Του Βασίλη Διαμαντάκη

Εισαγωγικό σημείωμα από το δίσκο «Ο Σαλονικιός»:

«Δε μου χει συμβεί άλλη φορά! Πήγα στο στούντιο με τον Νικολόπουλο, στις 12 το μεσημέρι. Ο Στράτος ήρθε στις 12:15. «Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να τραγουδήσω – είμαι κουρασμένος» είπε. Ύστερα άναψε τσιγάρο, πήρε θέση μπρος στο μικρόφωνο κι άρχισε να τραγουδάει. Στις 4:30 το μεσημέρι είχε τελειώσει –13 τραγούδια– όλο το δίσκο! Κάθε τραγούδι μια κι έξω! Και χωρίς ψεγάδι! Και με το σιγόντο του τέλειο, με την πρώτη.

»Ο Διονυσίου είναι πολύ μεγάλος τραγουδιστής. Στιβαρός. Άμεσος. Καίριος. Η φωνή του δεν έχει την ανάγκη του ηχολήπτη για να εντυπωσιάσει. Και το ένστικτό του πάνω στον τρόπο της ερμηνείας είναι αλάθητο. Και τι να πω για τον επαγγελματία. Δύο μήνες είχε τα τραγούδια σε μία κασέτα και τ΄ άκουγε νύχτα-μέρα για να τα κάνει δικά του, και κατόπιν ν΄ αρχίσει να τα «ψάχνει» για να τα στολίσει με τη τέχνη του.

 

»Έχω ένα αίσθημα πληρότητας, τώρα που τελείωσε ο δίσκος. Και θέλω να ευχαριστήσω τόσο τον Διονυσίου όσο και τον Νικολόπουλο, που μ΄ έκαναν να νιώθω έτσι. Το λαϊκό τραγούδι, και οι δυο τους, δεν το κατασκευάζουν. Το ΄χουν στο αίμα τους. Και είναι ταπεινοί, ειλικρινείς και αθώοι. Όσο πολύ λίγοι, σ΄ αυτή την εποχή των τυμπάνων και των κωδωνοκρουσιών.

Θα ΄ταν παράλειψη να μην ευχαριστήσω και τον παραγωγό Γιώργο Μακράκη. Η έγνοια του γι΄ αυτό το δίσκο δεν ήταν επαγγελματική. Ήταν φιλική. Και με συγκίνησε βαθιά.

Αθήνα 18 Σεπτεμβρίου 1985

Λευτέρης Παπαδόπουλος»

 

Μια ολόκληρη εποχή, που κρατά 32 συνεχή χρόνια, σβήνει μαζί με τον Στράτο Διονυσίου, το απομεσήμερο της Παρασκευής 11 Μαΐου του 1990. Φεύγοντας για πάντα από τη ζωή ο μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής αφήνει για κληρονομιά ένα πλούσιο έργο από περίπου 2.500 τραγούδια που ερμήνευσε με έκφραση και πάθος, αλλά παίρνει κοντά του και ένα βαρύ φορτίο από τις αναμνήσεις του.

 

Πίκρες, χαρές, απογοητεύσεις, συγκινήσεις, νύχτες δόξας και θριάμβου, στιγμές οικογενειακής ευτυχίας, φθόνος από άσπονδους φίλους του, ειλικρινής αγάπη και αφοσίωση από χιλιάδες θαυμαστές του. Κατά γενική παραδοχή, ο Στράτος υπήρξε αγωνιστής του κλασικού λαϊκού τραγουδιού. Μένει αμετακίνητος από τις θέσεις και τις αρχές του ρεπερτορίου του, από το ξεκίνημά του ώς την τελευταία στιγμή της ζωής του.

 

Η κοινωνική προσφορά του, ως λαϊκού τραγουδιστή και ως κοινωνού με τον απλό λαϊκό κόσμο και με τις μάζες γενικότερα, υπήρξε μεγάλη, γι΄ αυτό και αγαπήθηκε τόσο πολύ, όσο λίγοι συνάδελφοί του. Άγγιζε τα παράπονα και τις ευαισθησίες των ανθρώπων της γειτονιάς μα και του σαλονιού. Η φωνή του Στράτου και τα τραγούδια του ξεκινούσαν από το Περιστέρι, το Μπουρνάζι κι έφθαναν ώς το Κολωνάκι. Γι΄ αυτό στα 32 χρόνια της αδιάκοπης πορείας του στο λαϊκό τραγούδι η δημοτικότητα και η λαοφιλία του Στράτου υπήρξε αμείωτη και θριαμβευτική.

