Μια περίοδος που αποτελεί μαύρη σελίδα για τη δημοκρατία στη χώρα, άλλαξε την πολιτική πορεία και οδήγησε σε εθνικό διχασμό.

Το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκει τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τους φιλελεύθερους να επικρατούν ολοκληρωτικά στην εσωτερική πολιτική σκηνή με την εξορία του βασιλιά Κωνσταντίνου, την επιβολή στρατιωτικού νόμου, τη εκκαθάριση των δημοσίων υπηρεσιών από τους αντιβενιζελικούς, την αναγκαστική αποστρατεία όλων των αντιφρονούντων Βασιλοφρόνων αξιωματικών, την εξορία των είκοσι σημαντικότερων πολιτικών προσωπικοτήτων των αντιβενιζελικών. (Σας θυμίζει κάτι πρόσφατο;) 

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος σε αυτή την τριετία (1917-1920) βρισκόταν, κυρίως, στο εξωτερικό ασκώντας μια επιθετική εξωτερική πολιτική με διαδοχικούς σταθμούς τη σύμπραξη της Ελλάδος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στη νικηφόρα παράταξη της Αντάντ, τη συμμετοχή στην εκστρατεία της Μεσημβρινής Ρωσίας (κατά των κομμουνιστών) προς υπεράσπιση γαλλικών και βρετανικών οικονομικών συμφερόντων, την υποβολή σειράς υπομνημάτων με τις ελληνικές διεκδικήσεις στη Συνδιάσκεψη για την Ειρήνη των νικητών του Μεγάλου Πολέμου, την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη και τελικά το διπλωματικό θρίαμβο της Συνθήκης των Σεβρών. 

sevron

Τι έδινε η Συνθήκη των Σεβρών (28 Ιουλίου 1920)

Στην Ελλάδα παραχωρούνταν τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος και η ανατολική Θράκη μέχρι τη γραμμή της Τσατάλτζας κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Η περιοχή της Σμύρνης έμενε υπό την ονομαστική επικυριαρχία του σουλτάνου, αλλά θα διοικούνταν από Έλληνα αρμοστή ως εντολοδόχο των Συμμάχων, και θα μπορούσε να προσαρτηθεί στην Ελλάδα έπειτα από πέντε χρόνια με δημοψήφισμα. Το άρθρο 26 της Συνθήκης όριζε ακόμα ότι αν οι οθωμανικές αρχές δεν συναινούσαν στην εφαρμογή της, θα εξέπιπταν από την κυριαρχία τους στην Κωνσταντινούπολη, την οποία θα μπορούσε να καταλάβει η Ελλάδα, κάτι το οποίο έντεχνα είχε προωθήσει ο Βενιζέλος. 

Παράλληλα, η Βόρεια Ήπειρος ενσωματωνόταν στην Ελλάδα με το μυστικό Σύμφωνο Βενιζέλου – Τιτόνι. Η Ιταλία συμφώνησε ακόμα να παραχωρήσει τα Δωδεκάνησα (εκτός από τη Ρόδο και το Καστελόριζο) στην Ελλάδα, και όταν η Βρετανία έδινε στο μέλλον την Κύπρο στην Ελλάδα, τότε (μετά από δημοψήφισμα) θα παραχωρούνταν και αυτά τα νησιά (η συμφωνία ακυρώθηκε αργότερα από την Ιταλία το 1922). 

Τα στενά των Δαρδανελίων και η θάλασσα του Μαρμαρά αποστρατιωτικοποιήθηκαν και έγιναν προσωρινά διεθνής περιοχή, οι Σύμμαχοι απέκτησαν τον οικονομικό έλεγχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τέλος καθορίζονταν η ισότητα και τα δικαιώματα των χριστιανικών μειονοτήτων. 

Η επικύρωση της Συνθήκης δεν έγινε από κανένα συμμαχικό κοινοβούλιο (ούτε από το ελληνικό), καθώς μετά την επαναφορά του Κωνσταντίνου στον ελληνικό θρόνο διαταράχθηκαν οι σχέσεις με τις συμμαχικές δυνάμεις, οι οποίες ποτέ δεν τον αναγνώρισαν ως αρχηγό του ελληνικού κράτους. 

