό που σου έδινε κουράγιο και δύναμη;

«Ήμουν σε πόλεμο! Είχα απέναντι μου τρομερούς εχθρούς και έπρεπε να πολεμήσω για τη ζωή μου».

– Πως περνά ο χρόνος για ένα κρατούμενο;

«Δεν περνά με καμία κυβέρνηση! Και το μόνο πράγμα που μου έδινε δύναμη και κουράγιο ήταν ο στόχος μου: Να φύγω από εκεί. Να την κάνω!».

– Πως είναι να είσαι καταζητούμενος; Λέγονται πολλά ακόμη και ότι ένας καταζητούμενος «εύχεται» να συλληφθεί ώστε να ηρεμήσει. Εσύ πως το βίωσες αυτό; Ζούσες, όπως λένε, σαν κυνηγημένο αγρίμι;

(Γελάει) «Όχι εγώ. Είχα πάντα οργανώσει με τέτοιο τρόπο τη ζωή μου που το ξεπερνούσα. Δεν ένιωθα κυνηγημένος είχα μια σχεδόν κανονική ζωή. Βέβαια ήμουν παράνομος αλλά κι αυτό το ξεπερνούσα. Εγώ έκανα ληστείες και πλήρωνα εταιρείες, νόμιμες, που με είχαν στο μισθολόγιο τους με ψεύτικο όνομα βέβαια και κάθε μήνα πληρωνόμουν κανονικά. Πλήρωνα και φόρους. Το κράτος ένα μέρος των χρημάτων μου από τις ληστείες, το έπαιρνε πίσω υπό μορφήν φόρων (Γελάει δυνατά). Για να καταλάβεις είχα συνηθίσει τόσο πολύ το Αντρεόλι που για καιρό μετά τη σύλληψη μου υπέγραφα με αυτό το επίθετο.

– Το σύνθημα της Γαλλικής επανάστασης ήταν: Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη και της Ελληνικής: Ελευθερία ή Θάνατος. Ποιο από τα δύο σε ενέπνευσε περισσότερο;

«Ελευθερία ή Θάνατος! Μόνο αυτό. Το άλλο είναι μια μαλακία και μισή. Για μένα ακόμα και ο θάνατος θα ήταν ελευθερία. Ακόμη κι αν πεθάνεις για την ελευθερία σου είναι ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ! Και εγώ αυτό το έχω βιώσει».

– Είχες γνωρίσει τον Ζακ Μερσίν;

«Με τον Ζακ Μερσίν είχαμε συναντηθεί με σκοπό να κάνουμε κάτι μαζί. Ο Ζακ Μερσίν κινούνταν σε πολύ πολιτικοκοινωνικά πλαίσια, π .χ ήθελε να έχουμε κοινό ταμείο. Εγώ πάλι διαφορετικά μεγαλωμένος και μαθημένος, ήμουν μοναχικός λύκος. Έτσι το πράγμα δεν προχώρησε. Όμως πρέπει να σου πω ότι με τον τρόπο του «βοήθησε». Όταν απέδρασα από το δικαστήριο με το «πιστόλι – σαπούνι Μασσαλίας», ενώ το είχα πάνω μου, ζήτησα να πάω στην τουαλέτα. Το ίδιο είχε κάνει και ο Μερσίν, αυτός το όπλο το είχε όντως κρυμμένο εκεί. Εγώ φυσικά το έκανα αυτό ώστε ο μπάτσος να λειτουργήσει συνειρμικά. Να «φάει» ότι το όπλο ήταν κρυμμένο εκεί και φυσικά αληθινό. Πράγμα που τελικά έγινε».

– Μετά την απόδραση από τις φυλακές Κορυδαλλού των δυο κρατουμένων ο Έλληνας υπουργός Δημόσιας Τάξης κάλεσε τους δραπέτες να παραδοθούν λέγοντας τους ότι θα ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν το γεγονός ότι δεν έχουν διαπράξει το αδίκημα της ανθρωποκτονίας. Μετά την απόδραση σου με το ελικόπτερο έκανε κάποια ανάλογη δημόσια πρόταση και ο Γάλλος υπουργός;

(Γελάει δυνατά) «Πρέπει να τους περνάει για πολύ μαλάκες ο υπουργός σας ή το έκανε για άλλους λόγους. Ας πούμε για άλλοθι. Στην περίπτωσή μου αυτό που είχαν πει ήταν ότι πρέπει να γίνουν πιο αυστηρές οι φυλακές. Αλλά φυσικά κανένας ποτέ δεν σκέφτηκε ότι ο βασικός λόγος που ένας κρατούμενος θέλει να αποδράσει είναι οι συνθήκες κράτησης του».

– Πως είναι να έχεις μια σφαίρα στο κεφάλι;

«Δεν το σκέφτομαι πια. Είναι πλέον κομμάτι του οργανισμού μου».

– Αν μπορούσες να αρχίσεις ξανά τη ζωή σου τι δεν θα επαναλάμβανες;

«Αυτή είναι μια μαλακισμένη ερώτηση που μου κάνουν όλοι και πρέπει να σου πω ότι πίστευα πως δεν θα μου κάνεις και εσύ. Τέλος πάντων θα σου απαντήσω όπως απαντώ σε όλους, με το τραγούδι της Εντίθ Πιάφ, “Je ne regrette rien”(δεν μετανιώνω για τίποτε)».

