Της Ευάννας Βενάρδου

«GreekFilmakersinBerlin». Έτσι τιτλοφορείται ένα από τα βασικά αφιερώματα του πρώτου Φεστιβάλ Ελληνικών Ταινιών στο Βερολίνο, του φιλόδοξου GreekFilmboxBerlin που ξεκινά την Πέμπτη (21-24/1) στην ιστορική αίθουσα «Babylon» της γερμανικής πρωτεύουσας προβάλλοντας 71 ταινίες.

Oι Γερμανοί θα δούν από τη «Μικρά Αγγλία» και το «Chevalier», μέχρι την ανεξάρτητη lowbudget «Zenaida». Και από μια επιλογή ελληνικών ταινιών μικρού μήκους πρόσφατης παραγωγής (ανάμεσά τους και μια επιλογή από το γκεϊ φέστιβαλ Outview), μέχρι ντοκιμαντέρ των Αυγερόπουλου, Κούλογλου και Χατζηστεφάνου.

 

Το φεστιβάλ, με διευθυντή τον Αστέρη Κούτουλα, φιλοδοξεί να εξοικειώσει τους Γερμανούς με την Ελλάδα μέσω της ελληνικής κινηματογραφίας που τα τελευταία χρόνια έχει προσελκύσει το διεθνές ενδιαφέρον. Βοηθώντας έτσι να ξεπεραστούν μερικές προκαταλήψεις που συνοδεύουν την φήμη των Ελλήνων στη Γερμανία. Στόχος του φεστιβάλ άλλωστε, που επιχειρεί «να δώσει μια απάντηση στα αρνητικά γερμανικά δημοσιεύματα για την Ελλάδα», είναι «η σύσφιγξη των ελληνογερμανικών σχέσεων, οι οποίες τα τελευταία χρόνια έχουν τεταθεί ιδιαίτερα, λόγω της οικονομικής κρίσης».

Μια καλή ευκαιρία, να κάνουμε μια κουβέντα με τρείς αξιόλογους Έλληνες σκηνοθέτες οι οποίοι ζουν μόνιμα στη Γερμανία. Θα έχουμε άλλωστε κι εμείς στην Αθήνα την ευκαιρία να γνωρίσουμε την δουλειά τους, σε ένα άλλο αφιέρωμα του φεστιβάλ, που θα πραγματοποιηθεί τον Μάρτιο.

 

Τα ερωτήματά μας αυτονόητα:

Γιατί αποφάσισαν να ζήσουν στη Γερμανία; Πώς βλέπουν σήμερα την κατάσταση στην Ελλάδα και πώς τις τελευταίες εξελίξεις στον πολιτισμό; Πώς τους αντιμετωπίζουν οι Γερμανοί; Είναι (πολύ) ευκολότερο να κάνεις σινεμά στο Βερολίνο; Ποια είναι η στάση των Γερμανών απέναντι στο ναζισμό και στους πρόσφυγες (μετά και τα γεγονότα στην Κολονία); Οι ίδιοι τι θα συμβούλευαν ένα νέο παιδί που σκέφτεται να φύγει από την Ελλάδα; Και βέβαια τι νέο ετοιμάζουν;

tzitrzis

ΣΤΡΑΤΟΣ ΤΖΙΤΖΗΣ

* Έχω εγκατασταθεί μόνιμα στο Βερολίνο από το 2004. Ήθελα πάντα να φύγω από την Ελλάδα, αλλά οι προηγούμενες μου απόπειρες απέτυχαν. Δεν ήμουν αρκετά απελπισμένος, φαίνεται. Η απελπισία μου για τη χώρα έφτασε στο απροχώρητο το 2004, ενώ αυτή θριαμβολογούσε για τους (ντοπαρισμένους) Ολυμπιονίκες της.

* Η κατάσταση των κινηματογραφικών πραγμάτων σήμερα στην Ελλάδα είναι πιο άθλια από ποτέ. Παρατεταμένη διοικητική ανωμαλία στο ΕΚΚ και παντελής απουσία πόρων – μετά την κατάργηση του ειδικού φόρου για τον κινηματογράφο – καθιστούν αδύνατη την παραγωγή ταινιών υπό κανονικές συνθήκες. Ακανόνιστα μπορούν να γίνονται, βέβαια, αλλά αποκλείεται να βιοποριστεί κάποιος με αυτές.

