ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Με τον Hendrix και τον Rocketman να «κλέβουν» την παράσταση

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** ½ Αναζητώντας τον Χέντριξ

Smuggling Hendrix. Κύπρος, 2018. Σκηνοθεσία-σενάριο: Μάριος Πιπερίδης. Ηθοποιοί: Αδάμ Μπουσδούκος, Βίκυ Παπαδοπούλου, Φατίχ Αλ, Οζγκούρ Καραντενίζ. 93΄

O κυπριακός κινηματογράφος δεν βρίσκεται απλώς σε ένα υψηλό επίπεδο αλλά και είναι ικανός να διεκδικήσει και διεθνή βραβεία, όπως έγινε με την ταινία «Αναζητώντας τον Χέντριξ» (αν και ο πραγματικός του τίτλος είναι «Φυγαδεύοντας τον Χέντριξ») του Μάριου Πιπερίδη, που ήδη κέρδισε το εγάλο Βραβείο στο Διεθνές Φεστιβάλ Ανεξάρτητου Κινηματογράφου του Σάντανς. Ο Χέντριξ βέβαια το τίτλου δεν είναι ο γνωστός τραγουδιστής και ροκ κιθαρίστας Τζίμι Χέντριξ αλλά απλώς μια αναφορά σ’ αυτόν, χάρη στο όνομα που δίνει στο σκύλο του ο Γιάννης, ένας χωρισμένος τριαντάρης, αποτυχημένος μουσικός, που ζει στη Λευκωσία.

Ενώ όλα δείχνουν να κυλούν ήρεμα στη χωρισμένη στα δυο, ύστερα από την τουρκική εισβολή, πρωτεύουσα του νησιού, κάποια στιγμή, ο Τζίμι Χέντριξ, το χαριτωμένο, συμπαθητικό σκυλί του Γιάννη, του ξεφεύγει και περνάει τη νεκρή ζώνη, για να βρεθεί στην υπό τουρκική κατοχή περιοχή του νησιού. Μόνο που όταν προσπαθεί να φέρει το σκυλί πίσω στην ελληνοκυπριακή πλευρά, αντιμετωπίζει μια απίθανη γραφειοκρατία που υποστηρίζει πως τα ζώα από τα κατεχόμενα δεν μπορούν να μεταφερθούν στην ελεύθερη ελληνοκυπριακή πλευρά γιατί, σύμφωνα με κάποιο κανόνα της Ευρωπαϊκή Ένωσης, υπάρχει κίνδυνος να μεταφέρουν αρρώστιες.

Κι αρχίζει ένας αγώνας με τον Γιάννη, που αναγκάζεται τελικά να χρησιμοποιήσει απρόθυμα τη βοήθεια τόσο ενός Τούρκου έποικου (τον οποίο δεν θέλουν ούτε οι Τουρκοκύπριοι, ούτε οι Ελληνοκύπριοι) όσο και της πρώην γυναίκας του και ενός φουκαρά Τουρκοκύπριου διακινητή ναρκωτικών, για να μπορέσει να ξαναφέρει στην ελεύθερη Λευκωσία το σκυλί του.

Με ωραίο ρυθμό, ευρηματικές καταστάσεις, που σχολιάζουν την όλη πολιτική κατάσταση στο νησί, όπου, με το εύρημα του Πιπερίδη, Ελληνοκύπριοι, Τουρκοκύπριοι και Τούρκοι από Τουρκία, αναγκάζονται να συνεργαστούν (ο έποικος διερωτάται πού θα πρέπει να πάει μια και ο ίδιος γεννήθηκε στην Κύπρο και δεν θέλει να επιστρέψει στην Τουρκία), όλα διανθισμένα με μπόλικο χιούμορ, ο Πιπερίδης έφτιαξε μια πέρα για πέρα απολαυστική κωμωδία, κωμωδία με πολιτικές αιχμές, που συνδυάζει, πολύ έξυπνα και με φαντασία, το σασπένς με το πολιτικό σχόλιο. Στα συν της ταινίας οι πολύ καλές ερμηνείες τόσο των τριών πρωταγωνιστών (Αδάμ Βουσδούκου, Fatih Al και Ozgur Karadeniz) όσο και της Βίκυς Παπαδοπούλου στο ρόλο της πρώην συζύγου του βασικού ήρωα.

