Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** Η κιβωτός των ανθρώπων

Francofonia. Γαλλία/Γερμανία/Ολλανδία, 2015. Σκηνοθεσία-σενάριο: Αλεξάντερ Σκούροφ. Φωτογραφία: Μπρούνο Ντελμπονέλ. 88΄

 

Με τη νέα του αυτή ταινία, ο Ρώσος Αλεξάντερ Σοκούροφ («Μολώχ», «Ταύρος», «Μητέρα και γιος», «Φάουστ») συνεχίζει το είδος του κινηματογράφου που ξεκίνησε με την ταινία «Ρωσική κιβωτός». Εδώ, τη θέση του Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης παίρνει το Μουσείο του Λούβρου, που ο Σοκούροφ παρουσιάζει στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, μέσα από δυο προσωπικότητες: τον Γάλλο Ζακ Ζογιάρ, διευθυντή τότε του Λούβρου και τον Γερμανό Φρανσίσκους Βολφ-Μέτερνιχ, που είχε αναλάβει, εκ μέρους του Χίτλερ, να καταγράψει τους θησαυρούς του μουσείου, θησαυρούς που οι ναζί, αντίθετα με τον Μέτερνιχ, ήθελαν ουσιαστικά να λεηλατήσουν. Και είναι χάρη στη συνεργασία των δυο αυτών ανθρώπων που τελικά διασώθηκαν οι ανεκτίμητοι θησαυροί του γαλλικού μουσείου.

 

Στόχος του Σοκούροφ είναι να καταδείξει τη σχέση της Ιστορίας με την τέχνη αλλά και το ρόλο της εξουσίας, ενώ ταυτόχρονα βρίσκει την ευκαιρία να κάνει και ένα είδος μεταφοράς για την ίδια την Ευρώπη και τον πολιτισμό της. Ύστερα από μια σειρά νιούσριλ, όπου παρακολουθούμε την είσοδο των Γερμανών στο Παρίσι και την επίσκεψη του Χίτλερ στον πύργο του Αϊφελ και στα Ηλύσια Πεδία, μπαίνουμε στο Λούβρο όπου ο κόμης Μέτερνιχ επισκέπτεται τον διευθυντή του μουσείου Ζογιάρ, από τους λιγοστούς υπαλλήλους του κράτους που αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τη θέση τους και ο οποίος, για να σώσει τους θησαυρούς του μουσείου από τα αρπακτικά χέρια των ναζί, είχε καταφέρει να κρύψει τους ανεκτίμητης αξίας πίνακες του Λούβρου σε ένα πύργο μακριά από το Παρίσι.

 

Ο Σοκούροφ καταγράφει τη συνεργασία των δυο αντρών ενώ παράλληλα περιφέρει την κάμερά του στα δωμάτια του μουσείου, παρουσιάζοντάς μας ορισμένους από τους καλύτερους, και υποτιθέμενα κρυμμένους, πίνακες μέσα από εικόνες που αποκτούν μια ξεχωριστή ομορφιά αλλά και ένα δικό τους μυστήριο, χρησιμοποιώντας ως «οδηγούς», τον Αυτοκράτορα Ναπολέοντα και τη Μαριάνα, τη γυναίκα που συμβολίζει τη γαλλική επανάσταση και που διαρκώς επαναλαμβάνει τις τρεις λέξεις των επαναστατών: ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη. Ενώ παράλληλα, μας μιλά και για το Ερμιτάζ και τον αγώνα των κατοίκων του Λένινγκραντ (της σημερινή Αγίας Πετρούπολης) ενάντια στους ναζί, μια ακόμη ιστορία της τέχνης ενάντια στην κατασταλτική εξουσία (με κάποιες εδώ θα έλεγα περιττές αναφορές και εικόνες που δεν προσθέτουν τίποτα το ενδιαφέρον στην υπόλοιπη ταινία. Συνολικά πάντως πρόκειται για μια σύνθετη, συναρπαστική, γοητευτική ταινία, στο επίπεδο των καλύτερων του σκηνοθέτη της.

