Γράφει η Μαρίνα Κουρμπέλα (marinakourbela@gmail.com)

_ Γυρίσαμε, μου είπε. Όλοι, και θα μείνουμε μόνιμα εδώ.
Δεν την είχα ξαναδεί στο χωριό. Ίσως μεγάλωσε όταν δεν ήμουν εδώ, και έφυγε μετά, σκέφθηκα. Κρατούσε από το χέρι δύο νεαρά αγόρια, και το ένα από αυτά ένα μεγάλο φανάρι.

– Χθες ήρθαμε, αλλά βιάζομαι να τους δω όλους απόψε. Τους πεθύμησα όλους. Με μερικές φίλες, αλλά και μερικούς άντρες, αμούστακους, τότε, περάσαμε πολύ ωραία χρόνια, χαίρομαι να τα θυμάμαι.

Όσο μιλούσε περπατούσαμε, και εγώ, χωρίς να ξέρω γιατί, τους ακολουθούσα.
Σταμάτησε σε ένα μικρό σπιτάκι, μια χαμοκέλα, όπως τη λένε στο χωριό. Εκεί έμενε η Θειά Βαγγελιώ, μια λεβεντόψυχη γυναίκα, που βοηθούσε όλους στο χωριό, όταν το έφερνε η περίσταση, και ας ήταν φτωχή. Τα κατάφερνε.

Τη γνωρίζεις; με ρώτησε
Ναι τη γνωρίζω.
Με αυτήν πηγαίναμε χρόνια σε όλα τα γύρω πανηγύρια. Μας έχαναν οι δικοί μας, μας μάλωναν, αλλά εμείς, τίποτα. Μόλις μαζεύαμε μια δεκάρα, όπου φύγει, φύγει.

Χτύπησε την πόρτα, και πριν προλάβει να μιλήσει, βλέπω τη Θειά Βαγγελιώ να βγαίνει γελώντας και να αγκαλιάζονται. Γύρισες, της είπε, και τα μάτια της έτρεχαν.
Θα έρθω αύριο να τα πούμε. Τώρα βιάζομαι, γιατί θέλω να τους δω όλους απόψε, να τους πω ότι γύρισα, και από αύριο έχουμε καιρό για όλα.

 

Πάω, για να τους προλάβω ξύπνιους.
Είδες τη Βαγγελιώ , μου λέει. Κατασυγκινήθηκε. Χρόνια δεν της έγραφα, γιατί οι δικοί της ήταν από μεγάλα τζάκια, και όλοι σπουδαγμένοι, όταν μεγαλώσαμε, δεν ήθελαν να κάνει μαζί μου παρέα. Φτωχή εγώ τότε και από οικογένεια αγροτών. Φτωχό άντρα παντρεύτηκα. Οι παρέες τους ήταν από τον πρόεδρο του χωριού και πάνω. Όλη η υψηλή κοινωνία της περιοχής. Την πάντρεψαν και με πλούσιο. Μετά φτώχυναν, όλοι. Δεν γνωρίζω πώς, ούτε ρώτησα. Εμείς με τον άντρα μου φύγαμε, φτιάξαμε μια καλή κατάσταση, εκεί, και ό,τι μπορούσα, έκανα. Χωρίς να το γνωρίζει. Εσύ δεν θα πεις τίποτα.

Γέλασα δυνατά. Μόλις την είχα συναντήσει και μου μιλούσε έτσι.
Όχι, όχι, είπα. Δεν Λέω.
Ναι, αλλά γιατί γελάς; Τα ζιζάνια μπαίνουν, ακόμη και σε μεγάλες φιλίες, όπου υπάρχει κάτι καλό μπαίνουν, και αν τα καταφέρουν το χαλάνε.

 

Τα αγόρια έδειχναν και αυτά να καταχαίρονται με τα γενόμενα.. Σκούνταγε ο ένας τον άλλον, μικροχοροπηδούσαν, μουρμούριζαν και κανένα τραγουδάκι, την αγκάλιαζαν και της έσκαγαν φιλιά, και τέτοια. Κάθε τόσο, έριχναν και σε εμένα ένα βλέμμα, χαμογελαστό.

 

Ένιωθα και εγώ χαρούμενη, και συνέχιζα να τους ακολουθώ.
Εδώ, μου λέει, όταν φθάσαμε στο άλλο σπίτι, μένει η πιο στενή φίλη των παιδικών μου χρόνων. Αυτή δεν με ξέχασε ποτέ, και ο άντρας της είναι ο πιο έμπιστος φίλος.

Είχαμε πάει σε περίπου δώδεκα-δεκαπέντε σπίτια.
Όλοι καταχαίρονταν, όλοι και όλες δακρυσμένοι, για το γυρισμό της.

Τους αγαπάτε όλους το ίδιο;

Με κοίταξε μάλλον με περιέργεια.

Έχεις ζυγαριά για την αγάπη; Η αγάπη είναι μία. Ο καθένας έχει στην καρδιά μου μια μοναδική θέση. Αυτή που ήθελε, αυτή που μπόρεσε να πάρει, ή μπόρεσα εγώ να του δώσω, όλοι έχουν. Μόνο ένας δεν μπορεί να έχει. Αυτός δεν θέλησε να γίνει φίλος. Με είχε βλάψει πολύ. Με κακολόγησε σε άνθρωπο που ήξερε πως θα το πει στον άντρα μου. Εγώ το ξεπέρασα, δεν κράτησα κακία. Αυτός, όχι. Δεν το άντεχε.

 

Αν γινόταν φίλος, θα ήταν σα να δεχόταν πως είπε ψέματα, και ότι εγώ είμαι εντάξει. Όλα τα έκανε γιατί με διεκδικούσε. Συνήθως έτσι γίνεται. Όταν σε διεκδικούν, με όποια μορφή, και δεν απαντάς, αν δεν αντέξουν την άρνηση, σε κατηγορούν. Αυτός ήθελε να αφήσω τον άντρα μου και το ένα παιδί που είχα τότε.

Ευτυχώς, δεν μας διέλυσε. Περάσαμε μια μεγάλη δοκιμασία ως αντρόγυνο και ως οικογένεια, αλλά, δόξα τω Θεώ, νίκησε η αγάπη μας. Μετά φύγαμε στο εξωτερικό όπως σου προείπα.

Τώρα; Γιατί αυτή η βιασύνη, η λαχτάρα;
Tώρα, θέλω να τους δω και να τους δείξω ότι τους αγαπάω. Το ξέρουν, αλλά κάποιοι μπορεί, μετά από τόσα χρόνια, να αμφιβάλλουν. Μια φίλη μου, αυτή που πάμε τώρα, έμαθα πως είναι πολύ άρρωστη και δεν θέλει να βλέπει κανείς τα χάλια της, όπως λέει. Κλείστηκε στον εαυτό της. Όμως για μένα, είναι η φίλη μου. Η ίδια τότε, η ίδια τώρα, με ή χωρίς τραυματισμένη την υγεία της.

Καταλαβαίνεις, με ρώτησε, και λες πως αγωνιούσε για την απάντηση…
Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου. Είχα συγκινηθεί. Ένιωθα μια όμορφη ζεστασιά.
Αγκάλιασα τα παιδιά, τα φίλησα, Έδωσα στο χέρι και στην ίδια, και γύρισα να φύγω.
Ας μην πιστέψει καμία και κανένας πως έπαψα να τους αγαπάω, φώναξε.

Πηγή: Blog:marina anastas.kourbela

Φωτογραφία: Τάκης Τλούπας