Η απόπειρα δολοφονίας κατά του Βενιζέλου

Μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα επέστρεφε στις 30 Ιουλίου 1920 από τη Γαλλία στην Ελλάδα με το τρένο από το σιδηροδρομικό σταθμό της Λιόν. Εκεί, την ώρα της επιβίβασης, δύο απότακτοι αντιβενιζελικοί αξιωματικοί -ο υπολοχαγός Μηχανικού Γεώργιος Κυριάκης και ο υποπλοίαρχος Απόστολος Τσερέπης- αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν τον Έλληνα πρωθυπουργό, πυροβολώντας τον με τα περίστροφά τους από κοντινή απόσταση. Έριξαν πάνω από 10 σφαίρες συνολικά, με τον Βενιζέλο να τραυματίζεται ελαφρά στον αριστερό ώμο και χέρι. Η αποτυχία τους ήταν αποτέλεσμα της ψύχραιμης αντίδρασης του Έλληνα πρωθυπουργού, που όταν ένιωσε τον κίνδυνο άρχισε να τρέχει δεξιά-αριστερά, σε συνδυασμό προς την τυχαία πτώση του πίσω από αποσκευές και την ανεξήγητη αστοχία, σχεδόν εξ επαφής, των υποψήφιων δολοφόνων. 

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος νοσηλεύτηκε για μια μέρα σε γαλλικό νοσοκομείο και όταν ανάρρωσε, παρέστη ως μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη των δύο επίδοξων δολοφόνων του. Στην κατάθεσή του άφησε σαφείς υπαινιγμούς για συνωμοσία κατά της ζωής του από τον εξόριστο βασιλιά Κωνσταντίνο. Οι δύο κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε πολυετείς ποινές, μένοντας για πολλά χρόνια στις γαλλικές φυλακές. 

Τα «Ιουλιανά» του 1920

Η είδηση της απόπειρας δεν έγινε αμέσως γνωστή στην Αθήνα, παρά μόνο το μεσημέρι της 31ης Ιουλίου του 1919. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Εμμανουήλ Ρέπουλη, αντιπροέδρου της κυβερνήσεως Βενιζέλου, προσπάθησε ο ίδιος να κρύψει την είδηση, αλλά ήδη ανεπίσημες φήμες στην πόλη διέδιδαν το θάνατο του Βενιζέλου. Αμέσως μετά την κυκλοφορία της «είδησης», ένα οργισμένο πλήθος βενιζελικών παρακρατικών ξεχύθηκε στους αθηναϊκούς δρόμους ζητώντας εκδίκηση, και κρατώντας ρόπαλα και λοστούς επιτέθηκαν αρχικά κατά των γραφείων όλων των αντιβενιζελικών εφημερίδων καταστρέφοντας αυτά σχεδόν ολοσχερώς («Η Πολιτεία», «Η Καθημερινή», το «Σκριπ», «Η Εσπερινή»), αμέσως δε μετά επιτέθηκαν στις οικίες των συγγενών των επίδοξων δολοφόνων, προκάλεσαν εκτεταμένες ζημιές στο θέατρο της Κοτοπούλη (γνωστής οπαδού της αντιπολίτευσης και του εξόριστου βασιλιά), αρκετές ζημιές σε ζαχαροπλαστεία, καφενεία και άλλα καταστήματα γνωστών αντιβενιζελικών πολιτών, ενώ λεηλάτησαν και τις οικίες των ηγετών της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως», καταστρέφοντας σχεδόν ολοσχερώς την οικία του πρώην πρωθυπουργού Στέφανου Σκουλούδη.

 

Το βενιζελικό όργιο βίας και λεηλασίας είχε μικρή διάρκεια, αλλά ήταν πολύ αποτελεσματικό. Ξεκίνησε στις 12.00 το μεσημέρι και σταμάτησε στις 19.00, όταν ξεκίνησε η δοξολογία στη Μητρόπολη για τη σωτηρία του Ελευθέριου Βενιζέλου. Όλα τα στελέχη της αντιπολίτευσης κρύβονταν κατατρομοκρατημένα, κανείς αντιβενιζελικός δεν αντέδρασε (αυτή ήταν η κύρια αιτία που δεν υπήρξαν θύματα), ενώ τα όργανα της τάξης του κράτους παρακολουθούσαν διακριτικά την κατάλυση κάθε έννοιας έννομης τάξης. Οι υλικές ζημιές που προκλήθηκαν ήταν σοβαρές, αλλά αυτό που συγκλόνισε την ελληνική κοινή γνώμη ήταν η αναίτια και εν ψυχρώ δολοφονία του Ίωνος Δραγούμη. 

