Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Μια ταινία που καταπιάνεται με τη θρησκεία, τα ερωτικά οράματα και την πολιτική δεν μπορούσε παρά να δημιουργήσει ένα αναμενόμενο – έστω και περιορισμένο – σκάνδαλο. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν η ταινία αυτή έχει για σκηνοθέτη τον Ολλανδό Πολ Φερχόφεν, που το 1992 είχε ήδη προκαλέσει το πρώτο σκάνδαλο με την ταινία «Βασικό ένστικτο», στην οποία η Σάρον Στόουν άνοιγε τα πόδια της αποκαλύπτοντας στον Μάικλ Ντάγκλας πως ήταν ολόγυμνη κάτω από το φόρεμα.

Πρόκειται βέβαια για την ταινία «Μπενεντέτα» του διαγωνιστικού προγράμματος του 74ου Φεστιβάλ των Κανών, γύρω από την αληθινή ιστορία μιας καλογριάς στην Ιταλία του 17ου αιώνα, που κατατρέχεται από θρησκευτικά και ερωτικά οράματα και την ερωτική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σ’ αυτήν και μια μαθητευόμενη καλόγρια. Ταινία που αρχικά επρόκειτο να προβληθεί στο φεστιβάλ των Κανών του 1919 και που τελικά αναβλήθηκε εξαιτίας ενός ατυχήματος του σκηνοθέτη στη διάρκεια των γυρισμάτων.

Από πολύ μικρή, τοποθετημένη από τους αριστοκράτες γονείς της στο μοναστήρι της περιοχής, με ηγουμένη τη Φελισιτά (μια εξαιρετική Σάρλοτ Ράμπλινγκ), η Μπενεντέτα (μια όχι πάντα πειστική Βιρζινί Εφιρά) ακολουθεί μια πορεία με βάση τα θρησκευτικά της οράματα, όπου ο Ιησούς της παρουσιάζεται είτε οδηγώντας κοπάδι, είτε σκοτώνοντας τα φίδια που απειλούν τη «νύφη» του, είτε στο Σταυρό (αργότερα, σε μια από τις τολμηρές σκηνές της ταινίας, θα της ζητήσει να βάλει τα ρούχα της και να τον αγκαλιάσει ολόγυμνη).

Η εμφάνιση της μαθητευόμενης καλογριάς, της Μπαρτολομαία (που ερμηνεύει η Ελληνίδα Δάφνη Πατάκια) θα προσθέσει και ερωτικά οράματα στη φαντασία της Μπενεντέτα, που θα οδηγήσουν σύντομα σε μια παθιασμένη ομοφυλοφιλική σχέση.

Τα γλαφυρά θρησκευτικά οράματα, τα στίγματα, τα σημάδια στα χέρια και στα πόδια, θα μετατρέψουν τη Μπενεντέτα, τουλάχιστο για τους απλούς ανθρώπους της περιοχής, σε Αγία, με τον υπεύθυνο της Εκκλησίας της περιοχής να τοποθετεί στη θέση της Ηγουμένης την Μπενεντέτα, αντίθετα με την Φελισιτά και την επίσης καλόγρια κόρη της, που εξακολουθούν να την υποψιάζονται. Ενώ, τόσο το ξέσπασμα της πανώλης, στην κοντινή Φλωρεντία, όσο και η καταγγελία για ομοφυλοφιλικές πράξεις στον Nuncio της Φλωρεντίας από την Φελισιτά, που παρακολουθούσε τις σεξουαλικές συνευρέσεις των δυο γυναικών, θα οδηγήσουν σε δίκη της «Αγίας» με απρόσμενα όμως αποτελέσματα.

O Φερχόφεν και το συνεργείο του πέτυχαν μια πειστική, εντυπωσιακή αναπαράσταση της εποχής, με ορισμένες σκηνές να θυμίζουν πίνακες της Αναγέννησης (η εξαιρετική φωτογραφία είναι της Ζαν Λαπουαρί), με τις ερωτικές σκηνές ανάμεσα στις δυο γυναίκες να είναι όσο πιο τολμηρές επιτρέπει σήμερα μια νεοφιλελεύθερη οθόνη, με την πολιτική (την οποία αγγίζει πολύ επιφανειακά στις σκηνές με τον Nuncio στη Φλωρεντία) και την όποια κοινωνική κριτική να παραμερίζεται για χάρη των ερωτικών αυτών σκηνών, προσφέροντας μας τελικά μια χωρίς αναπτυγμένους χαρακτήρες ή κάποιο συγκεκριμένο στόχο ταινία.

