Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Όλα για τη γυναίκα: Αλμοδόβαρ, Οζόν και Γιμού σκιτσάρουν συναρπαστικά γυναικεία πορτρέτα.

**** Ιουλιέτα

Julieta. Ισπανία, 206. Σκηνοθεσία-σενάριο: Πέδρο Αλμοδόβαρ. Ηθοποιοί: Αδριάνα Ουγκάρτε, Έμα Σουάρεζ, Μισέλ Γένερ, Ρόσι Ντε Πάλμα. 99΄

Η ενοχή και η εξιλέωση είναι θέματα που βρίσκονται στο επίκεντρο της νέας, εξαιρετικής ταινίας «Ιουλιέτα» του Πέδρο Αλμοδόβαρ.

Βασισμένη σε τρία διηγήματα γραμμένα από τη βραβευμένη με Νόμπελ Καναδέζα συγγραφέα Άλις Μάνρο, μεταφερμένα από τον Καναδά στην Ισπανία, η ταινία αφηγείται τις προσπάθειες μιας μητέρας να βρει και να επανασυνδεθεί με την εξαφανισμένη, εδώ και 13 χρόνια, κόρη της. Ο Αλμοδόβαρ συνδυάζει τις τρεις διαφορετικές ιστορίες της Μάνρο, σε μια, με κύριο πάντα χαρακτήρα την Ιουλιέτα, αντικαθιστώντας το χαμηλών τόνων στιλ της Μάνρο, με το δικό του, γεμάτο έξαρση, στιλ.

 

Την αιτία του αναπάντεχου, μαρτυρικού για την Ιουλιέτα, χωρισμού, που δείχνει να την έχει μετατρέψει σε ένα είδος ζόμπι, μαθαίνουμε σταδιακά, μέσα από ενδιάμεσα φλας-μπακ με αφορμή το γράμμα που γράφει η μητέρα προς την κόρη της, ελπίζοντας πως αυτή θα το διαβάσει όταν επιστρέψει. Οι ενοχές, όπως θα ανακαλύψουμε στη συνέχεια, δεν περιορίζονται στην Ιουλιέτα, αλλά επεκτείνονται και στην κόρη της, Αντία, και σε μια φίλη, ερωμένη του νεκρού συζύγου της Ιουλιέτας.

 

Αντίθετα με προηγούμενα εξίσου θαυμάσια μελοδράματά του («Το δέρμα που κατοικώ», «Όλα για τη μητέρα μου», «Μίλα της», «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης»), αυτή τη φορά ο Αλμοδόβαρ αφηγείται τη μαρτυρική πορεία της μητέρας, μέσα από ένα πολύπλοκο, πολυδιάστατο, πλούσιο σε χαρακτήρες, σωστά δομημένο, σενάριο, με ένα λιτό, χωρίς φιοριτούρες, ρεαλιστικό στιλ, πολύ πιο κοντά στις ταινίες σκηνοθετών όπως ο Ντάγκλας Σερκ και ο Τζορτζ Κιούκορ (οι σκηνές του ψαρά συζύγου, που ξεκινά να ψαρέψει στη διάρκεια μιας καταιγίδας, φέρνουν στο νου τη σκηνή του Τζέιμς Μέισον στην ταινία του Κιούκορ, «Ένα αστέρι γεννιέται»), με την κάμερα να καταγράφει επίμονα και από κοντά τις εκφράσεις, τις αντιδράσεις και την όλη συμπεριφορά των ηθοποιών του, ιδιαίτερα των δύο γυναικών (Έμα Σουάρεζ και Αδριάνα Ουγκάρτε) που ερμηνεύουν την Ιουλιέτα σε διαφορετικές ηλικίες. Αποτέλεσμα, ένα ακόμη δυνατό, συναρπαστικό μελόδραμα (το πιο σκοτεινό του, αξίζει να αναφέρω), από τον 67χρονο σκηνοθέτη που δείχνει να μην έχει χάσει τίποτα από την έμπνευσή του.