«Το «Αναζητώντας τον Χέντριξ» αποτελεί μία ταινία που πραγματεύεται μια φιλία αταίριαστων, διαφορετικών ατόμων με μια υπολανθάνουσα ρομαντική πλοκή», αναφέρει στο σημείωμά του ο σκηνοθέτης. «Η αφοσίωση ενός άντρα στον σκύλο του, τον Jimi, αποτελεί το έναυσμα για να ξεδιπλωθούν σοβαρότερα θέματα. Η ιστορία αποτελεί μία ευκαιρία για να έρθουν οι δύο πλευρές του νησιού κοντά και να συνεργαστούν». Αυτή την προσπάθεια να έρθουν κοντά οι δυο πλευρές (οι τρείς θα έλεγα, μια και υπάρχουν και οι Τούρκοι έποικοι που είναι ένα διαφορετικό, πολύ μεγάλο πρόβλημα τόσο για τους Ελληνοκυπρίους όσο και για τους Τουρκοκυπρίους), μαζί και μια προσπάθεια επανεξέτασης των προκαταλήψεων είναι ένα από τα βασικά θέματα της όμορφης αυτής ταινίας.

*** Rocketman

ΗΠΑ, 2019. Σκηνοθεσία: Ντέξτερ Φλέτσερ. Σενάριο: Λι Χολ. Ηθοποιοί: Τάρον Έγκερτον, Τζέιμι Μπελ, Ρίτσαρντ Μάντεν, Τζέμα Τζόουνς, Μπράις Ντάλας Χάουορντ, Στίβεν Μάκιντος. 121΄

Ο Ντέξτερ Φλέτσερ είναι ένας από τους λιγοστούς, ευπρόσδεκτους εκείνους σκηνοθέτες που, αναλαμβάνοντας να μεταφέρουν στην οθόνη βιογραφικές ταινίες, αποφεύγουν τον παραδοσιακό τρόπο αφήγησης για να δώσουν μια άλλη, πιο συναρπαστική πλευρά τους. Αυτό ευτυχώς κάνει και με το «Rocketman», γύρω από τη ζωή του Ρέτζιναλντ Ντουάιτ, που, στη συνέχεια, θα γίνει διάσημος με το όνομα Έλτον Τζον.

Ήδη, με την προηγούμενη, βραβευμένη με 4 Όσκαρ, ταινία του, «Bohemian Rhapsody» (στην οποία είχε κληθεί την τελευταία στιγμή να αντικαταστήσει τον Μπράιαν Σίνγκερ) είχε δείξει τη δεξιοτεχνία του να αποφεύγει τα κλισέ, στη νέα του αυτή ταινία, με πλήρη ελευθερία (και με τον ίδιο τον Έλτον Τζον executive producer) μπόρεσε όχι μόνο να αναπτύξει ελεύθερα το πολύ ωραίο σενάριο του Λι Χολ, αλλά και να αναπαραστήσει σ’ ένα εντυπωσιακό camp drama, όλους τους δαίμονες ου κατατρέχουν τον μουσικό ήρωά του: εθισμός στο ποτό, στην ηρωίνη και πάνω απ’ όλα στις ομοφυλοφιλικές σχέσεις του σε μια εποχή (μιλάμε βασικά για εκείνη της δεκαετίας του ’70), που το να είσαι γκέι ήταν κρατιόταν ακόμη μυστικό.

Η πρώτη σκηνή μας παρουσιάζει έναν εντυπωσιακά ντυμένο, με κέρατα, κόκκινα γυαλιά και φτερά, Έλτον Τζον να μπαίνει σε μια κλινική αποτοξίνωσης και να δηλώνει στους άλλους ασθενείς, κοιτάζοντας προς την κάμερα: «Ονομάζομαι Έλτον Χερκούλις (¨Εκτορας) Τζον και είμαι αλκοολικός»! Στη συνέχεια, μαθαίνουμε και για όλους τους άλλους εθισμούς του (στην κοκαϊνη, στην ηρωίνη, στο σεξ), ενώ παρακολουθούμε τη ζωή του από την δύσκολη παιδική του ηλικία, σε μια μικροαστική οικογένεια (με ένα πατέρα (που δεν τον αγαπούσε και μια μητέρα που τον αγαπούσε σύμφωνα μόνο με τις διαθέσεις της), όταν ως παιδί-θαύμα, που έπαιζε εκπληκτικά στο πιάνο, μπόρεσε, χάρη σε μια γεμάτη κατανόηση γιαγιά (Τζέμα Τζόουνς) να σπουδάσει μουσική και να μετατραπεί στον γνωστό ροκ σταρ και τη σχέση του με τον μάνατζερ του, Τζον Ριντ, ως τη ξαφνική του δόξα που θα τον οδηγήσει, όπως θα το περίμενε κανείς, στα ναρκωτικά. Καταλήγοντας στην απόφασή του να αναζητήσει την αποτοξίνωση για να του δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία για να μπορέσει, νηφάλιος πια, όχι μόνο να επιστρέψει στη μουσική του και να κάνει μια δεύτερη καριέρα αλλά και να ανακαλύψει και να αποδεχτεί τον εαυτό του.