* Το χειρότερο που συμβαίνει σε αυτή τη χώρα δεν είναι η οικονομική πτώση όσο η ηθική κατάπτωση. Μέσα σε ένα καθεστώς γενικευμένης απαξίωσης, κανείς δεν πιστεύει σε κανέναν και επικρατεί το «ο σώζων εαυτόν σωθείτο». Έτσι, δεν μπορείς να χτίσεις τίποτε. Δεν υπάρχει μέλλον και προοπτική. Η απουσία του μέλλοντος χρόνου σαν χρόνου δημιουργίας είναι ανυπόφορη για τον άνθρωπο. Μπορεί να τον τρελάνει. Γι’ αυτό τόσοι πολλοί έχουν σαλτάρει στην Αθήνα. Πάλι καλά, που δεν βγαίνουν στο δρόμο κρατώντας μαχαίρι. Φαίνεται ότι, ως λαός, έχουμε ακόμη αρκετό «λίπος ψυχραιμίας» να κάψουμε. Ευτυχώς.

 

45 tm

 

* Δεν έχω εισπράξει ποτέ από κανέναν Γερμανό οποιασδήποτε μορφής ρατσισμό που είμαι Έλληνας. Έχω δει αντίθετα Έλληνες να φέρονται και να μιλούν ρατσιστικά εναντίον των Γερμανών, αποκαλώντας τους συστηματικά ναζί. Οι σημερινοί Γερμανοί κυνηγούν αλύπητα οτιδήποτε ναζιστικό τολμάει να εμφανιστεί στη χώρα τους, ενώ οι Έλληνες έχουν στείλει στη βουλή με 6% ένα καθαρά νέοναζιστικό κόμμα.

* Ο κύριος όγκος των προσφύγων έχει τελικό προορισμό τη Γερμανία. Πάνω από 1 εκατομμύριο ήρθαν σε λίγους μήνες. Η υποδοχή τους μέχρι τώρα ήταν ιδιαίτερα φιλική, τόσο από το κράτος όσο και από τον κόσμο. Βέβαια, υπήρχαν και εξαιρέσεις από κάποιους που κινητοποιήθηκαν εναντίον τους (όπως αυτοί του PEGIDA), όμως, δεν μπόρεσαν μέχρι τώρα να αλλάξουν το φιλόξενο κλίμα. Τα γεγονότα στην Κολωνία θα παίξουν σίγουρα αρνητικό ρόλο, αλλά, πιστεύω ότι στο τέλος θα υπερισχύσει η γερμανική μετριοπάθεια και δεν θα υπάρξει μεγάλο πρόβλημα.

* Έχω τελειώσει πρόσφατα την τέταρτή μου ταινία, την «Καύση», στην Αθήνα. Είναι βασισμένη στο θεατρικό που ανέβασα πριν δύο χρόνια στο OLVIO, με αφορμή την ελληνική κρίση. Η αλήθεια είναι ότι είμαι άρρηκτα συνδεδεμένος με την Ελλάδα μέσω της γλώσσας και της εμπειρίας, οπότε θα ήταν ψέματα να πω ότι δεν με απασχολεί το δράμα της χώρας ή η κωμωδία της. Μάλλον, η κωμωδία θα έλεγα.

 

antzeliki

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

* Στο Βερολίνο βρέθηκα τον Φεβρουάριο του 1983. Είχα πάρει το πτυχίο της Αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα κι είχα επισκεφθεί τον τότε Γερμανό φίλο μου που ζούσε σε μία αδιάφορη επαρχιακή πόλη της Δυτικής Γερμανίας . Eξουθενωμένη από τους τσακωμούς, αποφάσισα να ρίξω μαύρη πέτρα πίσω μου.

Έτσι ξαφνικά ένα βράδυ πήρα το τρένο για το Δυτικό   Βερολίνο. Όταν έφθασα στο σταθμό της πόλης, μετά από τη νυχτερινή πολύωρη διαδρομή με ένα απίστευτα απαρχαιωμένο τρένο της Ανατολικής Γερμανίας, ερωτεύθηκα την πόλη εκείνη την πρώτη μέρα με την πρώτη ματιά. Κάτι που δεν μου είχε συμβεί με άλλες ευρωπαϊκές πόλεις .

Την επόμενη χρονιά κι ύστερα από σκληρές εξετάσεις άρχισα να σπουδάζω στην Ακαδημία Κινηματογράφου και Τηλεόρασης του τότε Δυτικού Βερολίνου (DFFB). Είχα την τύχη να ζήσω στο Δ. Βερολίνο κάποια χρόνια πριν την πτώση του τείχους το Νοέμβρη του 1989.

