Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Το να βλέπεις τον Άλ Πατσίνο να περιφέρεται στη σκηνή είναι το κάτι άλλο. Το να τον βλέπεις να παίζει στο καινούργιο έργο του Ντέιβιντ Μάμετ «China Doll» -που γράφτηκε, οπως διαβάζω, ειδικά γι’ αυτόν-, στην πολύ καλή σκηνοθεσία του Πάμ ΜακΚίνον, είναι κάτι το πραγματικά μοναδικό.

Αρκετές από τις αμερικανικές κριτικές αυτών που παρακολούθησαν την παράσταση, στην πρεμιέρα του έργου στο Μπρόντγουεϊ, κατηγόρησαν τον ηθοποιό πως μπέρδευε τα λόγια του – το έργο είναι, κατά κάποιο τρόπο, μονόλογος, μια και στις δυο περίπου ώρες που διαρκεί το έργο, ο Πατσίνο είναι βασικά, με μερικές μικρές παρεμβολές, ο μοναδικός ομιλητής.

 

Ευτυχώς, είχα την ευκαιρία να δω την παράσταση ένα περίπου μήνα μετά την πρεμιέρα και, πρέπει να πω, πως ο ηθοποιός είχε ξεπεράσει τις οποίες δυσκολίες, είχε μάθει τέλεια τα λόγια του και έτσι μπόρεσα να απολαύσω την παράσταση χωρίς κανένα άλλο εμπόδιο.

 

Η αυλαία ανοίγει με τον Πατσίνο, στο ρόλο του γερασμένου πια αυτοδημιούργητου, killer στην πραγματικότητα, δισεκατομμυριούχου Μίκι Ρος, να περιφέρεται στη σκηνή, λιγάκι εκνευρισμένος. Ο λόγος είναι πως ετοιμάζεται να πάει ταξίδι να συναντήσει την πολύ νεότερη Αγγλίδα αγαπημένη του – τη μάζεψε σχεδόν από το δρόμο, όπως παραδέχεται – αν και, όπως μαθαίνουμε στη συνέχεια, το ιδιωτικό αεροπλάνο του, που αγόρασε στην Ελβετία, ειδικά γι’ αυτήν, αναγκάστηκε, για λόγους που σύντομα μαθαίνουμε, να κατευθυνθεί στο Τορόντο και όχι στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως είχε κανονίσει.

 

Όλα αυτά τα μαθαίνουμε στους λιγοστούς διαλόγους που διεξάγονται ανάμεσα στον Ρος και τον βοηθό του, ένα το ίδιο πονηρό και φιλόδοξο άντρα που μελετάει εξονυχιστικά τον εργοδότη του (ένας πολύ καλός Κρίστοφερ Ντέναμ, που είχαμε απολαύσει στην ταινία Argo), καθώς και στις ατέλειωτες συνομιλίες του Ρος στο τηλέφωνο με συνεργάτες, υπαλλήλους, την αγαπημένη του και διάφορους άλλους. Εκείνο που γίνεται ξεκάθαρο από την αρχή ειναι πως ο πονηρός οπορτουνιστής Ρος – ένα είδος Τραμπ, οπως σημείωσαν πολλοί Αμερικανοι, ή, για μας, ένας από τους πολλοστούς μεγαλοεπιχειρηματίες που πάνε να ξεγελάσουν το κράτος – προσπαθεί να ξεγελάσει την εφορία και την κυβέρνηση, αποφεύγοντας να πληρώσει τα 5 εκατομμύρια δολάρια του φόρου αγοράς του αεροπλάνου του.

 

Μέσα από τις διάφορες τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και τους ρεαλιστικούς, εξαιρετικούς όπως πάντα στον Μάμετ διαλόγους, αρχίζουν να ξεκαθαρίζουν τα πολιτικά παιχνίδια, τα παρασκήνια, οι παρακλήσεις και οι εκβιασμοί (ο Ρος έχει ένα «φίλο» κυβερνήτη πολιτείας, που είχε κάποτε υποστηρίξει οικονομικά και για τον οποίο έχει κρατήσει, για εκβιασμό σε ώρα ανάγκης, ένα αποκαλυπτικό «φάκελο»).

 

al patsino
Ο Πατσίνο περιφέρεται στη σκηνή με το hands-free ακουστικό στο αυτί, άλλοτε σκυφτός, άλλοτε με το κεφάλι ψηλά, μιλώντας ακατάπαυστα, κινώντας τα χέρια του, άλλοτε εκλιπαρώντας, άλλοτε απαιτώντας και φωνάζοντας, κάπου-κάπου κουρασμένος (ήδη έχει αποφασίζει να αποσυρθεί από τη μπίζνες και την πολιτική και να ζήσει με την αγαπημένη του κάπου μακριά) και κάνοντας κάποια παύση, σαν ένας νέος Σάιλοκ (όπως τον απολαύσαμε παλιότερα στον «Έμπορο της Βενετίας»), που ετοιμάζει τα δικά του σατανικά (όπως όλοι οι αετονύχηδες της Γουόλ Στριτ) σχέδια.

Πίσω από όλα τα πολιτικά και άλλα παιχνίδια και τις φαινομενικά ασήμαντες ατάκες (ιδιαίτερα στις συνομιλίες του Ρος με την αγαπημένη του), ο Μάμετ αφήνει να διαφανεί η μεγαλύτερη εικόνα. Αυτή που υπήρχε πίσω από τον «Αμερικανό βούβαλο», το «Γκλενγκάρι Γκλεν Ρος» και τόσα άλλα. Η εικόνα μιας χώρας και ενός συστήματος που οδηγεί τον άνθρωπο στην αποξένωση, τον κυνισμό και την εκμετάλλευση.