Πάντοτε πίστευα στα μαγαζιά που κουβαλάνε στην πλάτη τους μια ιστορία. Στo Περιστέρι του σήμερα υπάρχουν μάλλον ελάχιστα τέτοια. Πολύ περισσότερο μετρημένα στα δάχτυλα είναι εκείνα που κατάφεραν να διατηρήσουν το παλιό στοιχείο αποφεύγοντας έναν αποτυχημένο “εκσυγχρονισμό”. Περιορίζοντας – φυσικά- την αναφορά μου σε χώρους με φαγητό. Ένα από αυτά είναι και »Στου Μπέλλου’.’

Απ’ τον καιρό που άνοιξε αυτή η ταβέρνα, μεσολάβησαν κοσμογονικές αλλαγές. Πήρε φωτιά η υδρόγειος κάμποσες φορές, ματαιώθηκαν ιδεολογίες, διασπάστηκαν πόλεις και λαοί. Τίποτα όρθιο δεν έμεινε. Κούνια που σε κούναγε – η ταβέρνα έμεινε όρθια. Αυτή και κάμποσες άλλες. Ο ρόλος της ταβέρνας βέβαια κυρίως ψυχοκοινωνικός. Ένα πεδίο λαϊκής ζωτικότητας είναι. Ξεδιπλώνονται γλέντια τελετουργικά. Γλέντια σφοδρά, γλεντάς με την ψυχή σου, συντονίζεσαι.

Η είσοδος του μαγαζιού θυμίζει μόνο κάτι από την σύγχρονη εποχή. Το φαγητό παραδοσιακό. Πιάτα ζεστά, όπως αυτά που έφτιαχνε η γιαγιά και μοσχομύριζε όλη η γειτονία. Το βράδυ φυσικά η ψησταριά παίρνει φωτιά. Εκεί ο Σωτήρης-Ευαγγελία θα ετοιμάσουν το μενού που σήμερα δύσκολα το βρίσκεις (λόγω της νεογκουρμεδιάς που έχει φάει τον Έλληνα, αλλά αναζητεί στο τέλος το παιδάκι του, το λουκάνικο του, την προβατίνα κ.α).

Εκεί, από το πρωί αναμειγνύονται οι γενιές, έφηβοι και παππούδες στοιχίζονται, τσουγκρίζουν ποτήρια, ξιφομαχούν με μαχαιροπίρουνα, γεμίζουν σταχτοδοχεία. Θα δουν τους αγώνες του (σ.σ Τσάμπιονς Λίγκ-Ντέρμπι), και στο Σάββατο θα χορέψουν και θα τραγουδήσουν μέσα από τις ρεμπέτικες μελωδίες. Ισοπολιτεία. Είναι μια αληθινή ζωή που ζεσταίνει τον οποιοδήποτε.

Εν κατακλείδι, από την αυταρέσκεια και τον φενακισμό της νέοταβέρνας προτιμούμε σίγουρα αυτό. Το καλτ ταβερνάκι του Μπέλλου στο Περιστέρι.