Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Τελευταία μέρα σήμερα του διαγωνιστικού προγράμματος του 72ου φεστιβάλ των Κανών, με την κριτική επιτροπή, με πρόεδρο τον διάσημο Μεξικανό σκηνοθέτη Αλεχάντρο Γκονζάλεζ Ιναρίτου, να έχει να αντιετωπίσει αρκετές δυσκολίες στην απόφαση για την απονομή του Χρυσού Φοίνικα καλύτερης ταινίας, που θα αναγγελεθεί, μαζί με τα άλλα βραβεία, της εκδήλωσης, στην αυριανή τελετή. Ο λόγος είναι πως φέτος, υπάρχουν αρκετές πολύ καλές ταινίες, όχι μόνο από Ευρώπη αλλά και από Αμερική και Ασία, που θα το διεκδικήσουν.

Ανάμεσα πάντως στα φαβορί για το μεγάλο βραβείο του φεστιβάλ είναι οι ταινίες «Παράσιτο» του Κορεάτη Μπονγκ Τζουν Χο, «Μια κρυμμένη ζωή» του Αμερικανού Τέρενς Μάλικ, «Πόνος και φήμη» του Ισπανού Πέδρο Αλμοδόβαρ, «Η λίμνη με τις αγριόπαπιες» του Κινέζου Ντιάο Γινάν και «Ο προδότης» του Ιταλού Μάρκο Μπελόκιο. Ενώ, ανάμεσα στα αουτσάιντερ (ίσως και για ένα από τα άλλα βραβεία: Μέγα Βραβείο, Ειδικό Βραβείο ή και Σκηνοθεσίας), αναφέρω τις ταινίες «Οι άθλιοι» του Γάλλου Λατζί Λι, «Sorry We Missed You» του Κεν Λόουτς, «Ο νεαρός Αχμέντ» των αδερφών Νταρντέν και «Πορτρέτο ενός φλεγόμενου κοριτσιού» της Γαλλίδας Σελίν Σιαμά.

Εντυπωσιακή (και αρκετά προκλητική) η σημερινή, τελευταία μέρα του διαγωνιστικού τμήματος, με την επιστροφή του τυνησιακής καταγωγής Γάλλου σκηνοθέτη Αμπντελατίφ Κεσίς, με την ταινία «Μεκτπούμπ, αγάπη μου: intermezzo» δεύτερο μέρος μιας τριλογίας, που ξεκίνησε το 2017 με την ταινία «Μεκτούμπ, αγάπη μου, πρώτο τραγούδι», που είδαμε στο φεστιβάλ Βενετίας.

Η θάλασσα, οι μεσογειακές παραλίες της Γαλλίας, τα νυχτερινά μπαρ με τους χορούς και τη νεανική, εκκωφαντική μουσική, με τα νέα, ανέμελα παιδιά να φλερτάρουν (αγόρια με κορίτσια, κορίτσια με κορίτσια), με την κάμερα να επιμένει στη γυμνή σάρκα και τα οπίσθια των κοριτσιών, ήταν ήδη στο επίκεντρο της προηγούμενης, πρώτης ταινίας της τριλογίας, του Κεσίς, βραβευμένου το 2013 με το Χρυσό Φοίνικα για την ταινία του «Το γαλάζιο είναι το πιο ζεστό χρώμα».

Όπως και το πρώτο μέρος, το «Ιντερμέτζο» είναι ελεύθερα βασισμένο στο βιβλίο «La blessure la vraie» του Φρανσουά Μπεγκοντό, με φόντο τη Γαλλία της δεκαετίας του ’90, με τους δυο βασικούς ήρωες, τον 20χρονο φωτογράφο Αμίν και την 18χρονη Οφελί (με τους ίδιους ηθοποιούς, Σαϊν Μπουμεντίν και Οφελί Μπάου, στους ρόλους), να ξανασυναντιώνται προς το τέλος του καλoκαιριού. Ευκαιρία για τον 59χρονο σκηνοθέτη να συνεχίσει την διερεύνηση και καταγραφή του πάνω στην ενηλικίωση και το τέλος της αθωότητας, σε μια περίοδο που η νεολαία δεν είχε ακόμη κολλήσει στα κινητά, τα σέλφις και τα ατέλειωτα, αποξενωτικά, text.