 

gera

 

*** ½ – Στην αγκαλιά του φιδιού

El abrazo de la serpiente. Κολομβιανή, 2015. Σκηνοθεσία-σενάριο: Σίρο Γκέρα. Ηθοποιοί: Νίλμπιο Τόρες, Γιάν Μπίβοετ, Αντόνιο Μπολιβάρ. 125′

 

Με τους θρύλους και τις παραδόσεις μιας πρωτόγονης φυλής του Αμαζονίου και της σχέσης της με λευκούς εξερευνητές καταπιάνεται στην όμορφη αυτή, μαγευτική, γυρισμένη σε Μαυρόασπρο φιλμ, υποψήφια για το ξενόγλωσσο Όσκαρ, ταινία του, «Στην αγκαλιά του φιδιού», ο 35χρονος Κολομβιανός σκηνοθέτης Σίρο Γκέρα. Με βάση τα ημερολόγια δυο εξερευνητών (του Ολλανδού Θίοντορ Κοχ Γκράμπεργκ και του Αμερικανού Ρίτσαρντ Έβανς), του ενός στις αρχές του αιώνα και του άλλου 40 χρόνια μετά, ο Γκέρα παρακολουθεί παράλληλα τους δυο εξερευνητές, που, με τη βοήθεια του ίδιου Σαμάνου, του Καραμάκε (τελευταίου επιζώντα της φυλής του), αναζητούν ένα ιερό φυτό με θαυματουργές θεραπευτικές ικανότητες.

 

Αναζήτηση που θα μας οδηγήσει σε μια μαγευτική περιπλάνηση στη ζούγκλα του Αμαζονίου (φωνογραφημένη με πραγματική αγάπη και ομορφιά από τον Νταβίντ Γκαλέγκο), με τη φύση να παίζει σημαντικό ρόλο, κι όπου ο Καραμάκε, αγέρωχος υπερασπιστής μιας φυλής που έχει εξολοθρευτεί από άπληστους λευκούς που εκμεταλλεύονται και καταστρέφουν το τροπικό δάσος για να εμπορευτούν το καουτσούκ, αφορμή για τον σκηνοθέτη να φτιάξει μια ταινία με πολιτικό τελικά στόχο, μια ταινία ενάντια στην αποικιοκρατία, και την υποδούλωση ή και την εξαφάνιση ολόκληρων φυλών για χάρη του κέρδους.

 

Ο Γκέρα αφηγείται την ιστορία του με άνεση, με ένα ηθελημένα αργό ρυθμό, που, όμως, σε καμιά στιγμή δεν σε κουράζει αλλά σε τραβάει και σε καθηλώνει χάρη στη μαγεία των εικόνων και την όλη εκπληκτικά όμορφη ατμόσφαιρα (κάπου-κάπου με μια σκοτεινή νότα, όπως στις σκηνές της συνάντησης των ταξιδιωτών με ένα ιθαγενή, φρουρό μιας περιοχής εκμετάλλευσης καουτσούκ, ή εκείνες του καθολικού ορφανοτροφείου με τον ηλικιωμένο, βάναυσο ιερέα), ατμόσφαιρα από την οποία δεν λείπει και μια δόση χιούμορ. Μια εκπληκτική, συγκινητική τελικά, ταινία, ταυτόχρονα εθνογραφική, που έχει την ίδια ομορφιά και την αγάπη για τον άνθρωπο και τη φύση που συναντάμε στις ταινίες του Ρόμπερτ Φλάερτι, ιδιαίτερα τον «Ανθρωπο του Αράν» και το «Louisiana Story».

 

suntam

 

*** Suntan

Ελλάδα, 2016. Σκηνοθεσία: Αργύρης Παπαδημητρόπουλος. Σενάριο: Αργύρης Παπαδημητρόπουλος, Σύλλας Τζουμέρκας. Ηθοποιοί: Μάκης Παπαδημητρίου, Έλλη Τρίγκου, Ντίμι Χαρτ. 104΄

 

Στα προβλήματα της τρίτης ηλικίας στρέφεται ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος (Wasted Youth, Bank Bang) στην τρίτη, και καλύτερή του, αυτή ταινία. Ο ήρωάς του, ένας μεσήλικας γιατρός φτάνει στην Αντίπαρο για να αναλάβει το εκεί ιατρείο του νησιού, στη διάρκεια του χειμώνα, περίοδο μοναξιάς και μαυρίλας, όταν οι κάτοικοι δεν ξεπερνούν τους 800. Για κάποια αλλαγή θα πρέπει να περιμένει το καλοκαίρι και την άφιξη των ντόπιων και των ξένων τουριστών.

