Της Μαρίνας Κουρμπέλα (marinakourbela@gmail.com)

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), σύμφωνα με σημερινή απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ε.Ε. (ΓΔΕΕ), δεν υποχρεούται να αποκαταστήσει τη ζημία την οποία φέρονται ότι υπέστησαν το 2012 οι εμπορικές τράπεζες που κατείχαν ελληνικά χρεόγραφα, στο πλαίσιο της αναδιάρθωσης του ελληνικού χρέους.

Η ΕΚΤ, επισημαίνεται, δεν βαρύνεται με καμία αθέμιτη πράξη στο πλαίσιο της εφαρμογής του προγράμματος της ανταλλαγής των ελληνικών χρεογράφων.

Εν όψει της οικονομικής κρίσης και του κινδύνου χρεοκοπίας της Ελλάδας, η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών της ζώνης του ευρώ (Ευρωσύστημα), αφενός, και η Ελλάδα, αφετέρου, συνήψαν στις 15 Φεβρουαρίου 2012 συμφωνία για την ανταλλαγή των ελληνικών χρεογράφων τα οποία κατείχαν η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες με νέα χρεόγραφα, με ίδια ονομαστική αξία, επιτόκιο, ημερομηνίες καταβολής τόκων και αποπληρωμής, αλλά με διαφορετικούς αριθμούς σειράς και διαφορετικές ημερομηνίες.

 

Κατά το ίδιο διάστημα, οι ελληνικές αρχές και ο ιδιωτικός τομέας συμφώνησαν σε οικειοθελή ανταλλαγή και μείωση κατά 53,5% της αξίας των χρεογράφων τα οποία κατείχαν οι ιδιώτες πιστωτές [Private Sector Involvement (PSI)]. Η Ευρωομάδα προσδοκούσε σημαντική συμμετοχή των ιδιωτών πιστωτών σε αυτή την οικειοθελή ανταλλαγή χρεογράφων.

 

Με νόμο της 23ης Φεβρουαρίου 2012 η Ελλάδα προέβη στην ανταλλαγή του συνόλου των χρεογράφων αυτών –περιλαμβανομένων των χρεογράφων τα οποία κατείχαν οι πιστωτές που είχαν απορρίψει την προσφορά οικειοθελούς ανταλλαγής– βάσει «ρήτρας συλλογικής δράσης». Αυτό είχε συνέπεια η ονομαστική αξία των ανταλλαγέντων χρεογράφων των ιδιωτών πιστωτών να μειωθεί κατά 53,5% σε σχέση με την αξία των αρχικών χρεογράφων. Επιπλέον, με απόφαση της 5ης Μαρτίου 2012, η ΕΚΤ αποφάσισε ότι τα ελληνικά χρεόγραφα που δεν πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις του Ευρωσυστήματος περί πιστοληπτικής διαβάθμισης μπορούν να χρησιμοποιούνται ως εγγυήσεις για τις πιστωτικές εργασίες του Ευρωσυστήματος, εφόσον παρασχεθεί πιστωτική αναβάθμιση από την Ελλάδα στις εθνικές κεντρικές τράπεζες, υπό μορφή προγράμματος επαναγοράς.

 

Σύμφωνα πάντα με το ΓΔΕΕ, μια εταιρεία και μια τράπεζα που κατείχαν ελληνικά χρεόγραφα, και εδρεύουν και οι δύο στη Γαλλία, ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να υποχρεώσει την ΕΚΤ να αποκαταστήσει την ύψους 11 εκατομμυρίων ευρώ ζημία που προβάλλεται ότι τους προκάλεσαν τα μέτρα της ΕΚΤ, ιδίως η απόφαση της 5ης Μαρτίου 2012. Προσάπτουν στην ΕΚΤ ότι παραβίασε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ιδιωτών κατόχων χρεογράφων, την αρχή της ασφάλειας δικαίου και την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των ιδιωτών δανειστών.

 

Court of Justice of the EU

 

Με σημερινή του απόφαση το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει την αγωγή και αποκλείει με τον τρόπο αυτόν κάθε ευθύνη της ΕΚΤ, επιβεβαιώνοντας όσα είχε ήδη κρίνει έναντι των φυσικών προσώπων που κατείχαν ελληνικά χρεόγραφα. Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι οι εμπορικές τράπεζες δεν μπορούν να επικαλούνται την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ούτε την αρχή της ασφάλειας δικαίου σε τομέα όπως αυτός της νομισματικής πολιτικής, το αντικείμενο του οποίου υφίσταται συνεχείς προσαρμογές σε συνάρτηση με τις μεταβολές της οικονομικής συγκυρίας.

 

Κατά το Γενικό Δικαστήριο, καμία δήλωση ή πράξη της ΕΚΤ δεν μπορεί να ερμηνεύεται ως παρακίνηση προς τους επενδυτές να αποκτήσουν ή να συνεχίσουν να κατέχουν ελληνικά χρεόγραφα, καθόσον η ΕΚΤ περιορίστηκε στην αποκατάσταση της ασφάλειας των εν λόγω τίτλων προκειμένου να διατηρήσει προσωρινώς τη σταθερότητα και την εύρυθμη λειτουργία του Ευρωσυστήματος, αντιδρώντας στις εξαιρετικές συνθήκες της χρηματοπιστωτικής αγοράς, καθώς και στη διατάραξη της συνήθους αποτιμήσεως των ελληνικών χρεογράφων.