Η ταινία χωρίζεται βασικά σε τρεις και μόνο σκηνές, με την πρώτη, στην παραλία του μικρού ψαροχωριού Σέτ, και τη συνάντηση των βασικών πρωταγωνιστών με τη Μαρί, το ξανθό κορίτσι από το Παρίσι, να κρατάει 45 περίπου λεπτά, τη δεύτερη, και πιο μεγάλη, στο μπαρ με τους ατέλειωτους, σέξι χορούς να καλύπτει το υπόλοιπο των 212 λεπτών ταινίας, μ’ εξαίρεση την πολύ σύντομη (μερικών μόνο λεπτών), τρίτη σκηνή του επιλόγου, που εκτυλίσσεται το επόμενο πρωί.

Στο διάστημα αυτό, ανάμεσα στους ατέλειωτους, αισθησιακούς χορούς, το ποτό και τα φλερτ, μαθαίνουμε για τα προβλήματα της έτοιμης να παντρευτεί Οφελί (έγκυος με το παιδί ενός άλλου και που τώρα θέλει να κάνει έκτρωση), του νυν εραστή της, Τονί και των άλλων (μαζί και το μεσήλικα θείου) της παρέας.

Ενώ αρχίζει να νυχτώνει, η κάμερα του Κεσίς διεισδύει στο νυχτερινό μπαρ, με την κάμερα να επιμένει στα όμορφα, ελκυστικά, σφριγηλά, αισθησιακά κορμιά (επίμονα φωτογραφημένα από τη μέση και κάτω), αισθησιακά κορμιά που για τον Κεσίς εκφράζουν τον πόθο περισσότερο από τα οποιαδήποτε λόγια, κορμιά που χορεύουν ξέφρενα, προκλητικά, τρεμουλιαστά, στην πίστα, με τα αγόρια να τις φλερτάρουν, ενώ, για μια ακόμη φορά βρίσκει την ευκαιρία να προκαλέσει (όπως είχε κάνει με το «Γαλάζιο είναι το πιο ζεστό χρώμα») με την πιο τολμηρή ερωτική σκηνή του, βάζοντας την Οφελί να κάνει στοματικό έρωτα, σε μια, δοσμένη με κάθε λεπτομέρεια hard-core σκηνή που κρατάει σχεδόν 15 λεπτά.

Η μεγάλη διάρκεια της ταινίας (όταν μάλιστα προβλήθηκε στις 10 το βράδυ και τέλειωσε στις 1.30 το πρωί), με τον Κεσίς να καταγράφει τις σκηνές του, με άνεση, με την ίδια χρονική διάρκεια που αυτές συμβαίνουν, χωρίς καθόλου να τις μοντάρει (το μοντάζ χρησιμοποιείται απλά για να περάνει από το ένα πλάνο στο άλλο και να καταγράφει τα δρώμενα από διάφορες πλευρές και διάφορα άτομα), καθώς και η προκλητική hard-core ερωτική σκηνή, οδήγησε αρκετούς να εγκαταλείψουν την αίθουσα πριν το τέλος της ταινίας, διχάζοντας τελικά τους κριτικούς στις απόψεις τους για το τελικό αποτέλεσμα της ταινίας.

Σίγουρα ο Κεσίς ρίχνει μια ηδονοβλεπτική ματιά πάνω στη γυναίκα και το σώμα της (ο κινηματογράφος όμως, έτσι κι αλλιώς, δεν έχει και μια ηδονοβλεπτική τάση, όπως μας το θυμίζει και ο Χίτσκοκ στο «Σιωπηλό μάρτυρα»;), ενώ η όλη γενική ματιά του παραμένει μια καθαρά ανδρική/μάτσο ματιά. Η καταγραφή όμως της ζωής των νεαρών αυτών παιδιών, σε μια συγκεκριμένη εποχή, έχει και κάτι το αθώο και ανέμελο, που, μέχρι σ’ ένα σημείο, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να μεταδώσει.