 

Γεγονός αναμφισβήτητο είναι οι μεγάλες δυσκολίες που συναντά ο Στράτος, στα πρώτα χρόνια του ξεκινήματος της καλλιτεχνικής πορείας του στο λαϊκό πεντάγραμμο.

 

neos stratos

 

Ο Στράτος Διονυσίου γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου του 1935 στη Νιγρίτα στο Νομό Σερρών, αλλά τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα περνά στη λατρεμένη του Θεσσαλονίκη, όπου και μετακομίζει οικογενειακώς. Ορφανεύει από πατέρα σε ηλικία 10 χρόνων. Δουλεύει σκληρά για να ζήσει. Πουλάει λουκούμια με τον ταβλά στις γειτονιές της συμπρωτεύουσας. Για μεγάλο διάστημα εργάζεται στις οικοδομές, κουβαλώντας λάσπη με το πηλοφόρι, από τα χαράματα ώς το ηλιοβασίλεμα. Αργότερα δουλεύει ως ράφτης. Μετά πηγαίνει στρατιώτης.

 

Πριν καταταγεί στο στρατό, όλα τα χρόνια που δουλεύει στις οικοδομές και στο ραφείο, τραγουδά ερασιτεχνικά. Πρώτα κάνει καντάδα στην εκλεκτή της καρδιάς του, τη μετέπειτα σύζυγό του Γεωργία. Παντρεύονται το 1955 όταν ο Στράτος είναι μόλις 20 χρόνων και μένουν μαζί για 35 ολόκληρα χρόνια μέχρι και το θάνατο του λαϊκού βάρδου το 1990. Αργότερα, τα βραδάκια, τραγουδά με τη συντροφιά του στα γραφικά ταβερνάκια στον Επτάλοφο Θεσσαλονίκης.

 

Η ιδέα για να γίνει τραγουδιστής δεν του φεύγει ποτέ από το μυαλό. Το έχει ως στόχο της ζωής του από τα παιδικά του χρόνια. Ένας γείτονάς του, οργανοπαίχτης, ο Νίκος Μαύτος, του ανοίγει το δρόμο για να περάσει στο λαϊκό πεντάγραμμο.

 

Το καλοκαίρι του 1958 του δίνει να ηχογραφήσει το πρώτο του τραγούδι σε ηλικία μόλις 22 ετών: «Παράγκες και Παλάτια». Ο πρώτος προσωπικός δίσκος του είναι γεγονός ενώ υπηρετεί ακόμη στο στρατό. Το συγκεκριμένο τραγούδι θάβεται όμως δισκογραφικά από την εταιρεία για άγνωστους λόγους που δεν θέλησε ποτέ να αποκαλύψει ο ίδιος ο Στράτος. Όταν απολύεται γυρίζει το δεύτερο δίσκο του το καλοκαίρι του 1959, ένα χρόνο μετά. Είναι η σύνθεση των Χρήστου Κολοκοτρώνη- Σταύρου Χατζηδάκι «Δεν είμαι ένοχος». Από τότε κατεβαίνει μόνιμα στην Αθήνα και αρχίζει τις πρώτες επαγγελματικές εμφανίσεις του στα μεγαλύτερα λαϊκά κέντρα.

 

Το κλασικό λαϊκό τραγούδι περνά την πιο γόνιμη περίοδο της δημιουργίας του. Για τον νεαρό Στράτο τα πράγματα δεν είναι καθόλου εύκολα, γιατί μεσουρανούν τεράστιοι και καταξιωμένοι λαϊκοί τραγουδιστές, όπως οι Στέλιος Καζαντζίδης, Πάνος Γαβαλάς, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Βαγγέλης Περπινιάδης, Μανώλης Αγγελόπουλος, Πόλυ Πάνου, Γιώτα Λύδια, Καίτη Γκρέυ κ.ά.