Ion Dragumis monument

Η δολοφονία του Ίωνος Δραγούμη

Ο Ίων Δραγούμης πληροφορήθηκε την είδηση της απόπειρας νωρίς το μεσημέρι. Οδήγησε τη Μαρίκα Κοτοπούλη στο σπίτι της στην Κηφισιά για να την προστατεύσει από τυχόν βιαιοπραγίες εις βάρος της, λόγω των πολιτικών της φρονημάτων, και υπό το καθεστώς μιας έντιμης αλλά μοιραίας αντίληψης του καθήκοντος, αποφάσισε να επιστρέψει στα γραφεία της εφημερίδας του, ώστε να επιμεληθεί την έκδοσή της. Είχε απόλυτη συναίσθηση του κινδύνου της απόφασής του. Ένιωθε την υποχρέωση να μην κρυφτεί αλλά να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες του ως ένα από τα ηγετικά στελέχη της αντιπολίτευσης. 

Κατέβηκε με το αμάξι του την οδό Κηφισίας ώς το ύψος των Αμπελοκήπων στην τότε έπαυλη Θων. Εκεί τον σταμάτησε μια ομάδα ενόπλων που ανήκαν στο περίφημο τάγμα ασφαλείας του Παύλου Γύπαρη. Ο Δραγούμης συναισθάνθηκε τον κίνδυνο και ζήτησε από τον οδηγό να προχωρήσει. Οι ένοπλοι όμως ακινητοποίησαν το αυτοκίνητο, συνέλαβαν τον Δραγούμη, τον χτύπησαν στο πρόσωπο και τον οδήγησαν βίαια στο στρατώνα του τάγματός τους. Στο προαύλιο του στρατώνα βρίσκονταν ο Παύλος Γύπαρης, διοικητής των βενιζελικών ταγμάτων ασφαλείας, παλαιός γνώριμος του Δραγούμη από το Μακεδονικό Αγώνα, και ο Εμμανουήλ Μπενάκης, επίσης γνώριμος του Δραγούμη από τη θητεία του στην πρεσβεία της Αλεξάνδρειας. Αρχικά οι δύο άνδρες συζητούσαν χαμηλόφωνα κοιτάζοντας βλοσυρά τον Δραγούμη. Η αγωνιώδης αναμονή του αιχμαλώτου διήρκεσε 20 λεπτά. Ύστερα από ένα μυστηριώδες τηλεφώνημα που δέχτηκε, ο Γύπαρης διέταξε 18 στρατιώτες με οπλισμένα τα ντουφέκια να οδηγήσουν τον Δραγούμη αιχμάλωτο, πεζή, ώς το φρουραρχείο. 

Οι στρατιώτες περιστοίχισαν τον Δραγούμη και τον οδήγησαν στη συμβολή των οδών Κηφισίας και Ρηγίλλης. Εκεί σταμάτησαν και τον έστησαν σε έναν μαντρότοιχο. «Δεν υπάρχει πλέον ελπίδα;» τους ρώτησε ο μελλοθάνατος μέσα στην επιθανάτια αγωνία του. Κανείς από τους ενόπλους δεν απάντησε. Πρότειναν όλοι τα όπλα τους και έριξαν στον άτυχο άνδρα εξ επαφής χωρίς καν παράγγελμα. Ο Δραγούμης δεν αντιστάθηκε ούτε και προσπάθησε να ξεφύγει από τους δολοφόνους του. Ήρεμα στάθηκε μπροστά τους, κοιτώντας τον αττικό ουρανό που τόσο ύμνησε και αγάπησε, για τελευταία φορά… Οι εύστοχες ριπές των όπλων τον άφησαν στον τόπο χωρίς πνοή. Οι δολοφόνοι του πλησίασαν τη σορό του και τον λόγχισαν για να βεβαιωθούν για το θάνατό του. Αμέσως μετά επέστρεψαν στο στρατώνα τους. 

Οι αντιδράσεις

Το πτώμα του Δραγούμη έμεινε σκυλευμένο στο πεζοδρόμιο για πολλές ώρες. Αργά το απόγευμα μεταφέρθηκε στο νεκροτομείο, όπου έπειτα από ειδοποίηση αργά το βράδυ, προσήλθε τραγική μορφή ο γηραιός πατέρας του Στέφανος Δραγούμης (πρώην πρωθυπουργός και τελευταίος ύπατος αρμοστής στην Κρήτη) για να αναγνωρίσει το νεκρό γιο του. Η οικογένεια του νεκρού απαίτησε νεκροψία που έδειξε ότι ο άτυχος άνδρας έφερε 9 σφαίρες στο κορμί του, έντεκα λογχισμούς διαμπερείς  με ξιφολόγχη και κάταγμα του αριστερού μηρού από υποκόπανο όπλου. 