Εκείνο που κατάφερε πάνω απ’ όλα ο Φλέτσερ είναι να συνδυάσει την αληθινή ιστορία του Ρέτζι Ντουάιτ με τη φαντασία και το όνειρο, εστιάζοντας σ’ ένα μεγάλο τμήμα της αφήγησής του στα μουσικοχορευτικά κομμάτια (που είναι και τα καλύτερα της ταινίας), με σουρεαλιστικές συχνά χορογραφίες που αναπλάθει με ατέλειωτες κινήσεις της κάμερας, με εντυπωσιακά, φανταχτερά χρώματα και κοστούμια, δημιουργώντας μια λαμπερή φαντασμαγορία που θα ζήλευε και ο Μπαζ Λούρμαν.

Φαντασμαγορίες με γνωστά τραγούδια του Έλντον που συνδυάζονται με τα καλύτερα ειδικά CG εφέ, για να «δέσουν» αρμονικά με διάφορες, χωρίς καμιά χρονολογική ακολουθία, στιγμές από τη ζωή του ροκ τραγουδιστή: Saturday Night’s Alright for Fighting, Bennie and the Jets, Crocodile Rock, I Want Love, Your Song, κ.ά, Με τον Τάρον Έγκερτον να δίνει μια δυνατή ερμηνεία, εκφράζοντας τέλεια όλες τις μεταπτώσεις του (μαζί και τις ανασφάλειες, τις απογοητεύσεις και το δράμα, αλλά και τις μικρές χαρές και τις σεξουαλικές απολαύσεις) του πολύμορφου χαρακτήρα του. Εκείνο που απλώς λείπει από την ταινία είναι μια σε μεγαλύτερο βάθος διείσδυση στο χαρακτήρα και την εποχή του, ιδιαίτερα όμως στα άλλα πρόσωπα, γιατί εκτός από εκείνο του μάνατζερ του, Τζον Ριντ (Ρίτσαρντ Μάντεν) και του συνεργάτη του στη μουσική, Μπέρνι Τόπιν (Τζέιμι Μπελ), όλα τα άλλα πρόσωπα σκιαγραφούνται πολύ ξώπετσα.

** ½ – Αποκαλύψεις

El Desentierro/The Uncovering. Ισπανία, 2018. Σκηνοθεσία: Νάτσο Ρουιπέρεζ. Σενάριο: Μάριο Φερνάντεζ Αλόνσο, Νάτσο Ρουιπέρεζ. Ηθοποιοί: Μιχέλ Νοχέρ, Λεονάρντο Σπαράλια, Γιαν Κόρνετ. 105΄

Η διαφθορά στην πολιτική, η μαφία, μαζί κι ένα έρωτας, είναι στο επίκεντρο της πρώτης αυτής ταινίας, του νέο-νουάρ, «Αποκαλύψεις» του Ισπανού Νάτσο Ρουιπέρεζ. Με αφορμή την κηδεία ενός πολιτικού, σε μια παραλιακή ισπανική πόλη, ο Γιόρντι, που μόλις φτάνει από την Αργεντινή, προσπαθεί, με τη βοήθεια του ποιητή ξαδέρφου του, Ντιέγκο, να ερευνήσει το παρελθόν του πατέρα του, που είχε εξαφανιστεί πριν από 20 χρόνια, για να μπλέξει σε μια περιπέτεια γεμάτη συνομωσίες, φόνους και απρόσμενες αποκαλύψεις.

Η ταινία κινείται στο πνεύμα άλλων, παρόμοιων νουάρ θρίλερ (όπως «Το μικρό νησί» – 2014 – του Αλμπέρτο Ροντρίγκεζ), με τον Ρουιπέρεζ να αναπλάθει την ατμόσφαιρα του μυστηρίου αλλά και να δημιουργεί τις ανατροπές και το σασπένς μέσα από ένα πολύπλοκο σενάριο με μια ιστορία στην οποία μπλέκουν ύποπτοι πολιτικοί, μαφιόζοι, δημοσιογράφοι, πόρνες, σωματέμποροι και νταβατζήδες.