 

Όμως ο Στράτος από τα πρώτα του βήματα παλεύει πολύ σκληρά και περνά μέσα από αυτές τις Συμπληγάδες. Αγωνίζεται δίνοντας μάχες με τα κυκλώματα της νύχτας. Με εταιρείες. Αλλά τα καταφέρνει. Στέκεται όρθιος και προχωρά με προσόντα τη δυνατή λαϊκή φωνή του, την ντομπροσύνη του και την εντιμότητά του. Και σιγά σιγά, αλλά σταθερά, από τους δίσκους του κάθε χρόνο και από τις μόνιμες εμφανίσεις του στο λαϊκό πάλκο πια ο κόσμος τον καταξιώνει και τον αναδεικνύει ως έναν από τους κορυφαίους στο είδος του.

 

Το τραγούδι που καθιερώνει ως μεγάλο τραγουδιστή πια τον Στράτο είναι το «Δεν με πόνεσε κανείς» του Μπάμπη Μπακάλη. Το 1962 ηχογραφεί τη σύνθεση των Μπάμπη Ατταλίδη- Βίρβου «Φύγε-φύγε» με την Γιώτα Λύδια και σπάει όλα τα ρεκόρ πώλησης δίσκων εκείνη τη χρονιά. Ακολουθούν οι συνεργασίες του με τους Τσιτσάνη «Αχάριστη», Παπαϊωάννου «Παλιογέφυρο», Χιώτη «Φτωχομπούζουκο», Δερβενιώτη «Της νύχτας το Μινόρε», Μπαγιαντέρα «Άγιος Νείλος», Καλδάρα «Πάλι εδώ θα ΄ρθεις». Συνεργάζεται ακόμα με όλους σχεδόν τους μεγαλύτερους λαϊκούς συνθέτες και στιχουργούς σε ολόκληρη τη δεκαετία του 1960: Τάκη Χρυσίνη, Γιώργο Μητσάκη, Γιώργο Λαύκα, Κώστα Βίρβο, Γιώργο Δαλέζιο, Κώστα Γκούτη, Γιάννη Πέτσα, Κώστα Γενίτσαρη, Κώστα Καπλάνη, Αντώνη Ρεπάνη κ.ά.

 

113 stratow kentra

 

 

Στο ίδιο διάστημα εμφανίζεται στα καλύτερα λαϊκά κέντρα της εποχής, όπως τα Φαληρικόν, Ροσινιόλ, Περιβόλα, Κεφάλας, Φραγκοσυριανή. Ιδιαίτερα στο πάλκο συνεργάζεται για 6 ολόκληρα χρόνια στη Νίκαια με τους Βαγγέλη Περπινιάδη, Σπύρο Ζαγοραίο, Μανώλη Αναγνωστάκη, Μαριάννα Χατζοπούλου, Ρία Νόρμα, Νίτσα Αντωνάτου, Έλλη Γκίλλα κ.ά. Οι επιτυχίες όμως για τον ίδιο δεν σταματούν ούτε για μια στιγμή την προδιαγεγραμμένη πορεία του πια στο λαϊκό τραγούδι. Το νερό έχει μπει πια στο αυλάκι.

 

Το 1969 το τραγούδι «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» των Λευτέρη Παπαδόπουλου-Μίμη Πλέσσα εκτοξεύει εν μια νυκτί τον Στράτο στην κορυφή της Ελλάδας. Μια ταινία, η «Ορατότης Μηδέν», με τον απόλυτο σταρ του κινηματογράφου Νίκο Κούρκουλο την ώρα που καίει τα υπάρχοντά του όταν του γίνεται η έξωση από το σπίτι του και η φωνή του στο γραμμόφωνο να ερμηνεύει το ομώνυμο τραγούδι φτάνουν και περισσεύουν.

 

Όλη η χώρα από άκρη σε άκρη τον μαθαίνει και τον καταξιώνει πια. Το 1972 ο «Παλιατζής» του Ρεπάνη με το πρώτο βιντεοκλίπ στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης τον απογειώνει διπλά. Σε συνέντευξή του πολλά χρόνια αργότερα δηλώνει ότι «ο «Παλιατζής» είναι με διαφορά η στάμπα μου σε ολόκληρη την καριέρα μου».

