Tου απεσταλμένου μας Νίνου Φένεκ Μικελίδη

H πολιτική ακριβώς ατμόσφαιρα τονίστηκε στην τελετή έναρξης, όταν αμέσως μετά την απονομή στη Γαλλίδα ηθοποιό Κατρίν Ντενέβ, του Ειδικού Χρυσού Λιονταριού για το σύνολο του έργου της, ακολούθησε βιντεοσκοπημένο μήνυμα του Ουκρανού Προέδρου Ζελένσκι που ζήτησε από τους ανθρώπους του χώρου του κινηματογράφου να μην παραμένουν σιωπηλοί, ενώ, σχολιάζοντας την εισβολή στη χώρα του από τον Ρώσο Πρόεδρο Πούτιν, ανάφερε πως «ο πόλεμος είναι μια τραγωδία χωρίς τη μουσική του Ένιο Μορικόνε, μια κατάσταση φρίκης που δεν διαρκεί 120 λεπτά αλλά 189 μέρες στις οποίες συνεχίζεται ο πόλεμος στην Ουκρανία».

Στη συνέχεια έγινε παρουσίαση της Διεθνούς Κριτικής, με επικεφαλής την πρόεδρο της, Τζουλιάν Μουρ, και η τελετή έληξε με την προβολή της Αποκαλυπτικής κωμωδίας «Λευκός θόρυβος» του Νόα Μπόμπαχ, εμπνευσμένη από το βιβλίο του Ντε Λίλο, με πρωταγωνιστές τους Άνταμ Ντράιβερ, Γκρέτα Γκέργουικ και Ντον Τσιντλ.

Διαφορετικό ήταν το χτεσινό κλίμα στις επίσημες προβολες της Μόστρας, με την εμφάνιση της Αμερικανίδας Φέιμ, γνωστού μοντέλου και «drag queen», που εμφανίζεται στη μικρού μήκους ταινία «Ζωγραφισμένη σ΄ ένα φόρεμα», της Εβδομάδας της Κριτικής. Την οποία συμπληρώνει και η παρουσία του γνωστού τραβεστί Ρομέν Εκ, πρωταγωνιστή της ταινίας «Τρεις βραδιές τη βδομάδα», που επίσης προβάλλεται στο τμήμα «Εβδομάδα της Κριτικής» του φεστιβάλ.

Στο μεταξύ από τη Νότιο Κορέα, κινηματογραφικοί οργανισμοί έχουν ξεσπαθώσει ενάντια στο φεστιβάλ της Βενετίας, επειδή το φεστιβάλ αποφάσισε να προβάλει, σε παγκόσμια πρεμιέρα την τελευταία ταινία του Κιμ Κι-Ντουκ, μετά τον πρόσφατο θάνατο του σκηνοθέτη της, ο οποίος πριν από το θάνατό του αντιμετώπιζε κατηγορίες για σεξουαλική κακοποίηση.

Με το φεστιβάλ της Βενετίας να δείχνει για μια ακόμη φορά την υποστήριξή του στους Ιρανούς σκηνοθέτες, όπου εκτός από τις τέσσερις συνολικά ταινίες που προβάλλονται στα διάφορα τμήματά του, οργανώνει σήμερα συζήτηση για την παγκόσμια κατάσταση των υπό διωγμό σκηνοθετών (με έμφαση στους πρόσφατα τρεις φυλακισθέντες Ιρανούς σκηνοθέτες, ανάμεσά τους και ο Τζαφάρ Πανάχι), ενώ στις 9 Σεπτεμβρίου διοργανώνει ένα «flash mob» στο κόκκινο χαλί, πριν από την προβολή της ταινίας «No Bears» του Πανάχι, όπου σκηνοθέτες, ηθοποιοί και άλλες προσωπικότητες θα κληθούν να ανεβάσουν πανό με τα ονόματα φυλακισμένων σκηνοθετών (ανάμεσά τους και οι Ρασούλοφ και Πανάχι).

Οι πρόσφατες αντιδράσεις φεστιβάλ όπως των Κανών και της Βενετίας ενάντια στην καταστολή και τις διώξεις των σκηνοθετών από τις ιρανικές αρχές, προκάλεσε την αντίδραση της ιρανικής κυβέρνησης, με υο ιρανικό υπουργείο Πολιτισμού να ανακοινώνει πως θα δημοσιεύσει «μαύρη λίστα» σκηνοθετών που θα τους απαγορεύεται να γυρίζουν ταινίες εκτός αν αποκηρύξουν την αντίθεσή τους στο καθεστώς – με τη «μαύρη λίστα» να χρησιμοποιείται ως μέσο πίεσης στους δημιουργούς που υπέγραψαν επιστολή ενάντια στην καταστολή των σκηνοθετών από το κράτος.

«Η νέα κυβέρνηση αποτελείται από σκληροπυρηνικούς και γι’ αυτούς το πιο σημαντικό είναι να δείξουν τη σκληρή αντι-Δυτική και αντι-Αμερικανική γραμμή», ανάφερε ένας Ιρανός παραγωγός. «Οταν τα διεθνή φεστιβάλ οργανώνουν κάποιο θέαμα, τοποθετώντας μια άδεια καρέκλα, όπως έγινε με τον Πανάχι στο Βερολίνο, οδηγεί το καθεστώς σε σκληρότερα κατασταλτικά μέτρα ενάντια στους σκηνοθέτες».