– Καλά δεν υπάρχει κάτι που να έχεις κάνει που να σε ενοχλεί;

(Δυσφορεί) «Ναι υπάρχει, είναι η γυναίκα που είχα πάρει όμηρο στη τράπεζα και πληγώθηκε από τις σφαίρες των μπάτσων. Παρόλο που στο δικαστήριο κατέθεσε ότι δεν έφταιγα εγώ και με υποστήριξε με θέρμη, είναι κάτι που θα ήθελα να μην είχε συμβεί».

– Δεν σε ενοχλεί τίποτα άλλο;

«Ναι ότι έχω γνωρίσει κάποιους τύπους που εξακολουθούν να ζουν ενώ δεν θα έπρεπε».

– Πως και γιατί αποφάσισες να ασχοληθείς με το γράψιμο;

(Γελάει) «Δεν είχα καμιά διάθεση. Απλώς είχε έρθει στη φυλακή ένας τύπος να κινηματογραφήσει μια παράσταση που έκαναν οι κρατούμενοι και γνωριστήκαμε. Του είπα – ψέματα – ότι γράφω, μπας και αποκτήσω τίποτα προνόμια και βρω την ευκαιρία να το σκάσω. Έτσι άρχισα να γράφω. Είδα όμως ότι μου άρεσε και τα κατάφερνα. Τώρα πλέον είναι το επάγγελμά μου. Το πρώτο μου σενάριο έχει γίνει ήδη τηλεταινία με την Μπεατρίς Νταλ, έχω αλλά δυο στα σκαριά εκτός από το βιβλίο μου (σ.σ.: «Η πιο ωραία μου απόδραση») κυκλοφόρησε πέρσι το καλοκαίρι».

– Από ότι φάνηκε τα και καταφέρνεις πολύ καλά και με τη γλυπτική. Το όπλο σου από σαπούνι Μασσαλίας πρέπει να ήταν έργο τέχνης. Πως και δεν ασχολήθηκες περισσότερο;

«Η ανάγκη φτιάχνει την ιστορία φίλε μου».

– Μπορείς να μου πεις τρία πράγματα που θα συμβούλευες τα παιδιά σου να μην κάνουν ή να μη γίνουν;

«Όχι. Το μόνο που μπορώ να τους πω είναι να είναι κυρίαρχοι σε ότι κι αν κάνουν».

– Πως τα κατάφερες, ενώ είχες καταληστέψει τις τράπεζες και πήρες ομήρους, η κοινή γνώμη της Γαλλίας να είναι φανατικά με το μέρος σου;

«Στη Γαλλία αυτό είναι παράδοση(γελάει). Όλοι χαίρονται όταν κάποιος «γαμάει» τους μπάτσους. Ήμουν τίμιος και συνεπής σε ότι έκανα. Βοήθησε και το γεγονός ότι δεν ήμουν τόσο «κακός» όσο έλεγαν οι «καλοί» και, φυσικά οι «καλοί» δεν ήταν τόσο «καλοί» όσο έλεγαν».

– Ναρκωτικά έχεις δοκιμάσει ποτέ;

«Ναι δυο φορές κάπνισα χασίς. Μια ελεύθερος με μια γκόμενα και νόμιζα ότι ήμουν πάνω σε ένα άλογο και κυνηγούσα σ’ ένα λιβάδι ένα κοπάδι άγρια άλογα. Στην πραγματικότητα όμως γαμούσα την γκόμενα. Και την δεύτερη στη φυλακή μου έδωσαν ένα κομμάτι, αρκετά μεγάλο και ο μαλάκας το έβαλα όλο σ’ ένα τσιγάρο. Το φούμαρα και φρίκαρα. Νόμιζα ότι θα πεθάνω. Με έπιασε πανικός ότι θα μου βρουν κάτι σχέδια που είχα για μια απόδραση. Ε, στη τρέλα μου απάνω τα έκαψα. Κατέστρεψα δουλειά πολλών μηνών για μια αηδία».

– Πως είναι σήμερα η ζωή σου;

«Μπορεί η Τζαμίλα να μην κατόρθωσε να με απελευθερώσει από τη φυλακή, μου χάρισε όμως μια άλλη «φυγή». Την ωραιότερη της ζωής μου. Με απελευθέρωσε από τον «τρελό λύκο» που είχα μέσα μου», χωρίς μάλιστα να μου ζητήσει τίποτα ως αντάλλαγμα».

– Έχετε ταξιδέψει ξανά με ελικόπτερο;

«Γαμώτο. Όχι», και έσκασε στα γέλια…

ΔΕΙΤΕ: https://www.cultureunplugged.com/play/8776/My-Greatest-Escape «My Greatest Escape» (2009). Ντοκιμαντέρ της Αλγερινής καταγωγής Γαλλίδας Fabienne Godet με θέμα την απόδραση του Μισέλ Βοζούρ από της φυλακές Σαντέ του Παρισιού. Της απονεμήθηκε το βραβείο Σεζάρ για το καλύτερο ντοκιμαντέρ.

ΑΚΟΥΣΤΕ: https://www.youtube.com/watch?v=Ge6SxKPK0s8 . «The Wolfe Tones». Η Ιρλανδέζικη, παραδοσιακή μουσικά αλλά στρατευμένη πολιτικά, μπάντα, τραγουδά το «the helicopter song». Τον ύμνο της απόδρασης των τριών μαχητών του IRA από τη φυλακή Mountjoy to 1973.