 

Ο μέγιστος Άκης Πάνου του γράφει και του δίνει τις πιο τεράστιες δημιουργίες του. Ο κύκλος του στην Κολούμπια των Αδερφών Λαμπρόπουλου όμως αρχίζει να ολοκληρώνεται σιγά σιγά. Το καλοκαίρι του 1980 με τη μεταγραφή του στη «Μίνος» γίνεται ο απόλυτος κυρίαρχος του λαϊκού τραγουδιού σε ολόκληρη τη δεκαετία του 1980. Σε όλα τα μαγαζιά που τραγουδά κάθε χρονιά δημιουργείται πρωτοφανές αδιαχώρητο που δεν έχει προηγούμενο ή επόμενο για ένα τραπέζι από τους εκατοντάδες χιλιάδες θαυμαστές του, που έρχονται να τον δουν και να τον ακούσουν από ολόκληρη τη χώρα στην Αθήνα.

 

Συνεργάζεται με τους μεγαλύτερους σύγχρονους συνθέτες και στιχουργούς της εποχής, Χρήστο Νικολόπουλο, Λευτέρη Παπαδόπουλο, Θανάση Πολυκανδριώτη, Τάκη Σούκα, Τάκη Μουσαφίρη, Αλέκο Χρυσοβέργη, Σπύρο Γιατρά, Βασίλη Παπαδόπουλο κ.ά. Από τις συνεργασίες του αυτές οι επιτυχίες του είναι τεράστιες και πολλές, όπως «Ο Σαλονικιός», «Τα πήρες όλα», «Ο Ταξιτζής», «Εγώ ο ξένος», «Και λέγε λέγε», «Υποκρίνεσαι», «Ο λαός τραγούδι θέλει», «Νομίζεις», «Μας υποχρέωσες», «Ποιος άλλος», «Ένα λεπτό περιπτερά», «Της γυναίκας η καρδιά», «Ο δικαστής», «Θυμήσου», «Μόνο οι ερωτευμένοι», «Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα» κ.ά.

Το φθινόπωρο του 1985 ο δίσκος του «Ο Σαλονικιός» ξεπερνάει το ασύλληπτο νούμερο για την εποχή των 200.000 αντιτύπων. Ολόκληρη η Ελλάδα χορεύει στους ρυθμούς του Σαλονικιού, του ομώνυμου τραγουδιού.

 

Την εποχή εκείνη που το λαϊκό τραγούδι δέχεται απρόκλητα ολομέτωπη επίθεση, ο Στράτος στέκεται όρθιος στο πάλκο. Το καλοκαίρι του 1986 αγοράζει το δικό του λαικό κέντρο, το «Στράτος» στην οδό Φιλελλήνων στο κέντρο του Συντάγματος, διατηρώντας τον παλιό καλό τρόπο διασκέδασης, που ο ίδιος και οι συνεργάτες του Πολυκανδριώτης, Γιάννης Παλαιολόγου, Ηλίας Κουρτογιάννης, Γιώργος Σταμπούρλος έχουν χαρακτηρίσει αναβίωση του λαϊκού πάλκου. Για μια ολόκληρη τετραετία μέχρι και το 1990 χτίζει ακόμα περισσότερο το μύθο του πάνω στο μύθο του.

 

Συγκλονιστικές στιγμές κάθε βράδυ. Ο κόσμος τον αποθεώνει σε κάθε δευτερόλεπτο πάνω στην πίστα. Είναι καλύτερος όσο ποτέ άλλοτε. Περνάει την πιο ώριμη περίοδο της τεράστιας καριέρας του. Κάθε χρονιά και δίσκος. Καλύτερος από τον προηγούμενο. Καταρρίπτει ιστορικά κάθε προηγούμενο ρεκόρ πωλήσεων δίσκων από οποιοδήποτε άλλο λαϊκό τραγουδιστή.