Ο (κακή) Γκοτζίλα ΙΙ: Ο βασιλιάς των τεράτων

Godzilla: King of the Monsters. ΗΠΑ, 2019. Σκηνοθεσία: Μάικλ Ντόχερτι. Σενάριο: Νάικ Ντόχερτι, Ζακ Σιλντς. Ηθοποιοί: Κάιλ Τσάντλερ, Βέρα Φαρμίγκα, Μίλι Μπόμπι Μπράουν, Κεν Γουατανάμπε. 131΄

Από το 1954 που πρωτοεμφανίστηκε το προϊστορικό, καταστροφικό, με πυρηνική ακτινοβολία, τέρας Γκοτζίλα, στην ομότιτλη (και την καλύτερη) ταινία του Ιάπωνα Ισίρο Χόντα, είδος μεταφοράς σε πιθανές πυρηνικές καταστροφές σε μια περίοδο ψυχρού πολέμου (κι ενώ ήταν ακόμη φρέσκια στη μνήμη η πυρηνική καταστροφή της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι) και τη μεγάλη παγκόσμια εισπρακτική επιτυχία της ταινίας, ακολούθησαν άλλες 32 ιαπωνικές ταινίες και 3 χολιγουντιανές, χωρίς να μετράμε τα αμέτρητα βίντεο-γκέιμς, τα κόμικ και τις τηλεοπτικές σειρές, με τον Γκοτζίλα να μετατρέπεται σε σύμβολο μιας ιαπωνικής λαϊκής κουλτούρας.

Το Χόλιγουντ, βέβαια, βασισμένο στις επιτυχίες των ιαπωνικών ταινιών, δεν μπορούσε παρά να το εκμεταλλευτεί με διάφορα ριμέικ και σίκουελ. Έτσι, και αυτός «Ο βασιλιάς των τεράτων», σίκουελ στην ταινία «Γκοτζίλα» του Γκάρεθ Έντουαρντς, έρχεται να μας παρουσιάσει μια μεγάλη, επικίνδυνη εταιρία τη Monarch, που έχει βάλει στόχο της να χρησιμοποιήσει τα διάφορα τέρατα (που θεωρεί θεούς), Μόθρα, Ρόνταν και Γκιντόρα, για να σπείρουν την καταστροφή και να επαναφέρουν, όπως πιστεύει, την ισορροπία σ’ ένα πλανήτη που κατάστρεψε ο άνθρωπος. Ευτυχώς όμως που υπάρχει και ο Γκοτζίλα, ο οποίος τίθεται στην υπηρεσία της ανθρωπότητας για να μας σώσει. Ολόκληρη η ταινία στηρίζεται στους συνηθισμένους χάρτινους ήρωες (και ηρωίδες), ιδιαίτερα όμως, στη συνεχή δράση, με τις τιτάνιες συγκρούσεις ανάμεσα στον Γκοτζίλα και τα άλλα τέρατα, με σκηνές που από ένα σημείο και ύστερα αρχίζουν να επαναλαμβάνονται κουράζοντας το θεατή.

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

***** Τριστάνα

Tristana. Ισπανία, 1970. Σκηνοθεσία: Λουίς Μπουνιουέλ. Σενάριο: Χούλιο Αλεχάντρο, Λουίς Μπουνιουέλ. Ηθοποιοί: Κατρίν Ντενέβ, Φερνάντο Ρέι, Φράνκο Νέρο. 99΄

Η αριστουργηματική αυτή ταινία του Λουίς Μπουνιουέλ είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα του Μπενίνο Περέζ Γκάλντος που εκτυλίσσεται στο Τολέδο του 1930. Η Τριστάνα, η ηρωίδα του τίτλου, ύστερα από τον θάνατο της μητέρας της, πάει να ζήσει κοντά στον προστάτη και θετό πατέρα της, τον Ντον Λόπε, έναν φιλελεύθερο για την εποχή του αστό που προστατεύει τους κλέφτες, γιατί – όπως εξηγεί στην Τριστάνα, αντιπροσωπεύουν τους αδύνατους, ενώ η αστυνομία αντιπροσωπεύει τη βία – δεν χωνεύει τους παπάδες και πιστεύει στις δέκα εντολές εκτός από εκείνες που αναφέρονται στο σεξ, γιατί, όπως εξηγεί στους φίλους του στο καφενείο της πόλης, «τους πρόσθεσε ο Μωυσής για σκοτεινούς πολιτικούς λόγους».