 

Κατά συνέπεια, η πολιτική της ΕΚΤ δεν περιελάμβανε συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις ότι δεν θα επερχόταν ενδεχόμενη πτώχευση της Ελλάδας, αλλ’ ούτε και πρόσκληση, έστω και έμμεση, προς αγορά ή διατήρηση ελληνικών χρεογράφων. Επιπλέον, επισημαίνεται, ως επιμελείς και ενημερωμένοι επιχειρηματίες, οι εμπορικές τράπεζες λογίζεται ότι εγνώριζαν την εξαιρετικά ασταθή οικονομική κατάσταση που καθόριζε τη διακύμανση της αξίας των ελληνικών χρεογράφων, καθώς και τον μη αμελητέο κίνδυνο χρεοκοπίας της Ελλάδας. Ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να στηρίζονται στην προσωρινή διατήρηση από την ΕΚΤ της επιλεξιμότητας των τίτλων αυτών, και επομένως προέβησαν σε επενδύσεις υψηλού κινδύνου.

 

Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά επίσης ότι δεν μπορεί να έχει εφαρμογή η γενική αρχή της ίσης μεταχείρησης, διότι οι εμπορικές τράπεζες που απέκτησαν ελληνικά χρεόγραφα, αφενός, και η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, αφετέρου, δεν βρίσκονταν σε συγκρίσιμη κατάσταση: πράγματι, προβαίνοντας στην αγορά ελληνικών χρεογράφων, η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες ενήργησαν στο πλαίσιο της άσκησης της θεμελιώδους αποστολής τους, με σκοπό τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών και της ορθής διαχείρησης της νομισματικής πολιτικής.

 

H υποχρέωση της Ελλάδας για πιστωτική ενίσχυση υπέρ των εθνικών κεντρικών τραπεζών υπό τη μορφή προγράμματος επαναγοράς εξασφάλιζε τη διατήρηση του περιθωρίου χειρισμών των κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος και αφορούσε έτσι μια κατάσταση που δεν ήταν συγκρίσιμη με εκείνη στην οποία βρίσκονταν οι ιδιώτες επενδυτές. Το ίδιο ισχύει για την κατάσταση των τραπεζών ή των εμπορικών εταιρειών που απέκτησαν ελληνικά χρεόγραφα με σκοπό την επίτευξη κέρδους (δηλαδή για να επιτύχουν τη μέγιστη δυνατή απόδοση των επενδύσεών τους).

 

Σημειώνεται πως κατά της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί να ασκηθεί αναίρεση, περιοριζόμενη σε νομικά ζητήματα, ενώπιον του Δικαστηρίου, εντός δύο μηνών από της κοινοποιήσεώς της.

 

Στο κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύουμε την προσφυγή που άσκησαν οι ενδιαφερόμενοι:

 

Προσφυγή-αγωγή της 21ης Δεκεμβρίου 2015 – Nausicaa Anadyomène και Banque d’Escompte κατά ΕΚΤ (Υπόθεση T-749/15)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες-ενάγουσες: Nausicaa Anadyomène SAS (Παρίσι, Γαλλία) και Banque d’Escompte (Παρίσι) (εκπρόσωποι: S. Rodrigues και A. Tymen, δικηγόροι)

Καθής-εναγόμενη: Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ)

 

Αιτήματα

Οι προσφεύγουσες-ενάγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο: να κρίνει παραδεκτή και βάσιμη την προσφυγή-αγωγή·

 

Κατά συνέπεια,

– να κρίνει την καθής-εναγόμενη υπεύθυνη, κατά την έννοια του άρθρου 340 ΣΛΕΕ, για τα σφάλματα που διεπράχθησαν εξαιτίας της νομισματική της πολιτικής σε σχέση με τα ελληνικά χρεόγραφα·

– να υποχρεώσει την καθής-εναγόμενη να αποκαταστήσει την υποστείσα ζημία η οποία εκτιμάται σε 10.901.448,38 ευρώ για την εταιρεία Nausicaa, με την επιφύλαξη συμπληρώσεως, και σε 239.058,84 ευρώ για την Banque d’Escompte·

– σε κάθε περίπτωση, να καταδικάσει την καθής-εναγόμενη στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

 

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής-αγωγής οι προσφεύγουσες-ενάγουσες προβάλλουν δύο λόγους.

Ο πρώτος λόγος αντλείται από κατάφωρες παραβάσεις που διέπραξε η ΕΚΤ. Ο λόγος αυτός υποδιαιρείται σε τρία σκέλη.

Το πρώτο σκέλος αφορά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

Το δεύτερο σκέλος αφορά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, καθώς και παράβαση των άρθρων 20 και 21 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

Το τρίτο σκέλος αφορά παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, παράβαση του άρθρου 41 του Χάρτη και παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας.

 

Ο δεύτερος λόγος αντλείται από τη ζημία που υπέστησαν οι προσφεύγουσες-ενάγουσες και από τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της υπαίτιας συμπεριφοράς της ΕΚΤ και της ζημίας αυτής.

Πηγή: Blog:marina anastas.kourbela