 

Τότε, «όλα καλά, πολύ μουνί», όπως του λέει ενθαρρυντικά ένας από τους διψασμένους για σεξ κατοίκους. Υστερα από μια κάπως αργή αρχή (που κρατάει 55 περίπου λεπτά) όπου παρακολουθούμε το γιατρό (με τον Μάκη Παπαδημητρίου εξαιρετικό στο ρόλο) στα καθημερινά του καθήκοντα και που, για ένα διάστημα, σε κάνει να αισθάνεσαι πως δεν πρόκειται να υπάρξει καμιά εξέλιξη, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να σε τραβήξει με την εμφάνιση του καλοκαιριού και την άφιξη μιας ελκυστικής, αδιάφορα προκλητικής νεαρής, του «ξανθού άγγελου» της ταινίας, κι όπου αρχίζει να εισβάλλει ο έρωτας στη μοναχική, απελπιστική ζωή του μέχρι τότε καταπιεσμένου σεξουαλικά γιατρού. Ένας παθιασμένος έρωτας που τον κάνει να γίνεται γελοίος στους άλλους και που δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε απογοητεύσεις και δράματα.

 

Η αφήγηση αρχίζει να αποκτά ενδιαφέρον, οι σκηνές έχουν και δύναμη και ρυθμό, η κάμερα κινείται άνετα, με πλάνα συχνά ευρηματικά (σε μια από τις καλύτερες σκηνές η κάμερα ακολουθεί τα δυο πρόσωπα από ψηλά, χωρισμένα σ’ ένα είδος «τοίχου» που δημιουργούν τα φυτά), δείχνοντας πως ο Παπαδημητρόπουλος έχει και έμπνευση και ικανότητα να ελέγξει και να εκμεταλλευτεί σωστά το υλικό του. Και αν, κάποια στιγμή, αρχίζεις να φοβάσαι πως το δράμα θα μετατραπεί σε τραγωδία ή και μελόδραμα, ευτυχώς, την τελευταία στιγμή, ο Παπαδημητρόπουλος το σώζει με ένα έξυπνο, αναπάντεχο φινάλε.

 

Tomathima

 

***Το μάθημα

Urok/The Lesson. Βουλγαρία/Ελλάδα, 2014. Σκηνοθεσία: Κριστίνα Γκρόζεβα, Πέταρ Βαλτσάνοβ. Ηθοποιοί: Μαργκίτα Γκόσεβα, Ίβαν Μπάρνεφ, Ιβάν Σάβοφ. 111΄

 

Η αλλαγή στην κοινωνική και πολιτική ζωή των χωρών του πρώην σοσιαλισμού, η ξαφνική εισβολή ενός απάνθρωπου καπιταλισμού, η διαφθορά και η γραφειοκρατία, η ανεργία και ο αλκοολισμός, είναι θέματα που απασχόλησαν και εξακολουθούν να απασχολούν, τα τελευταία χρόνια, τους νέους σκηνοθέτες των χωρών αυτών: από τους Ρουμάνους Κρίστιαν Μουντζίου («4 μήνες, 3 βδομάδες, 2 μέρες»), Κορνέλιου Πορουμπόιου («Αστυνομία, ταυτότητα», «12.08: East of Bucarest») και Κρίστι Πούιου («Η οδύσσεια του κυρίου Λαζαρέσκου») μέχρι το Ρώσο Αντρέι Ζβιαγκίντσεβ («Λεβιάθαν», «Ελενα»). Σ’ αυτούς πρέπει να προσθέσουμε και τους Βούλγαρους Μαργκίτα Γκόσεβα και Ίβαν Μπάρνεφ που με την ταινία τους κάνουν ένα σχόλιο πάνω στην κοινωνική κατάσταση στη σύγχρονη Βουλγαρία και όχι μόνο.