Ο Μπουνιουέλ χρησιμοποιεί τον Ντον Λόπε για να ξεσκεπάσει την υποκρισία της δήθεν φιλελεύθερης αστικής τάξης. Θεωρητικά, ο Ντον Λόπε είναι εναντίον του γάμου, γιατί πιστεύει πως ύστερα από τη νομιμοποίηση του έρωτα αρχίζει να εξαφανίζεται το πάθος και να δημιουργείται η ανία, στην πράξη όμως καταλήγει να παντρευτεί την Τριστάνα, όταν μάλιστα εκείνη αρχίζει να τον σιχαίνεται. Αν και στην αρχή είναι εναντίον των παπάδων και της αστυνομίας, φτάνει τελικά στο σημείο να κάνει εκκλησιαστικό γάμο και να χρησιμοποιήσει μάλιστα για προξενητή έναν παπά –στις τελευταίες σκηνές της ταινίας περνά τον καιρό του κουβεντιάζοντας με τους παπάδες που καλεί στο σπίτι του για τσάι– και ενώ δεν χωνεύει τους αστυνομικούς, στο τέλος αρχίζει να τους χαιρετά και να μιλά μαζί τους.

Η ιστορία της ταινίας είναι αρκετά απλή και ο Μπουνιουέλ χρησιμοποιεί μια το ίδιο απλή σκηνοθεσία, σκηνοθεσία όμως που δεν αρνείται την υπερρεαλιστική του προέλευση. Η επιμονή του σκηνοθέτη σε μικρολεπτομέρειες και σύμβολα –μια κούπα με ένα γαλακτώδες υγρό που η Τριστάνα ρίχνει κατά λάθος στο πάτωμα· το ψωμί που η Τριστάνα βουτάει στο αυγό, δυο φασόλια που η Τριστάνα τοποθετεί προσεκτικά στο τραπεζομάντηλο για να φάει ικανοποιημένη, ύστερα από λίγο, το ένα απ’ αυτά· η καμπάνα-φαλλικό σύμβολο που σπρώχνει η Τριστάνα στο όνειρο της και που αργότερα μετατρέπεται στο κομμένο κεφάλι του Ντον Λόπε· ο μουγγός αδελφός της υπηρέτριας του Ντον Λόπε, που όλο κλείνεται στην τουαλέτα– αλλά και το αιώνιο χιούμορ του όχι μόνο στον διάλογο –η συζήτηση του Ντόν Λοπε με τους φίλους του στο καφενείο· η κουβέντα με τους παπάδες γύρω από το τραπέζι όπου πίνουν τσάι και άλλα ποτά– αλλά και στις διάφορες σκηνές (η Τριστάνα, αφού της έχουν κόψει το ένα πόδι, βγαίνει στο μπαλκόνι και ανοίγει τη ρόμπα της για να δείξει το γυμνό κορμί της στον μουγγό, που οπισθοχωρεί μέσα στα δέντρα κατευχαριστημένος, παρωδία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, όπως πολύ έξυπνα παρομοίασε ένας Γάλλος κριτικός) δίνουν στην ταινία την ατμόσφαιρα εκείνη που μονάχα στο έργο του σκηνοθέτη της «Χρυσής εποχής» συναντούμε, ατμόσφαιρα που μας προσφέρει πάντα μια ξεχωριστή και μοναδική ικανοποίηση.

Στον ρόλο της Τριστάνας, η Κατρίν Ντενέβ καταφέρνει να φτιάξει μια από τις πιο πλούσιες ερμηνείες της, καταγράφοντας με θαυμάσιο τρόπο την εξέλιξη της ηρωίδας από μικρό και αθώο κοριτσάκι σε όμορφη και τολμηρή γυναίκα που αναγνωρίζει τις σεξουαλικές και άλλες ικανότητες της και τις χρησιμοποιεί με επιδεξιότητα για να πετύχει τον σκοπό της. Πολύ καλός επίσης, στον ρόλο του Ντον Λόπε, ο Φερνάντο Ρέι, ο θείος στη «Βιριδιάνα», που ο παράφορος του έρωτας για την Τριστάνα τον οδηγεί στην καταστροφή του. Ξεχωριστή αναφορά αξίζει να γίνει στη μη χρησιμοποίηση μουσικής από τον σκηνοθέτη, πράγμα που παρατηρήσαμε και σε προηγούμενες ταινίες του Μπουνιουέλ.