Ετσι, τη γνώρισα τη Διδώ Σωτηρίου με τα λευκά κοντοκουρεμένα της μαλλιά, το μαύρο της μπερέ να γέρνει προς τα αριστερά  και να ατενίζει αγέρωχα το μέλλον. Δεν φοβόταν τίποτα παρά τα 80 τόσα χρόνια της.

Είχε ζήσει τον μικρασιατικό ξεριζωμό,  επαναστάσεις προσωπικές και ιδεολογικές, διωγμούς για την ένταξη της στο κίνημα της Αριστεράς ήδη από το 1930 και είχε βιώσει  τις διαψεύσεις των οραμάτων  της. Οταν διαγράφηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία.

«Ευτυχώς διαγράφτηκα κι έγινα συγγραφέας» μου είχε πει σε μια από τις συνεντεύξεις της. Είχε μνήμες ζωντανές, βγαλμένες μέσα από την ψυχή της και τις μετέφερε στα κείμενά της λιτά, δίχωςφιοριτούρες, δίχως επίδειξη σοφίας και στόμφου, όπως και η ίδια έλεγε. Αυτή η (επί της ουσίας) γραφή την κατέταξε στην χωρία των κλασικών της  λογοτεχνίας μας.

Σπαράγματα από τις μνήμες μας που διατρέχουν όλη της τη ζωή της και απεικονίζουν την περιπέτεια του ελληνικού λαού στον 20ό αιώνα, συνιστούν τα τριάντα διηγήματά της (1931-1991) στο νέο φρεσκοτυπωμένο βιβλίο της  με τίτλο «Ηρωες και Αντιήρωες» (εκδόσεις Κέδρος).

Είναι το έκτο βιβλίο της Διδώς Σωτηρίου που βλέπει το φως της δημοσιότητας μετά το θάνατό της (2004). Τα κείμενα αυτά ανασύρθηκαν από  το τεράστιο αρχειακό υλικό που άφησε,  το οποίο ήταν «ακραία δυσανάγνωστο» όπως αναφέρει ο Νίκος Μπελογιάννης (γιος της αδελφής της Ελλης Παππά τον οποίο μεγάλωσε η Διδώ Σωτηρίου όταν η μητέρα του ήταν στη φυλακή) που έχει αναλάβει την αξιοποίηση του αρχειακού υλικού της.

Πολλά από τα διηγήματά της ήταν γραμμένα σε δύο ή περισσότερες γραφές ή τμήματα μυθιστορημάτων της που αφαιρέθηκαν από τις εκδόσεις τους για να δημοσιευθούν κάποτε άλλοτε ως αυτοτελή κείμενα. Συνεπώς, ήταν σισσύφιος ο αγώνας του, όπως και της επιμελήτριας της έκδοσης Μαρίας Σπανάκη,  να συγκεράσουν τις διαφορετικές γραφές κατά τρόπο που δεν θα προδίδεται το πνεύμα της συγγραφέα.

Η Διδώ Σωτηρίου γεννήθηκε παραμυθού. Το δηλώνει η ίδια στις «Μικρασιάτικες αναπολήσεις της».  Παραμυθού ήταν η πολυταξιδεμένη γιαγιά της, η Χατζήδαινα, όπως την φώναζαν γιατί βαφτίστηκε στον Ιορδάνη ποταμό. Παραμυθού ήταν η Ροδίτισσα μητέρα της, αλλά και η γερόντισσα που δούλευε από κορίτσι στης γιαγιάς της στο σπίτι, στο Αϊβαλί.

Ανακαλούσε τις πιό ζωντανές θύμισες της, από τη ζωή της εκεί γεμάτες  χρώματα, αρώματα και γλυκόλαλους αμανέδες   Ηταν ακόμη παιδί όταν έφθασε «ταξίδι αναψυχής», όπως έλεγε με τους θείους της και τις υπηρέτριες, στον Πειραιά. Εμειναν εκεί να περιμένουν τους γονείς της και είδε το κύμα των προσφύγων που οι ντόπιοι υποδέχθηκαν εχθρικά. Τα περιγράφει στο πρώτο βιβλίο της που κυκλοφορεί σε 46η έκδοση «Οι νεκροί περιμένουν».