 

Η Μαργκίτα Γκόσεβα ερμηνεύει τη νεαρή, παντρεμένη και με μικρό κοριτσάκι, δασκάλα σε μια μικρή πόλη της Βουλγαρίας η οποία προσπαθεί να ανακαλύψει τον κλέφτη μαθητή στην τάξη της για να τον τιμωρήσει. Τα πράγματα όμως θα μπερδευτούν όταν η δασκάλα μπλέκεται σε δάνειο που παίρνει από έναν επικίνδυνο τοκογλύφο για να σώσει το σπίτι της που κινδυνεύει να χάσει εξαιτίας ενός αχαΐρευτου συζύγου.

 

Η ηρωίδα θέλει να διδάξει στους μαθητές της τις ηθικές αξίες, τη διαφορά ανάμεσα στο καλό και στο κακό, καθώς και να ζει η ίδια με βάση τις αξίες αυτές, αλλά η ζωή γύρω της δεν της το επιτρέπει, όπως ανακαλύπτει καθημερινά στην προσπάθειά της αρχικά να δανειστεί και στη συνέχεια να ξοφλήσει τα χρήματα που χρειάζεται για να ξοφλήσει το χρέος του σπιτιού της: στη σχέση με τον τοκογλύφο, με τη διεφθαρμένη αστυνομία, με τη γραφειοκρατία των τραπεζικών (ευκαιρία για μερικές δοσμένες με καυστικό χιούμορ σκηνές), στη σχέση με ένα πλούσιο (ύποπτο σχετικά με το πώς απέκτησε τα πλούτη του) πατέρα και την εκνευριστική του γκόμενα, αλλά και με τα παιδιά που βρίσκονται σε μια μεταβατική περίοδο της ζωής τους. Με λιτότητα, με αμεσότητα, και με μια έξοχη ερμηνεία από την Γκόσεβα, οι δυο σκηνοθέτες έφτιαξαν μια όμορφη, χαμηλών τόνων, ταινία. Ταινία που δεν σου δίνει λύσεις (η δήθεν λύση που παρουσιάζεται δεν είναι παρά ειρωνική) αλλά σε προβληματίζει και σε βάζει σε σκέψεις.

 

10 clover

 

*** 10 Cloverfield Lane

ΗΠΑ, 2016. Σκηνοθεσία: Νταν Τράχτενμπεργκ. Σενάριο: Τζον Κάμπελ, Μάθιου Στούκεν. Ηθοποιοί: Τζον Γκούντμαν, Μαίρη Ελίζαμπεθ Γουίνστεντ, Τζον Γκάλαγκερ Τζούνιορ. 103΄

 

Ταινία που κινείται ανάμεσα στον τρόμου και το μυστήριο, με κάποια δόση επιστημονικής φαντασίας , είναι αυτό το «10 Cloverfield Lane», πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη/σεναριογράφου Νταν Τράχτενμπεργκ. Η ιστορία παρακολουθεί μια νεαρή γυναίκα, η οποία, ύστερα από ένα αυτοκινητικό δυστύχημα, βρίσκεται κλεισμένη σ’ ένα υπόγειο καταφύγιο, μαζί με δυο άντρες, που της λένε πως δεν μπορεί να βγει στην επιφάνεια εξαιτίας κάποιας μεγάλης, πιθανόν χημικής, καταστροφής. Όπως θα μάθει σύντομα, ο ένας από τους άντρες (με τον Τζον Γκούντμαν πολύ καλό στο ρόλο) έχει φτιάξει το καταφύγιο ειδικά για το σκοπό αυτό.

 

Η σπάνια για τέτοιου είδους ταινία αρετή της ταινίας που πέτυχε ο σκηνοθέτης είναι η δημιουργία του σασπένς μέσα από τη σωστή, απειλητική, κλειστοφοβική ατμόσφαιρα. Με την κάμερα να κινείται γύρω από τα πρόσωπα, με ένα σφιχτό μοντάζ κι ένα γρήγορο ρυθμό (με μόνη επιφύλαξη το κομμάτι λίγο πριν το φινάλε, όπου η μόνη «αναφορά» στο πρώτο Cloverfield, κινδυνεύει να καταστρέψει την υπόλοιπη ατμόσφαιρα), ο Τράχτενμπεργκ έφτιαξε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα θρίλερ που είδαμε πρόσφατα.

 

{source}
<iframe width=»640″ height=»360″ src=»https://www.youtube.com/embed/yGF7vZALBQU» frameborder=»0″ allowfullscreen></iframe>
{/source}