 

1 στρατος

 

Δεν νοείται λαϊκό τραγούδι στην ελληνική τηλεόραση χωρίς τον Στράτο. Οι τηλεθεάσεις στην κρατική τηλεόραση με τη παρουσία του φτάνουν σε δυσθεώρητα ύψη κάθε φορά. Η άμεση επαφή του με τους Έλληνες του εξωτερικού τον φέρνουν σε θρυλικές συναυλίες και ταξίδια σε πόλεις και χώρες όπως στη Γερμανία, στην Αυστραλία, στις ΗΠΑ, στο θρυλικό ελληνικό κέντρο «Η Σπηλιά» στη Νέα Υόρκη, στον Καναδά, στο Ισραήλ.

 

Με τη σύζυγό του Γεωργία αποκτούν τέσσερα παιδιά. Τον Άγγελο, καταξιωμένο τραγουδιστή, την Τασούλα, η οποία φεύγει από τη ζωή χτυπημένη από την επάρατη νόσο το 2012 σε ηλικία 54 χρόνων όπως ο πατέρας της, τον Στέλιο, πασίγνωστο επίσης τραγουδιστή, και τον Διαμαντή, τραγουδιστή και αυτόν με σημαντική καριέρα στο εξωτερικό, κυρίως στον Καναδά και στις ΗΠΑ.

 

Ειδικά την τελευταία πενταετία από το 1985 και μετά ο Στράτος είναι ο λαϊκός καλλιτέχνης με την καθολική καταξίωση και τη γενική αναγνώριση. Ο κόσμος τον αγαπά και αναζητά κάθε στιγμή τα τραγούδια του. Υπάρχει ένα δέσιμο του κοινού με τον τραγουδιστή. Ιδιαίτερα αυτό το τραγούδι του Μουσαφίρη «Εγώ ο ξένος» ο ίδιος το έχει ερμηνεύσει με πολύ παράπονο. Ήταν μια έκφραση της ίδιας του της ζωής. Του θύμιζε άλλες καταστάσεις, δίωξης και κατατρεγμού. Από φίλους και εχθρούς. Από «μικρούς» και «μεγάλους» που τον ενοχοποίησαν και τον έβαλαν στη φυλακή στην περιβόητη υπόθεση ναρκωτικών που είχε γίνει στη Θεσσαλονίκη. Τελικά με τη χάρη του Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Τσάτσου ο Στράτος αποφυλακίζεται ανήμερα του Πάσχα του 1976 από τις αγροτικές φυλακές της Τίρυνθας.

 

Ο αείμνηστος δημοσιογράφος και μεγαλύτερος ερευνητής όλων των εποχών για το λαϊκό μας τραγούδι, μέγιστος Πάνος Γεραμάνης που έφυγε και αυτός από τη ζωή το 2005, είχε πει για τον Στράτο:

«Δεν θα ξεχάσω ποτέ την έκφραση πόνου και απογοήτευσης, που διέκρινα στο πρόσωπό του, όταν τον αποχαιρέτησα για τελευταία φορά στο κατώφλι της πόρτας του διαμερίσματός του στην οδό Γεωργίου Σισίνη στα Ιλίσια. Αποχαιρετώντας με στο τέλος της τελευταίας από τις τέσσερις συνεντεύξεις του που του είχα πάρει στη ζωή του, αφού με χτύπησε στους ώμους, με κοίταξε λέγοντας:

 

«Καλή αντάμωση φίλε μου. Νιώθω, παρότι δεν κάνουμε παρέα, πως είσαι από τους ανθρώπους που με καταλαβαίνουν». Ήταν το απόγευμα της Τρίτης 9 Νοεμβρίου του 1989 στα πλαίσια της συνέντευξής μας για τα γενέθλιά του την προηγούμενη ημέρα στις 8 Νοεμβρίου. Κατάλαβα πως ο Στράτος κάτι έκρυβε μέσα του. Διάβασα στην γεμάτη απορία έκφρασή του ένα στίχο του Λευτέρη Παπαδόπουλου: «Ήρθα σαν ξένος στη ζωή και ξαναφεύγω ξένος»».

