Την ανάγκη για ρεαλιστικές αποφάσεις από τη μεριά των Ευρωπαίων ηγετών σχετικά με το ελληνικό χρέος εκφράζει με έκθεσή του το ΔΝΤ, στην οποία περιέχονται όλα εκείνα τα τεχνικά στοιχεία που δείχνουν ότι η βιωσιμότητά του δεν μπορεί να εξασφαλιστεί με τους σημερινούς όρους.

Στη σημερινή του έκθεση για την Ελλάδα, το ΔΝΤ επισημαίνει ότι έπειτα από επτά χρόνια ύφεσης και μιας μεγάλης διαρθρωτικής προσαρμογής της τάξεως του 16% του ΑΕΠ, η χώρα μας κατάφερε τελικά να πετύχει μόνο ένα μικρό πρωτογενές πλεόνασμα το 2015.

Με αυτή τη λογική, θεωρεί εξαιρετικά φιλόδοξο το μεσοπρόθεσμο στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ. Η επίτευξη αυτού του στόχου απαιτεί ακόμη μέτρα περίπου 4,5% του ΑΕΠ.

 

Σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ, οι αναθεωρημένες προβλέψεις δείχνουν ότι το χρέος θα είναι περίπου 174% του ΑΕΠ μέχρι το 2020 και 167% από το 2022. Το χρέος αναμένεται να μειωθεί σταδιακά για να φτάσει κάτω από 160% το 2030. Υπάρχουν όμως εκτιμήσεις ότι από εκεί και πέρα θα αρχίσει και πάλι να ανεβαίνει, φτάνοντας περίπου 250% του ΑΕΠ μέχρι το 2060, καθώς το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους θα αυξάνει χρόνο με το χρόνο.

 

Η παράταση των προθεσμιών λήξης προς τον EFSF σε βάθος έως και 14 ετών, και προς τον ESM σε βάθος δεκαετίας θα μπορούσε να μειώσει το χρέος του Δημοσίου κατά 25% του ΑΕΠ μέχρι το 2060. Όπως όμως τονίζεται στην έκθεση, το μέτρο αυτό από μόνο του θα ήταν ανεπαρκές για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους. Υπό αυτές τις συνθήκες, όπως επισημαίνεται, η επανεξέταση των όρων του χρέους θεωρείται σημαντικό στοιχείο προκειμένου να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητά του.