Από τα «21 γραμμάρια» και τη «Βαβέλ» μέχρι το βραβευμένο με δύο Όσκαρ «Birdman» (καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας) και την «Επιστροφή», ο Αλεχάντρο Γκονζάλεζ Ιναρίτου δεν έπαψε να μας εκπλήσσει. Και τώρα, με τις πολιτικές αλλαγές και την άνοδο στην εξουσία του αριστερού προέδρου Λόπες Ομπραδόρ, ο Ιναρίτου βρήκε την ευκαιρία με την ταινία του «Μπάρντο», να φτιάξει μια με καυστική κριτική ματιά και διανθισμένη σουρεαλιστικές σκηνές, τολμηρή πολιτική αλληγορία. Αλληγορία δοσμένη μέσα από την υπαρξικαή κρίση που περνάει ένας διάσημος Μεξικανός δημοσιογράφος και ντοκιμαντερίστρας κινηματογραφιστής, ο οποίος ύστερα από χρόνια επιστρέφει από τις Ηνωμένες Πολιτείες στην πατρίδα του.

Επιστροφή στην οποία αντιμετωπίζει προβλήματα ταυτότητας και οικογενειακών σχέσεων, συχνά μέσα από φαντασιώσεις και μνήμες, που τον αναγκάζουν να κάνει και την αυτοκριτική του. Η σουρεαλιστική ατμόσφαιρα τονίζεται από τα πρώτα κιόλας πλάνα με την επιμήκη σκιά ενός αγχωμένου άντρα να τρέχει μέσα από έρημες πεδιάδες και που θα την ακολουθήσει η παράξενη γέννα της γυναίκας του, όπου, οι γιατροί, όταν ανακαλύπτουν πως ο τοκετός δεν θέλει να ζήσει σε ένα τέτοιο κόσμο, αποφασίζουν να ξανατοποθετήσουν το έμβρυο στη μήτρα του.

Το πολιτικό στίγμα δίνεται με την απόφαση της μεξικανικής κυβέρνησης, που ακούμε από το ραδιόφωνο, να πουλήσει μέρος της χώρας στις ΗΠΑ («ήδη μας έχουν πάρει με πόλεμο το ένα τμήμα», αναφέρει, κάποια στιγμή, με σατιρική διάθεση ο ήρωας), με τον βραβευμένο από την Ενωση Αμερικανών Δημοσιογράφων διάσημο Μεξικανό δημοσιογράφο να ζητά από τον Αμερικανό πρέσβη να του κανονίσει συνέντευξη με τον Αμερικανό Πρόεδρο – ευκαιρία για τον Ιναρίτου να φτιάξει σατιρικές αντιαμερικανικές πολεμικές σκηνές, εμπνευσμένες (ή και σε παραλλαγή) από παρελθόν, με εικόνες που θυμίζουν την εισβολή των μπολσεβίκων στα τσαρικά Ανάκτορα, στον «Οχτώβρη» του Αϊζενστάιν. Οι αναφορές στον κινηματογράφο γενικότερα δεν σταματάν εδώ. Ο Μεξικανός σκηνοθέτης αντλεί και από τον παγκόσμιο κινηματογράφο γενικότερα, όπως στις σκηνές του «νεαρού» δημοσιογράφου με μια παχουλή με τεράστια στήθη γυναίκα, που θυμίζουν τον Φελίνι του «Οκτώμιση».

Ο Ιναρίτου αφηγείται με ένα ρυθμό που κυλάει με άνεση, με σκηνές δοσμένες πάντα με μια κάμερα που κινείται συνεχώς, τονίζοντας τη ψυχολογική, ασταθή κατάσταση του ήρωά του. Ανάμεσα στις πιο εντυπωσικές σκηνές του, αναφέρω εκείνη προς το φινάλε της ταινίας, που θυμίζει τα καλύτερα μπλοκ-μπάστερ (και που δείχνει πως ένας σκηνοθέτης με έμπνευση και πλήρη ελευθερία στα γυρίσματα μπορεί να δώσει μιαν άλλη διάσταση στο είδος), με τον πρωταγωνιστή του να περνάει αρχικά μέσα από έρημους δρόμους του Μεξικού και στη συνέχεια μέσα από άλλους, γεμάτους με ανθρώπους που πηγαίνουν στις δουλειές τους και που αρχίζουν σταδιακά να πέφτουν στο έδαφος νεκροί, σαν από σφαίρες, για να μας οδηγήσει σε μια τεράστια ανθρώπινη πυραμίδα από νεκρά, γυμνά κορμιά (φέρνοντας στο νου πίνακες του Ιερώνυμου Μπος), που τελικά ξυπνούν για να μας αποκαλύψουν πως πρόκειται για το γύρισμα κινηματογραφικού φιλμ. Με το «Μπάρντο», ο Ιναρίτου έφτιαξε μια από τις καλύτερες ταινίες του, που, αν και είναι νωρίς για προβλέψεις, δεν θα αφήσει αδιάφορη την κριτική επιτροπή στην τελική της κρίση.