Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Μια νεαρή γυναίκα ακούει τις εξηγήσεις για το θάνατο του πατέρα της που της δίνει μια συμπαθητική μαύρη αστυνομικίνα. Για να πληροφορηθούμε πως ο πατέρας της είχε παραχαράξει και ανταλλάξει 50.000 δολάρια (ενώ είχε έτοιμα μερικά ακόμη εκατομμύρια να ανταλλάξει!) πριν σκοτωθεί σε κυνηγητό από την αστυνομία.

Έτσι ξεκινά η ταινία «Flag Day», που σκηνοθέτησε ο γνωστός ηθοποιός Σον Πεν. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Πεν σκηνοθετεί – αυτή είναι η έκτη μεγάλου μήκους ταινία του – είναι όμως η πρώτη στην οποία ερμηνεύει ρόλο και ο ίδιος. Μέσα από τα φλας-μπακ που ακολουθούν μαθαίνουμε για την ταραχώδη, αλλά πάντα στοργική, σχέση που το κορίτσι, η Τζένιφερ (στο ρόλο μια πολύ καλή Ντίλαν Πεν, η πραγματική κόρη του Πεν), είχε με τον πατέρα της, τον Τζον Βόγκελ (Σον Πεν), που εμφανιζόταν κάθε τόσο στη ζωή όλης της οικογένειάς της (της μητέρας και του μικρότερου αδερφού της), για να εξαφανίζεται, το ίδιο απρόσμενα, για να συνεχίσει τις μυστηριώδεις και επικίνδυνες «επιχειρήσεις» του.

Ο τίτλος Flag Day, ημέρα δηλαδή που γιορτάζεται η αμερικανική σημαία (στις 14 Ιουνίου), αποκτά στην ταινία συμβολική σημασία. Είναι για τον Τζον, που γεννήθηκε αυτή τη μέρα, μια μέρα ξεχωριστή, μέρα που εκφράζει ολη την ιστορία της Αμερικής, μιας Αμερικής που ο Πεν βλέπει με κριτικό μάτι, με τον Τζον να εκφράζει τον Αμερικανό εκείνο που εδώ και δεκαετίες αγωνίζεται, με κάθε τρόπο, συχνά με τον χειρότερο (κλέβοντας, ξεγελώντας, παραχαράσσοντας, ακόμη και ληστεύοντας – η Αμερική του Φαρ Ουέστ αλλά και του Αλ Καπόνε δεν απέχει και πολύ) για την υλοποίηση του άπιαστου, καταστροφικού γι’ αυτόν, αμερικανικού ονείρου. Κι είναι στη νέα γενιά, αυτή της Τζένιφερ, που αφήνεται μια ελπίδα να μπορέσει να ξεφύγει από το ένοχο παρελθόν και να χαράξει μια δίκη της, διαφορετική, δημιουργική πορεία.

Μπορεί η ταινία να μην ολοκληρώνει πάντα αυτό που θέλει να πει, έχει όμως κάτι από την αμεσότητα, την ομορφιά και το ρυθμό, μαζί και τη μελαγχολική ατμόσφαιρα, που συναντάμε και στην καλύτερη μέχρι σήμερα ταινία του Πεν, το παραγνωρισμένο πιστεύω «Ταξίδι στην άγρια φύση», που τονίζει ακόμη περισσότερο και η μουσική και η επιλογή των τραγουδιών από τον Τζόζεφ Βιταρέλι.

Στο κουπέ ενός τρένου διαδραματίζεται το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας «Ταξίδι έκπληξη» (ή «Κουπέ αρ. 6») του Φινλανδού σκηνοθέτη Γιούχο Κουοσμάνεν.Σ’ αυτό, μια νεαρή Φινλανδή φοιτήτρια του πανεπιστημίου της Μόσχας ξεκινά ένα ταξίδι για την Αρκτική, στη δεκαετία του ‘80, περίοδο δηλαδή της Σοβιετικής Ένωσης, για να επισκεφτεί αρχαιολογικά ευρήματα κάπου κοντά στο Μούρμανσκ.

Η ταινία περιγράφει τις συναντήσεις που έχει με διάφορα πρόσωπα στο κουπέ της δεύτερης θέσης όπου ταξιδεύει: ένα Ρώσο, αρχικά άξεστο άνθρωπο, που δεν χωνεύει κανένα, ιδιαίτερα το σοβιετικό κράτος, και που εργάζεται σε ορυχείο, με τον οποίο στη συνέχεια καταφέρνει να κάνει μια αρκετά ευχάριστη παρέα και να συνεννοηθεί μαζί του κι ένα πολύ φιλικό, μουσικό συμπατριώτη της, που τελικά την κλέβει.

Ο Κουοσμάνεν (βραβείο καλύτερης ταινίας στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» στις Κάνες το 2016 για την ταινία του «Η πιο ευτυχισμένη μέρα στη ζωή του Όλι») εστιάζει την κάμερα του στα βασικά του πρόσωπα, καταγράφοντας τις σχέσεις που αρχίζουν να αναπτύσσονται μεταξύ τους, δημιουργώντας ταυτόχρονα τη σωστή ατμόσφαιρα με τα κοινωνικά και άλλα προβλήματα της εποχής (τη μίζερη ζωή των ανθρώπων που έχουν χάσει την πίστη τους στο καθεστώς, αλλά και την, παρόλη τη γύρω μιζέρια, καλή τους διάθεση, καθώς και τα διάφορα καθημερινά προβλήματα σε ένα όχι ιδιαίτερα φροντισμένο τρένο), και αποσπώντας πολύ καλές ερμηνείες από όλο το καστ του.