Δεν ξέρω πώς η κριτική επιτροπή του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ιναρίτου θα αντιμετωπίσει την ταινία του Κεσίς (ο οποίος ποτέ δεν έχει βραβευτεί στις Κάνες), η ιταλική όμως ταινία «Ο προδότης» του τακτικού στις Κάνες (6 φορές στο διαγωνιστκό αν και ποτέ βραβευμένου) σκηνοθέτη Μάρκο Μπελόκιο σίγουρα θα απασχολήσει την επιτροπή. Πρόκειται για μια ταινία γύρω από την ιταλική μαφία, και συγκεκριμένα την ονομαζόμενη Κόζα Νόστρα, βασισμένη σε αληθινά πρόσωπα και γεγονότα, και ιδιαίτερα στις αποκαλύψεις που έκανε στον δικαστή ο «προδότης» του τίτλου, Τομάζο Μπουσιέτα, μέλος της Κόζα Νόστρα (εξαίρετος στο ρόλο ο Πιερφραντζέσκο Φαβίνο), στον δικαστή Τζιοβάνι Φαλκόνε, που οδήγησαν σε καταδίκη περισσότερα από 300 άτομα της μαφίας, στις δίκες που έγιναν στο Παλέρμο ανάμεσα στα 1986 και 1993.

Ο Μπελόκιο, που παλιότερα μας είχε δώσει σημαντικές ταινίες με πολιτικό περιεχόμενο («Καλημέρα, νύχτα», «Vincere», «Εις το όνομα του πατρός») στρέφεται τη φορά αυτή στη μαφία για να καταγράψει, μέσα από τις αποκαλύψεις του Μπουσιέτα για την Κόζα Μόστρα (για την οποία τότε δεν γνώριζε σχεδόν τίποτα η Ιταλία), τόσο τις μεθόδους δράσης της μαφίας όσο και τη σχέση της με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα (ανάμεσά τους και τον Αντρεότι, με τον οποίο έρχεται σε αντιπαράθεση, κάποια στιγμή, στο δικαστήριο, ο Μπουσιέτα).

Από τους πιο σημαντικούς και πιο σκληρούς εκτελεστές της μαφία, πάντα όμως πιστός σ’ ένα παλιό κώδικα τιμής της Κόζα Νόστρα (ο ίδιος τονίζει πως δεν σκότωσε ποτέ παιδιά ή γυναίκα, ούτε μπλέχτηκε στη διακίνηση ηρωίνης), που, αντίθετα, ο νέος αρχηγός της μαφία παραμερίζει για να επιδοθεί σε άγριες δολοφονίες (μαζί και των παιδιών και περισσότερων συγγενών του Μπουσιέτα), ο Μπουσιέτα, ο οποίος, όταν ξέσπασε ο άγριος πόλεμος ανάμεσα σε δυο φατρίες της μαφία αποφάσισε να εγκαταλείψει την πλούσια και άνετη ζωή του στο Παλέρμο για να κρυφτεί, μαζί με τη γυναίκα του και μερικά από τα παιδιά του, στη Βραζιλία, εκδίδεται από τς βραζιλιανές αρχές για να σταλεί στην Ιταλία, όπου αποφασίζει να συνεργαστεί με τον δικαστή Φαλκόνε και ν’ αποκαλύψει τη λειτουργία της Κόζα Νόστρα και το ρόλο των μελών της στη δίκη που ακολούθησε.

Από τις πιο εντυπωσιακές δίκες, η δίκη αυτή καλύπτει και το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, με τον Μπελόκιο να αναπαριστά την όλη παράλογη ατμόσφαιρα του δικαστηρίου (με τον Μπουσιέτα να καταθέτει (προστατευμένος μέσα σε γυάλινο «κλουβί»), με τους κατηγορούμενους μαφιόζους, πίσω από ένα είδος αποκλεισμένων κλουβιών, να φωνάζουν, να βρίζουν και να ψεύδονται καθημερινά, για να φτάσουμε στη σκηνή της αναγγελίας της καταδίκης του καθενός ξεχωριστά, που ο Μπελόκιο επενδύει, με τρόπο ιδιοφυή, με μουσική από όπερα του Βέρντι. Μπορεί ο Κόπολα και ο Σκορσέζε να μας έδωσαν μια, σε επικό επίπεδο, εικόνα της δράσης της μαφίας, ο Μπελόκιο όμως διειεσδύει σε βάθος, με ερευνητική ματιά και πάντα με έμπνευση, για να καταγράψει την αληθινή, άγνωστη για πολλούς εικόνα της αληθινής μαφίας, που αν με το όνομα Κόζα Νόστρα έχει εξαφανιστεί, δυστυχώς η μαφία εξακολουθεί, όπως μου ανάφερε ο σκηνοθέτης, στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνέντευξη που μου έδωσε, να υπάρχει.