Είναι μια μοναδική εμπειρία ζωής. Ποτέ δεν το μετάνιωσα που ήρθα από την Αθήνα με ένα βαλιτσάκι στο χέρι… μέσα στο μαύρο χειμώνα, και ξεκινώντας από το μηδέν πήρα αποφάσεις για μία καινούργια αρχή σε μία συγκλονιστικά ενδιαφέρουσα πόλη. Το Βερολίνο τότε ήταν διαφορετικό από σήμερα , που έχει τουριστικοποιηθεί . Τότε το έψαχναν ιδιαίτεροι άνθρωποι, αγνοώντας τις δύσκολες και ιδιόμορφες συνθήκες της πόλης που αποτελούσε εξαίρεση σε όλη την Ευρώπη.

Από τότε μέχρι σήμερα είμαι μόνιμος κάτοικος Βερολίνου αλλά μοιράζω το χρόνο μου και τη ζωή μου και στην Αθήνα που την αγαπώ εξ ίσου.

* Μετά την πτώση του Τείχους είχα την ανάγκη να το αποτυπώσω σε δύο ταινίες μου: στο ντοκιμαντέρ «Χοροί της νύχτας» και στην ταινία μυθοπλασίας, «VERSPIELTENÄCHTE» (Xαμένες Νύχτες).Τώρα που το σκέφτομαι…. Και οι δύο τίτλοι εμπεριέχουν τη λέξη «Νύχτα». Το Βερολίνο   κυρίως τη νύχτα το ανακάλυπτες και το ερωτευόσουνα. Την μαγεία του και την μοναδική, ατμόσφαιρά του.

* Η ταινία μου «Χαμένες νύχτες» που προβάλλεται στις 23 Ιανουαρίου στο HELLASFILMBOXBERLIN, είναι μία ταινία που χωρίζει και ενώνει την Ελλάδα με τη Γερμανία, την Αγγελική της Αθήνας με την Αγγελική του Βερολίνου. Είναι επίσης μία γέφυρα κι ένα μωσαϊκό συναισθημάτων όπως τα βίωσα έχοντας φύγει σαν νέα γυναίκα από την Ελλάδα, επιλέγοντας να ζήσω στην σημερινή πρωτεύουσα του Γερμανικού Βορρά. Ίσως σηματοδοτεί και την αποκάλυψη όσων δεν επιτρεπόταν να δούμε ή να κάνουμε τότε στο συντηρητικό ελληνικό νότο αλλά και τις προκλήσεις, τους κινδύνους και τις παγίδες που ελλόχευαν στην τότε underground πόλη του Βερολίνου.

* Το να κάνεις ταινίες και να βιοπορισθείς από αυτές ήταν, είναι και θα είναι, πάντα και παντού δύσκολο. Επίσης το να ζεις και να εργάζεσαι στη Γερμανία σαν σκηνοθέτης δεν είναι ευκολότερο από οπουδήποτε αλλού. Πρέπει να πείσουν οι ιδέες σου, εσύ ο ίδιος, και να κουβαλάς στη βαλίτσα σου μια πειστική σκηνοθετική δουλειά, για σε εμπιστευθούν και να σε υποστηρίξουν οικονομικά.

Τα πράγματα γενικά έχουν δυσκολέψει. Ο ανταγωνισμός είναι απίστευτος και το κινηματογραφικό τοπίο θα κρατήσει όσους πραγματικά στρωθούν στη σκληρή δουλειά, αντέξουν να πάρουν ρίσκα, διαθέσουν χρόνο και   είναι έτοιμοι να ξανασηκωθούν όταν θα πέφτουν από τις αρνήσεις που θα εισπράττουν.

aggeliki tainia

 

* Δεν με έδιωξε η Ελλάδα. Η περιέργεια για το άγνωστο, η ανακάλυψη του διαφορετικού αλλά και η όρεξη για περιπέτεια ήταν ο λόγος που έφυγα από την Ελλάδα. Την οποία συνεχίζω να πονάω και να αγαπώ. Ακόμη και σήμερα που έχουμε κρίση, μνημόνια κλπ, υπάρχουν ένα σωρό λόγοι για να παραμείνει κάποιος στην χώρα του και να κάνει αυτό που θέλει να κάνει . Κι έχει πολλά να μας προσφέρει η Ελλάδα, αρκεί να μην τα περιμένουμε όλα από αυτή και το κράτος που δεν λειτουργεί…και επιτέλους να πάρουμε απόφαση να ανασκουμπωθούμε και να την «ξανακτίσουμε» όπως οι γυναίκες των ερειπίων ξανακτίσανε το βομβαρδισμένο Βερολίνο μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο, όταν η πόλη είχε γίνει κουρνιαχτό.