 

**** Φραντζ

Frantz. Γαλλία, 2016. Σκηνοθεσία: Φρανσουά Οζόν. Σενάριο: Φρανσουά Οζόν, Φιλίπ Πιάτζο. Ηθοποιοί: Πιέρ Νινέ, Πάουλα Μπέερ, Ερνστ Στότσνερ, Μαρί Γκρούμπερ. 113΄

 

Frantz

 

Δυο απλοί άνθρωποι, θύματα του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, που προσπαθούν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους, είναι τα κύρια πρόσωπα στην ταινία «Φραντζ» του Γάλλου Φρανσουά Οζόν, που χάρισε στην πρωταγωνίστριά του, Πάουλα Μπέερ, το βραβείο «Μαρτσέλο Μαστρογιάνι» καλύτερης ερμηνείας στο πρόσφατο φεστιβάλ της Βενετίας.

 

Η ταινία του Οζόν μας μεταφέρει στα 1919, σε μια μικρή γερμανική πόλη, ένα χρόνο μετά την ανακωχή και τη συνθήκη των Βερσαλλιών, που ακολούθησε το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Η Αννα, μια νεαρή Γερμανίδα (Πάουλα Μπέερ), εξακολουθεί να θρηνεί το θάνατο, στον πόλεμο, του νεαρού μνηστήρα της, ζωγράφου και θαυμαστή του Μανέ, Φραντζ. Ξαφνικά, μια μέρα, θα ανακαλύψει πως δεν είναι η μόνη επισκέπτρια που βάζει λουλούδια στον τάφο του Φραντζ. Τον τάφο επισκέπτεται καθημερινά και ένας βετεράνος του πολέμου, από την άλλη «όχθη», ο Γάλλος Αντριέν (Πιέρ Νινέ), που κάποια στιγμή θα εκμυστηρευτεί σ΄ αυτήν και τους γονείς του Φραντζ, πως ήταν φίλος με το νεκρό, όταν σπούδαζαν στο Παρίσι.

 

Η ιστορία της ταινίας ξεκίνησε αρχικά ως θεατρικό έργο που, το 1931, στη χολιγουντιανή του περίοδο, ο μεγάλος Γερμανός σκηνοθέτης Έρνστ Λούμπιτς μετέτρεψε σε ένα ωραίο μελόδραμα, κάλεσμα ταυτόχρονα για ειρηνισμό, με τον τίτλο «Broken Lullaby». Στη δική του ταινία, με ένα δεύτερο μέρος που πρόσθεσε ο ίδιος (εκείνο της Αννας που πάει στο Παρίσι σε αναζήτηση του Αντριέν) ο Οζόν, εκτός από το θέμα της αποδοχής της ήττας αλλά και της συμφιλίωσης, πράγμα που δεν ήταν εύκολο σε μια χώρα που ήταν αναγκασμένη να δεχτεί την ταπεινωτική συνθήκη των Βερσαλλιών (που όπως γνωρίζουμε θα οδηγήσει στον Χίτλερ και το φασισμό), στρέφεται και σε θέματα όπως αυτό του έρωτα (διπλού στην περίπτωση, της Αννας, έρωτα για το νεκρό μνηστήρα και, στη συνέχεια, για τον Αντριέν), των ενοχών αλλά και του ψέματος και της συγγνώμης.

 