 

Το ξημέρωμα της Παρασκευής της 11ης Μαΐου τον βρίσκει να τραγουδά για άλλο ένα βράδυ στο κατάμεστο «Στράτος». Έχει ενοχλήσεις στην καρδιά. Πονά αρκετά αλλά δεν αφήνει ίχνος ανησυχίας πάνω στην πίστα, στο πλευρό της Κικής Λουκά, στους θαμώνες του. Στο μεταξύ το απόγευμα της Πέμπτης 10 Μαΐου ηχογραφεί στο θρυλικό στούντιο της Polysound της Μίνος στην Πατησίων τον τελευταίο δίσκο της καριέρας του με τίτλο «Ποιος Άλλος». Δίπλα στον γκαρδιακό του φίλο και συνθέτη Τάκη Μουσαφίρη. Προλαβαίνει να τραγουδήσει μάλιστα τα 9 από τα 12 τραγούδια του δίσκου του. Δίνει ραντεβού με τον Μουσαφίρη και τον παραγωγό Αχιλλέα Θεοφίλου για το απόγευμα της Δευτέρας 14 Μαΐου για την ολοκλήρωση και των υπόλοιπων τριών τραγουδιών.

 

Αλίμονο. Δεν θα είναι ποτέ συνεπής σε αυτό το ραντεβού. Φεύγει στις 5:00 το πρωί από το μαγαζί με τη λατρεμένη του πράσινη Μερσεντές, τελευταίο μοντέλο και απόκτημά του. Το Σάββατο 12 Μαΐου είναι η τελευταία βραδιά του «Στράτος» και για αυτήν τη σεζόν. Κατευθύνεται στο καταφύγιό του στο ξενοδοχείο «Χανδρής», στη Λεωφόρο Συγγρού, στον έβδομο όροφο, στη σουίτα 707 που νοικιάζει ήδη από το 1988. Το μεσημέρι θα παρακολουθήσει από τη βεράντα του με τα κιάλια του το άλλο τεράστιο πάθος του εκτός από το τραγούδι: τις ιπποδρομίες από το στάδιο του Φαλήρου. Είναι τιμωρημένος αλλά περιμένει να εξαργυρώσει την τιμωρία του με τη νίκη των αλόγων του.

 

Στις 7:30 το προσωπικό του ξενοδοχείου τον βρίσκει λιπόθυμο κάτω από το κρεβάτι του. Τον τοποθετούν αμέσως ξανά πάνω, του κάνουν μια παυσίπονη ένεση αλλά η αντίστροφη μέτρηση για τον Στράτο έχει αρχίσει. Το ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ αργεί χαρακτηριστικά. Ο μύθος του λαϊκού μας τραγουδιού έχει αρχίσει να αιμορραγεί. Στις 12:30 το μεσημέρι τον βάζουν σε ένα ταξί. Εκείνη την ημέρα εφημερεύει ο «Ευαγγελισμός». Έξω όμως από τη Βουλή των Ελλήνων στις 11 Μαΐου του 1990 ο Στράτος περνάει στην οριστική αθανασία όλων των Ελλήνων στην αγκαλιά της αμπιγιέζ του μαγαζιού του Ελένης Χρυσάφη, που έχει ειδοποιηθεί από τον ίδιο και είναι κοντά του από το πρωί.

 

Μεταφέρεται κλινικά νεκρός στον «Ευαγγελισμό». Αιτία θανάτου, σύμφωνα με την εξέταση των εφημερευόντων γιατρών, το σπάσιμο του ανευρύσματος της κοιλιακής αορτής που είχε τους τελευταίους έξι μήνες, με αποτέλεσμα την καρδιακή πρσβολή και τον αιφνίδιο θάνατό του. Η κηδεία του πάνδημη γίνεται στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών την Τρίτη 15 Μαΐου και πάνω από 10.000 Έλληνες και Ελληνίδες τον αποχαιρετούν για πάντα στην τελευταία κατοικία του. Η ορχήστρα του μαγαζιού του «Στράτος» τον συνοδεύει για τελευταία φορά με όλες τις τεράστιες επιτυχίες της μυθικής καριέρας του και το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» πάνω απ’ όλα.

 

Η ζωή εδώ τελειώνει

σβήνει το καντήλι μου

κι η ψυχή σαν χελιδόνι

φεύγει απ’ τα χείλη μου

 

 {source}
<iframe width=»420″ height=»315″ src=»https://www.youtube.com/embed/taMwystxBP8″ frameborder=»0″ allowfullscreen></iframe>
    
{/source}