Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Η μοναξιά και η αποξένωση είναι θέματα με τα οποία τακτικά ασχολείται ο κινηματογράφος. Θέματα που μαζί με αυτό της απώλειας επέλεξε με το δικό του προσωπικό, πάντα εκπληκτικό τρόπο, να μας δώσει στη νέα του, που σε κρατάει καθηλωμένο σε όλη τη δίωρη διάρκειά της, ταινία, «Η φάλαινα», ο Αμερικανός σκηνοθέτης Ντάρεν Αρονόφσκι («Ρέκβιεμ για ένα όνειρο», «Η πηγή της ζωής», «Μητέρα»), που είδαμε στο διαγωνιστικό τμήμα της 79ης Μόστρας του Κινηματογράφου.

Η απίθανη παχυσαρκία του (ζυγίζει πάνω από 270 κιλά!) είναι ο λόγος που κρατάει τον Τσάρλι (Μπρένταν Φρέιζερ), έναν παράξενο, γκέι καθηγητή (διδάσκει συγγραφή σε νέους μέσω του διαδικτύου), καθηλωμένο στο διαμέρισμά του. Μια παχυσαρκία που του προκαλεί προβλήματα όχι μόνο στις μετακινήσεις αλλά και στην αναπνοή και γενικά στην υγεία του.

Μόνη του φίλη η Λιζ (Χονγκ Τσάου), μια νοσοκόμα η οποία τον φροντίζει και προσπαθεί, μάταια, να τον πείσει να μπει στο νοσοκομείο για εξετάσεις και θεραπεία. Ξαφνικά στη ζωή του εισβάλει, η 16χρονη, αποξενωμένη (έχει να τη δει 7 χρόνια) κόρη του Έλι (Σέιντι Σινκ). Ένα έφηβο, οργισμένο από την έλλειψη της φροντίδας του, που αρχίζει να τον προκαλεί. Παράλληλα, δέχεται και τις επισκέψεις ενός νεαρού Ευαγγελιστή (Τάι Σίμπκινς) που προσπαθεί να τον πείσει να βρει λύτρωση μέσω της θρησκείας.

Παρόλο που ολόκληρη η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα στο διαμέρισμα του Τσάρλι (το σενάριο είναι βασισμένο σε θεατρικό έργο που διασκεύασε ο ίδιος ο συγγραφέας του, Σάμιουελ Χάντερ), ο Αρονόφσκι κατάφερε να του δώσει το ρυθμό εκείνο και γενικότερα την κινηματογραφική γραφή που σου δημιουργεί ένα δικό του σασπένς και μια ένταση που όχι μόνο σε κάνει να παρακολουθείς την όλη πορεία με κομμένη την ανάσα αλλά και να θέλεις να μην τελειώσει. Σταδιακά μαθαίνουμε πως η υπερβολική αυτή παχυσαρκία του οφείλεται στην απώλεια του συντρόφου του, που τον έχει οδηγήσει στη λαιμαργία και την απομόνωση.

Με το φορμάτ του φιλμ να παραπέμπει στις ταινίες των δεκαετιών του ’30 και ’40, (πριν από το Σινεμασκόπ και τη μεγάλη οθόνη), με μια κάμερα να παρακολουθεί ασταμάτητα και σε συνεχή κίνηση τον αργοκίνητο αυτόν άντρα/φάλαινα (με την αναφορά στη φάλαινα όχι απλά να παραπέμπει στο μυθιστόρημα του Χέρμαν Μέλβιλ, «Μόμπι Ντικ» αλλά και να χρησιμοποιείται μεταφορικά σε κάποιες σημαδιακές σκηνές της ταινίας), με ένα Μπρένταν Φρέιζερ πραγματικά αγνώριστο να θυμίζει τον άλλο παχύσαρκο χαρακτήρα στην κωμωδία των Μόντι Πάιθον «Το νόημα της ζωής» και να δίνει μια ερμηνεία ζωής (θα είναι περίεργο να μην κερδίσει το βραβείο ερμηνείας), και διανθίζοντας τις σκηνές του τόσο με χιούμορ όσο και με το δράμα και τη συγκίνηση, ο Αρονόφσκι έφτιαξε μιαν ακόμη ασυνήθιστη, εξαιρετική, συναρπαστική ταινία γύρω από τη μοναξιά, την απώλεια, αλλά και την ιδιαιτερότητα (μια όμως διαφορετική από αυτές που μέχρι τώρα μας έδινε ο κινηματογράφος), μια ταινία από την οποία δεν λείπει και το σουρεαλιστικό στοιχείο, που μας δίνει τη δική της πρόταση για το νόημα της ζωής, και που για μένα της αξίζει το Χρυσό Λιοντάρι του φεστιβάλ.

Η ιδιαιτερότητα είναι στο επίκεντρο της ιταλικής ταινίας «L’ immmensita» («Το αχανές») του Εμανουέλε Κριαλέζε («Ανασαίνω», «Χαμένα όνειρα»). Ο φακός του Κριαλέζε στρέφεται στη Ρώμη της δεκαετίας του ’70, για να παρακολουθήσει τη ζωή της οικογένειας της Κλάρα (Πενέλοπε Κρουζ) και του Φελίτσε (Βιντσένζο Άματο) και των τριών παιδιών τους.

Ο έρωτας ανάμεσα στο ζευγάρι έχει εξαφανιστεί, με τον σύζυγο να αναζητά αλλού τη σεξουαλική ικανοποίηση και την Κλάρα να έχει αφιερώσει τη ζωή της στα τρία παιδιά της, ιδιαίτερα όμως στη 12χρονη Αντριάνα, που αρνείται την ταυτότητά της και το όνομά της, πιστεύει πως είναι περισσότερο αγόρι παρά κορίτσι και θέλει να την ονομάζουν Αντρέα – μ’ αυτή τη φανταστική (;) ιδιότητα είναι που θα γνωρίσει και ένα κορίτσι που ζει στην «απαγορευμένη» περιοχή κοντά στο σπίτι τους, όπου στεγάζονται λαϊκές εργατικές οικογένειες.

Την άποψη της Αντριάνα δείχνει να τη δέχονται τα αδέρφια της αλλά και η μητέρα της, η οποία μάλιστα έρχεται συχνά σε σύγκρουση με τον σύζυγο. Τα διάφορα πρόσωπα κινούνται μέσα σε μια ατμόσφαιρα που συχνά αγγίζει το φανταστικό, με την Αντριάνα να περιμένει κάποια σωτηρία από τον ουρανό (κάποια στιγμή θα κλέψει κομμάτια άρτου – το σώμα του Χριστού – από την εκκλησία και θα τα καταβροχθίσει), με τα παιδιά αλλά και τη μητέρα να φαντάζονται πως παίρνουν μέρος, χορεύοντας και τραγουδώντας, σε τηλεοπτικά χορευτικά σόου ενώ παρακολουθούν μαυρόασπρη τηλεόραση.