Πέρα από το θέμα της συμφιλίωσης ανάμεσα στις δυο χώρες, ο Οζόν επικεντρώνεται στην ανάπτυξη του χαρακτήρα της Άνας, παρουσιάζοντάς μας μια γυναίκα που προσπαθεί, μέσα από τη νοσηρή ατμόσφαιρα των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, να βάλει τάξη στα αισθήματά της και να ανακτήσει και πάλι το πάθος για ζωή. Όλα δοσμένα με εκπληκτική άνεση, με πλάνα στιλιζαρισμένα, χωρίς να αρνείται το κλασικό μελόδραμα, με μια κάμερα που αφήνει χώρο στα άτομα να αναπνεύσουν, με τα τρία βασικά του πρόσωπά να κινούνται σε χώρους, φωτογραφημένους σε μαυρόασπρο φιλμ, που τονίζει τα αισθήματα και τις θλιβερές, νοσηρές συχνά, καταστάσεις που κυριαρχούν στο μεγαλύτερο τμήμα της ταινίας, με εξαίρεση ορισμένες σκηνές ηρεμίας και χαράς (ιδιαίτερα στους περιπάτους στο δάσος και στο ποτάμι του ζευγαριού Άννας-Αντριέν, καθώς και στη σκηνή του φινάλε με τον πίνακα του Μανέ να αποκτά τελικά τα πλούσια χρώματά του) που γυρίστηκαν σε έγχρωμο φιλμ.

 

**** Η μεγάλη επιστροφή

Coming Home. Κίνα, 2014. Σκηνοθεσία: Ζανγκ Γιμού. Σενάριο: Γιάνγκ Γκέλινγκ, Ζου Ζινγκ-ζινγκ. Ηθοποιοί: Γκονγκ Λι, Τσεν Νταόμινγκ, Ζανγκ Χουιγέν, Γιάν Νί. 108′

 

amnesia

 

Στην περίοδο της Πολιτιστικής Επανάστασης επιστρέφει ο Κινέζος σκηνοθέτης Ζανγκ Γιμού στη νέα του αυτή ταινία για να αφηγηθεί το δράμα της Φεν και του Λου, ενός ζευγαριού, που χωρίζεται βίαια εξαιτίας των πολιτικών πεποιθήσεων του άντρα. Ο Λου, όταν, μετά από 20 χρόνια, επιστρέφει από το στρατόπεδο εργασίας όπου είχε σταλεί, θα ανακαλύψει πως η γυναίκα του δεν τον θυμάται.

 

Ο Γιμού καταγράφει, από τη μια, το δράμα της γυναίκας που έχει χάσει τη μνήμη της και που εξακολουθεί να είναι δεμένη με ένα παρελθόν όπως αυτή το εχει φτιάξει μυαλό της (εξακολουθεί να αγαπά τον άντρα της που τον περιμένει να επιστρέψει, διαβάζει τα γράμματα του, και περνά ώρες αναπολώντας την παλιά ζωή της) και από την άλλη τις προσπάθειες του Λου να βρίσκεται με διάφορους τρόπους (με συχνές μεταμφιέσεις) κοντά της. Ενώ, παράλληλα, μέσα από την ιστορία της Νταν Νταν, της έφηβης κόρης του Λου, παρακολουθούμε τις προσπάθειες της νέας γενιάς να συμφιλιωθεί (φτάνοντας στο σημείο ακόμη και να προδώσει) για να μπορέσει να προχωρήσει σε μια νέα (με διαφορετικό τρόπο ελεγχόμενη;) ζωή.

 

Με εικόνες, όπως σε όλες τις ταινίες του, εικαστικά λαμπρές, δοσμένες με λυρισμό αλλά και μια αίσθηση θλίψης, με ένα καλογραμμένο σενάριο, με ωραία ατμοσφαιρική μουσική, και με εξαιρετικές ερμηνείες (ιδιαίτερα από τη Γκονγκ Λι), ο Γιμού βρίσκει την ευκαιρία να εξερευνήσει σε βάθος τα αισθήματα και τη δύναμη του έρωτα, τις σχέσεις ανάμεσα στα πρόσωπα, μαζί με τα θρυμματισμένο τους όνειρα, και να καταγράψει τα πολιτικά και προσωπικά γεγονότα (ιδιαιτέρα εκείνα που συνέβησαν στη διάρκεια της απουσίας του Λου), δίνοντας τον αναγκαίο χώρο στους βασανισμένους χαρακτήρες του να επουλώσουν τα τραύματά τους και να βρουν το δρόμο τους στη ζωή.