Την επομένη δεν κυκλοφόρησε (όπως είναι λογικό μετά την καταστροφική λαίλαπα της προηγούμενης ημέρας) καμία εφημερίδα της αντιπολίτευσης. Όλες οι βενιζελικές εφημερίδες φιλοξενούσαν την είδηση της απόπειρας κατά του Βενιζέλου, αφιερώνοντας λίγες μόνο λέξεις για τη στυγερή δολοφονία. Αρκετές μάλιστα υποστήριζαν ότι ο Δραγούμης σκοτώθηκε ενώ προσπαθούσε να ξεφύγει. Κάποιες δε, υποστήριξαν ότι οι εκτελεστές ήταν σε αυτοάμυνα, γιατί δήθεν τους άνοιξε πυρ ο Δραγούμης με το περίστροφό του! Αντιπολιτευόμενες εφημερίδες κυκλοφόρησαν δέκα μέρες μετά, αποκαθιστώντας την αλήθεια. 

Η κηδεία του έγινε μέσα σε ανείπωτη θλίψη από τους οικείους του και συνοδεύτηκε από ένα μεγάλο πλήθος πολιτών. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος συγκλονίστηκε όταν έμαθε το στυγερό έγκλημα και αμέσως απέστειλε θερμό συλλυπητήριο τηλεγράφημα στον πατέρα του Δραγούμη, φανατικό πολιτικό του εχθρό. Κατά τραγική ειρωνεία ο Ίων Δραγούμης συνελήφθη πηγαίνοντας στο γραφείο του περιοδικού που εξέδιδε τότε («Πολιτική Επιθεώρηση»), για να γράψει άρθρο που να καταγγέλλει την απόπειρα δολοφονίας κατά του Βενιζέλου. Ο ίδιος ο Βενιζέλος, στο Παρίσι, όταν του ανήγγειλαν τη δολοφονία του Δραγούμη αναφώνησε συγκλονισμένος: «Φρικτό! Φρικτό! Φρικτό!» 

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα μερίμνησε προσωπικά για την ανεύρεση των δολοφόνων, αλλά όχι και για την ανεύρεση τυχόν ηθικών αυτουργών (αν υπήρχαν). Έτσι τα μέλη του εκτελεστικού αποσπάσματος, που είχαν φυγαδευτεί στην Κρήτη από τους βενιζελικούς, παραπέμφθηκαν σε δίκη. 

Σε προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στην ελληνική Βουλή για τα τραγικά γεγονότα, ο αντικαταστάτης του πρωθυπουργού εν απουσία του Εμμανουήλ Ρέπουλης προσπάθησε άνευρα και ομολογουμένως διόλου πειστικά να υποστηρίξει την κυβερνητική εκδοχή των γεγονότων για δήθεν σύντονες προσπάθειές του να αποφευχθούν τα επεισόδια και η δολοφονία. Στις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης απάντησε με δικαιολογίες και υπεκφυγές, ενώ στο τέλος ανήγγειλε εμφανώς συντετριμμένος και πιθανή πρόθεσή του να εγκαταλείψει το δημόσιο βίο. Η ηθική αυτουργία του φόνου χρεώθηκε στον ίδιο τον Γύπαρη και στον Μπενάκη, χωρίς όμως ποτέ να αποδειχθεί κάποια κατηγορία. Το 1922 ο Μπενάκης παραπέμφθηκε σε δίκη για ηθική αυτουργία αλλά απαλλάχτηκε, με την κόρη του, την Πηνελόπη Δέλτα, να είναι κατηγορηματική στο αρχείο της για την αθωότητα του πατρός της. 

Η δολοφονία του Ίωνος Δραγούμη στιγμάτισε τον πολιτικό βίο της χώρας βαθαίνοντας το ψυχικό χάσμα ανάμεσα στους δύο κόσμους (βενιζελικών-αντιβενιζελικών), επιβεβαίωσε την κοινωνική αίσθηση για το βενιζελικό αυταρχισμό στην άσκηση της εξουσίας και τελικά αποτέλεσε ρυθμιστικό παράγοντα για το απρόσμενα θετικό αποτέλεσμα για την «Ηνωμένην Αντιπολίτευσιν» στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, κάτι που υποβαθμίζει συστηματικά η σύγχρονη ελληνική ιστοριογραφία.