Αξίζει να αναφέρω πως το σενάριο, τουλάχιστο στην πρώτη του μορφή, όπως το έγραψε αρχικά ο Τζέραλντ Σέτεμαν (ο οποίος δεν αναφέρεται στους τίτλους της ταινίας), παραμερίστηκε από μια δεύτερη γραφή, από τον Ντέιβιντ Μπερκ, με τον Σέτεμαν να καταγγέλλει τον Φερχόφεν πως έδωσε έμφαση στο σεξουαλικό περιεχόμενο, παραμερίζοντας τα φεμινιστικά στοιχεία του σεναρίου, προτιμώντας τη «ψηλάφηση των γεννητικών οργάνων».

Δυστυχώς ο Φερχόφεν δεν είναι Μπουνιουέλ και η ταινία του, παρά το βλάσφημο περιεχόμενο της κι η σατιρική του, επιθετική στάση απέναντι στην Καθολική Εκκλησία, παραμένει κάτι ανάμεσα στον «Εξορκιστή» (η Μπενεντέτα μιλάει, όταν εξοργίζεται) με ανδρική φωνή) και το «Βασικό ένστικτο».

Αντίθετα, το πολιτικό στοιχείο κυριαρχεί στην εξαιρετική γαλλική ταινία La fracture («Το κάταγμα») της Κατρίν Κορσινί, γύρω από ένα ζευγάρι γυναικών που βρίσκονται στα πρόθυρα της ερωτικής τους διάλυσης και που μπλέκουν με τραυματισμένους διαδηλωτές και τα μέλη ενός νοσοκομείου, σε κατάσταση αναστάτωσης, με αφορμή αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα στους διαδηλωτές και την αστυνομία.

Εκείνο που πέτυχε παν από όλα η Κορσινί («Μια αγάπη ανέφικτη», «Η ομορφότερη εποχή») είναι να δημιουργήσει ωραίους και ενδιαφέροντες χαρακτήρες: από την πεισματάρα, καταπιεστική και φλύαρη Ραφ (θαυμάσια ερμηνεία από την Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι), που προσπαθεί με τρόπο εκνευριστικό να κρατήσει κοντά της τη δέκα ετών σύντροφο της που τώρα θέλει να την εγκαταλείψει, και τον οργισμένο, τραυματισμένο σοβαρά στο πόδι, οδηγό νταλίκας και μέλος των κίτρινων γιλέκων, που με τον πενιχρό μισθό του έχει να φροντίσει και τρεις κόρες, μέχρι τους νοσηλευτές (κάποια στιγμή, όταν τους ζητάνε να καταγράψουν τα ονόματα των τραυματισμένων κίτρινων γιλέκων, αυτοί αρνούνται), και ιδιαίτερα τη μαύρη νοσοκόμα που παράλληλα έχει να φροντίσει και ένα άρρωστο μωρό, και τον με ψυχολογικά προβλήματα ασθενή που κάποια στιγμή χάνει πλήρως τον έλεγχο του.

Πρόσωπα που οι καταστάσεις, στη Γαλλία του Μακρόν, φέρνουν κοντά αποκαλύπτοντάς τους ευπρόσδεκτες, αν και μέχρι τότε απωθημένες, πτυχές του χαρακτήρα τους. Πρόσωπα και καταστάσεις, που χάρη τόσο σε ένα πολύ καλογραμμένο σενάριο (της Κορσινί και της Ανιές Φοβρ) όσο και στην αρμονικά αναπτυγμένη σύζευξη των επιμέρους στοιχείων και επεισοδίων, μαζί και το πολιτικό στοιχείο, που παραμένει πάντα σε πρώτη γραμμή, δημιουργούν τον κατάλληλο ρυθμό και το σασπένς που σε κρατάνε σε διαρκή ένταση.