Εγκαταστάθηκε σε ένα ωραίο σπίτι στους Αμπελόκηπους (σώζεται το δίδυμό του, πλάι στο Ιδρυμα Παστέρ) με τους πλούσιους θείους που την είχαν υιοθετήσει. Η θεία την ήθελε κοκέττα και κοσμική. Κοκέττα ήταν ως το τέλος και ερωτική, αλλά καθόλου κοσμική. Τα κορίτσι των «καλών οικογενειών» τότε πήγαιναν στη Σχολή Γυναικείας Μορφώσεως «που δεν ήταν ούτε ανώτερη, ούτε μέση, ούτε καν παιδεία».

Διδάσκονταν σ΄αυτή «γαλλικά, αγγλικά, πιάνο, χορό, ζωγραφική, λίγα πασαλείματα ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας, ιστορία της τέχνης, γυμναστική, υγιεινή, κεντήματα και μαθήματα μαγειρικής. «Πώς να ικανοποιείτε τον στόμαχον του μέλλοντος συζύγου με γαργαλιτικά εδέσματα…». τα περισσότερα κορίτσια την ανέχονταν την υποβαθμισμένη αυτή ψευτοπαιδεία».

Η Διδώ δεν είναι φτιαγμένη για τέτοια. Κάνε την πρώτη της επανάσταση. Αποφασίζει με την παρότρυνση ενός φίλου συνταξιούχου δημοσιογράφου που ήταν κι αυτός στην πρώτη αντιφασιστική επιτροπή του Καρβούνη, να ζητήσει ραντεβού με τον διευθυντή της δημοκρατικής εφημερίδας «Κόσμος»  για να δουλέψει ως δημοσιογράφος. Ηταν η εποχή που ο Μεταξάς έμπαζε τη χώρα  στο φασισμό. Η συνάντηση ήταν αξιομνημόνευτη γιατί νεαρά ξεκίνησε την αυτοπαρουσίασή της, λέγοντας: «Δεν διαθέτω περγαμηνές, διπλώματα και τα τέτοια. Ούτε προϋπηρεσίες έχω». «…Πρώτη φορά θα δουλέψω , συνέχισε αποθρασυμένη. Εκείνο που μπορώ να σας βεβαιώσω είναι ότι δεν είμαι άσχετη μ΄αυτή τη δουλειά».

Και την κέρδισε με το σπαθί της, ανήλθε γρήγορα στην ιεραρχία, αλλά αντιμετώπιζε πρόβλημα από το θείο που δεν καλόβλεπε την ενασχόλησή της με κάτι που δεν ήταν οικοκυρικά.  Οταν πέθανε η θείας της, αδελφή της μητέρας της, ο θείος άρχισε να την βλέπει διαφορετικά. Την περίμενε τα βράδια ξαπλωμένος στο κρεββάτι της. Ηταν θέμα χρόνου να φύγει.  Στα κείμενά της, του έδωσε το όνομα Σιντσάνογλου που σημαίνει στα τούρκικα ποντικο-ουρά. Τόσο τον σιχαινόταν.

Aπό το Παρίσι όπου σπούδασε γαλλική φιλολογία στη Σορβόννη περιλαμβάνεται στο βιβλίο μια ιστορία αγάπης μέσα από την οποία όμως ιχνογραφείται και η εποχή.  Ακολουθούν νωπές ιστορίες από την Κατοχή και την Αντίσταση,  από τον Εμφύλιο και την παρανομία. Από την οκταετία της ΕΡΕ και τα τελευταία διηγήματά της γραμμένα στα Βασιλικά Εύβοιας. Η περιπέτεια των γραφτών της είναι μία άλλη ιστορία. Στην αρχή τα έκρυβε, αργότερα τα κατέστρεφε, τα τελευταία τα φύλαγε σε μια θυρίδα στην Εθνική Τράπεζα του Συντάγματος. Αγκάρευε το Νίκο να τα πάει. Εξι ώρες πήγαινε κι άλλες τόσες έλα από τα Βασιλικά.  Μια ζωή αγώνας για την εμπέδωση της δημοκρατίας και της ελευθερίας.