* Αυτή τη στιγμή είμαι στην Αθήνα σε έρευνα και γυρίσματα ενός ντοκιμαντέρ που έχω στα σκαριά, περιμένοντας επιτέλους να εξετασθεί η πρόταση για την επόμενη ταινία μου με τον τίτλο «ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ» (βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο της Ε. Φακίνου) που η πραγματοποίηση της κλυδωνίζεται από τις απίστευτες εξελίξεις του ελληνικού κινηματογραφικού και τηλεοπτικού πεδίου… Ναι, είναι απίστευτη η τιμωρία των Ελλήνων κινηματογραφιστών από τη μεριά του «ανώριμου πολιτιστικά» ελληνικού κράτους.

* Προφανώς και με εμπνέει η Ελλάδα και η θεματολογία της-όσο κι αν με έχει εμποδίσει κατά καιρούς στην πραγματοποίηση των ταινιών μου… Με έναν υπόγειο και μεταφορικό τρόπο διατρέχει όλα τα κινηματογραφικά μου πονήματα.

* Αναφορικά με τις πρόσφατες αλλαγές προσώπων στον χώρο του ελληνικού πολιτισμού: Θα ήταν επιπολαιότητα να αναφερθώ στην ουσία πραγμάτων που πραγματικά δεν γνωρίζω. Το μόνο που μπορώ να πω γενικότερα είναι ότι η εκπροσώπηση του πολιτισμού θα έπρεπε πάντα να γίνεται χωρίς κομματικά κριτήρια παρά μόνο βάση των γνώσεων και της αξιοσύνης. Δεν γίνεται κάθε φορά που αλλάζει μια κυβέρνηση να πετιούνται άξιοι άνθρωποι και να διορίζονται οι πλέον ελεγχόμενοι.

* Τι θα συμβούλευα ένα παιδί που θα με ρωτούσε αν θα πρέπει να εγκαταλείψει την Ελλάδα; Όταν ήμουνα νέα δεν μου άρεσε να μου δίνουν συμβουλές. Έτσι λοιπόν το μόνο που μπορώ να πω χωρίς να θέλω να νουθετήσω κανέναν, είναι το τόσο μπανάλ αλλά και τόσο σωστό, «το ταξίδι έχει αξία, όχι ο προορισμός». Όταν ο νέος άνθρωπος ταξιδέψει μέσα του κι έξω του ίσως καταφέρει να συνειδητοποιήσει ποιος είναι πραγματικά και τι θέλει από τη ζωή του και όχι τι θέλουν οι άλλοι απ’ αυτόν… η μαμά του, ο μπαμπάς του, ο δάσκαλός του, το κράτος κ.λπ.

Να ξεπερασθεί επιτέλους αυτή η νοοτροπία που είναι ένα ακανθώδες κομμάτι της σύγχρονης- ακόμη και σήμερα- συντηρητικής ελληνικής κοινωνίας και της ελληνικής οικογένειας και που εγωκεντρικά επιμένει στο να εμποδίζει τα νέα παιδιά να απαγκιστρωθούν και να πετάξουν με τα δικά τους φτερά. Αυτό έχει αντανάκλαση και ολέθριες συνέπειες στην πολιτική, την οικονομία και γενικά σε όλη τη λειτουργία της Ελλάδας.

lygoyris

 

ΝΙΚΟΣ ΛΥΓΓΟΥΡΗΣ

* Στην Γερμανία βρέθηκα από καθαρά προσωπικούς λόγους. Σπούδασα σινεμά στην Ανώτατη Σχολή Κινηματογράφου και Τηλεόρασης του Μονάχου, και αργότερα ήρθα στο Βερολίνο όπου και ζω μόνιμα εδώ και χρόνια. Όταν σπούδαζα στο Μόναχο, δούλευα παράλληλα τα βράδια γκαρσόνι σε ελληνικές ταβέρνες. Εμπειρίες, βιώματα και κάποια πρόσωπα που γνώρισα σ´ εκείνες τις ταβέρνες τα έβαλα στην ταινία μου «Έρεβος“ που προβάλλεται στο φεστιβάλ.

* Στην ερώτηση πώς θα ήταν τα πράγματα για μένα αν είχα παραμείνει στην Ελλάδα, δεν μπορώ να απαντήσω. Μου λείπουν οι σχετικές εμπειρίες. Μπορώ να μιλήσω μόνο για την Γερμανία. Κι αυτό που βιώνω εδώ, είναι ότι στην Γερμανία γίνεται γενικά όλο και πιο δύσκολο να χρηματοδοτηθούν αλλά και να διανεμηθούν ταινίες. Μιλάω για ανθρωποκεντρικές ταινίες κι όχι για τον κινηματογράφο του ποπ κορν. Είναι πολύ άσχημα τα πράγματα. Σαν να τελειώνει μια εποχή. Οι λόγοι είναι πολλοί.

* Για τους νέους ανθρώπους που εγκαταλείπουν την Ελλάδα νιώθω λύπη. Αισθάνομαι τυχερός που δεν έχω παρόμοια προβλήματα. Από την άλλη, ο αγώνας για επιβίωση μακριά από την γενέθλια θαλπωρή μπορεί καμιά φορά να έχει παραγωγικά αποτελέσματα. Ένα νέο άνθρωπο που θα με ρώταγε αν πρέπει να εγκαταλείψει την Ελλάδα η όχι θα τον συμβούλευα να ρωτήσει το μυαλό του και την καρδιά του. Όχι εμένα.

erebos

* Οι Γερμανοί με αντιμετώπισαν πάντα με αγάπη και φιλία. Με κάποιες λίγες εξαιρέσεις, οι καλύτεροί μου φίλοι εδώ στην Γερμανία δεν είναι Έλληνες αλλά Γερμανοί. Ποτέ και πουθενά δεν έζησα κάποιου είδους προκατάληψη. Ούτε για το πρόσωπό μου ούτε για το γεγονός ότι είμαι Έλληνας. Το αντίθετο. Παντού συνάντησα και συναντώ συμπάθεια κι ανοιχτές αγκαλιές.

Τώρα, το πως αντέδρασε τα τελευταία χρόνια ένα μέρος της γερμανικής κοινής γνώμης στο φαινόμενο της ελληνικής κρίσης, αυτό είναι ένα εξαιρετικά πολύπλοκο και περίπλοκο κεφάλαιο, με πολλές σελίδες, δίκαιες αλλά και άδικες. Ειδικά οι άδικες αντιδράσεις προκαλούν απορία, ιδιαίτερα για μια χώρα σαν την Γερμανία που προσπάθησε μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο να ξεπεράσει πολλές κακές πλευρές του προπολεμικού παρελθόντος της.

* Μη ζώντας στην Ελλάδα εδώ και χρόνια, δεν είμαι κατάλληλος να απαντήσω σε πολλά για την εκεί κατάσταση. Με μια εξαίρεση: Η παραίτηση του Δημήτρη Ειπίδη από το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με λυπεί. Όπως και παλιότερα με είχε λυπήσει η απομάκρυνση του Μισέλ Δημόπουλου από το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ειμαι υπέρ της άποψης ότι ναι μεν στην κοινωνία και στην πολιτική αρμόζει η δημοκρατία, στην τέχνη όμως αρμόζει η κυριαρχία των αξιότερων, δηλαδή η αριστοκρατία. Η σφαίρα της τέχνης, που η καταγωγή της είναι παλιότερη από την γέννηση της δημοκρατίας, δεν έχει ουδεμία σχέση με αυτήν, το αντίθετο. Αλλά κι αυτό είναι μια άλλη ιστορία, που χρειάζεται ώρες για να συζητηθεί.

* Σχετικά με την δουλειά μου: από το περασμένο καλοκαίρι βρίσκομαι σε γυρίσματα ενος ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους που έχει τον τίτλο «Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ». Μια ελληνογερμανική παραγωγή μεταξύ του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, εμού, του γερμανού συμπαραγωγού μου JostHering και της βερολινέζικης εταιρίας Cine +.

Το θέμα της ταινίας είναι το Βερολίνο κοιταγμένο από ελληνικά μάτια κατά την διάρκεια ενός χρόνου. Μια ταινία-ποταμός‚ όπου η καθημερινότητα της πόλης εναλλάσσεται με θραύσματα από την ιστορία της Γερμανίας, με ιστορίες ανθρώπων που ζουν στο Βερολίνο και με ελληνικές μνήμες. Η ταινία, ξεκινώντας από το φαινόμενο της ελληνολατρίας των παλιών Γερμανών που δεν υπάρχει πια, αγγίζει θέματα όπως το μυστήριο του χρόνου, η συσσώρευση του ιστορικού πόνου, η πολιτιστική μνήμη και ο θάνατος του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Σαν είδος, σαν φόρμα και σαν στιλ θέλω η ταινία να είναι κάτι σαν ένα κινηματογραφικό «Περί Γερμανίας“, εννοώ το βιβλίο που έγραψε τον 19ο αιώνα για την χώρα που ζω η Γαλλίδα συγγραφέας μαντάμ ντε Σταλ.