Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Η πιο συγκλονιστική, με εικόνες που πράγματι σε στοιχειώνουν, ταινία της φετινής 70ης Μπερλινάλε ήταν αναμφισβήτητα η ρωσική «DAU. Natasha» που γύρισε ο Ίλια Χριζανόφσκι σε συνεργασία με την Εκατερίνα Έρτελ, μέχρι πρόσφατα μακιγιέρ και υπεύθυνη για την κόμμωση σε δεκάδες ανατολικογερμανικές και διεθνείς παραγωγές.

Η ταινία ξεκίνησε με αφορμή ένα στην περίοδο του σταλινισμού επιστημονικό πρόγραμμα του Ινστιτούτου Ερευνών που το ξεκίνησε ο φυσικός επιστήμονας Λεβ Λάνταου (Landau), εξ ου και η ονομασία του DAU.

Ο Χριζανόφσκι ξεκίνησε το σχέδιο αυτό σαν βιογραφική ταινία το 2006, αν και στη συνέχεια άλλαξε το σχέδιο, μεταφέροντας τμήμα των σκηνικών του Ινστιτούτου Ερευνών από τα στούντιο της Μόσχας στην Ουκρανία, στήνοντας ένα σκηνικό 4.000 τετραγωνικών μέτρων, αντιγράφοντας κάθε δωμάτιο του Ινστιτούτου και βάζοντας να ζήσουν σ’ αυτά για μήνες, αυθεντικά όπως και στην σταλινική περίοδο, εκατοντάδες ηθοποιούς, απομονωμένους από τον έξω κόσμο και το ιντερνέτ, χρησιμοποιώντας ακόμη και το χρήμα της τότε εποχής, ένα είδος πειράματος, αξίζει να σημειώσω, που ορισμένοι χαρακτήρισαν «αποτρόπαιο», πριν τελικά αρχίσουν τα γυρίσματα για ένα τεράστιο σχέδιο πολλών ταινιών (μέχρι στιγμής γυρίστηκαν 13 ταινίες).

Από αυτές, είδαμε εδώ την ταινία με τον τίτλο «DAU. Natasha», προορισμένη για να κυκλοφορήσει στιος αίθουσες, με την τηλεοπτική μίνι-σειρά της να προβάλλεται στο τμήμα των «Μίνι-Σειρών» του φεστιβάλ.

Στην ταινία παρακολουθούμε την καθημερινή ζωή της Νατάσας, υπεύθυνης στην καντίνα όπου τρώνε οι διάφοροι επιστήμονες, οι εργαζόμενοι και ξένοι επισκέπτες του Ινστιτούτου. Σε ένα πρώτο μέρος, φαινομενικά ευχάριστο και ψυχαγωγικό περιβάλλον, η Νατάσα και η νεότερη συνάδελφός της, Όλγα, με την οποία έχει ένα είδος αγάπης-μίσους (σε μια από τις καλύτερες, διανθσιμένες με χιούμορ, σκηνές, τις παρακολουθούμε να καβγαδίζουν), περνούν τις ώρες τους συζητώντας για τη ζωή τους, τα φλερτ τους και τη μοναξιά, πίνουν και γλεντούν μαζί με τους επισκέπτες στην καντίνα τους.

Εκεί, η Νατάσα (ερμηνεία για την ποία αξίζει ιδιαίτερος έπαινος για την πρωτοεμφανιζόμενη Νατάσα Μπερέζναγια) θα γνωρίσει τον Λικ Μπιζέ, τον Γάλλο φιλοξενούμενο του Ινστιτούτου, με τον οποίο θα περάσει ένα παθιασμένο ερωτικό βράδυ, σε μια από τις πιο τολμηρές ερωτικές σκηνές που είδαμε ποτέ στην οθόνη, με σκηνές απροσποίητου σεξ, που αν και, αρχικά μοιάζουν με σκληρό πορνό, με όσα θα ακολουθήσουν, αποδεικνύονται τελικά οι πιο τρυφερές σκηνές της ταινίας.

Γιατί, στη συνέχεια, θ’ ακολουθήσει ένα δεύτερο, καφκικό, που θυμίζει περισσότερο τον Όργουελ, μέρος, με τις μυστικές υπηρεσίες να μεταφέρουν σ’ ένα κελί ανακρίσεων, όπου υποβάλλεται σε ψυχολογικά και άλλα βασανιστήρια για να καταλήξει σε μιαν εξευτελιστική, φριχτή και βίαη σεξουαλική επίθεση – σκηνές που σίγουρα θα απωθήσουν ορισμένους. Με φιλμ των 35 χλστμ., με την κάμερα στο χέρι, που δημιουργεί μιαν αίσθηση αστάθειας, τονίζοντας την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα της ταινίας, και γενικά με ένα στιλ που θυμίζει περισσότερο τους σκηνοθέτες του ανεξάρτητου σινεμά, ο Χριζανόφσκι και η συν-σκηνοθέτριά του Εκατερίνα Έρτελ, έφτιαξαν μια συγκλονιστική ταινία, σχόλιο πάνω στο καθημερινό δράμα, τον τρόμο και τα μαρτύρια που αντιμετώπιζαν οι άνθρωποι που ζούσαν σ΄ένα καθεστώς όπως το σταλινικό.

Την ιστορία του νεαρού 17χρονου Ρουμάνου σπουδαστή Μούγκουρ Καλινέσκου που έγραψε γκραφίτι ενάντια στο κομουνιστικό καθεστώς του Τσουσέσκου, αναγκάζοντας το κατασταλτικό κράτος να επιδείξει όλα τα μέσα των τρομοκρατικών μεθόδων που χρησιμοποιούσε για να ελέγχει τους πολίτες, αφηγείται στην ταινία του, «Με κεφαλαία γράμμματα», ο σκηνοθέτης Ράντου Γιούντε («Άφεριμ!», «Δεν με νοιάζει ας περάσουμε στην ιστορία ως βάρβαροι»).

Τα γκραφίτι/διαμαρτυρίες του για την κατάσταση στη χώρα του («Δεν μπορούμε πια να ανεχτούμε αυτή την αδικία…», «Κουραστήκαμε να περιμένουμε σε ατέλειωτες ουρές»), που έγραφε με κιμωλία στους τοίχους, με σχόλια υπέρ της Πολωνίας που τότε είχε αρχίσει ένα άνοιγμα για πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές, ξεσήκωσαν τις μυστικές υπηρεσίες, οι οποίες ύστερα από μεθοδικές έρευνες (έλεγξαν πάνω από 30.000 δείγματα γραφής από αιτήσεις για διαβατήρια και διάφορα άλλα έγγραφα και αιτήσεις κατοίκων της περιοχής), ανακάλυψαν τον Καλινέσκου, άρχισαν να παρακολουθούν το σπίτι του με κοριούς, στη συνέχεια τον συνέλαβαν και τον ανάκριναν.

Δεν σταμάτησαν όμως στη σύλληψή του αλλά άρχισαν να ανακρίνουν τη μητέρα του και όλους τους φίλους και συμμαθητές του. Μια διαδικασία που στόχο είχε να σπείρει τον τρόμο και να δείξει το πόσο δειλοί στάθηκαν όλοι γύρω του – «Με δειλούς γύρω σου δεν μπορείς να κάνεις τίποτα», λέει σε μια στιγμή ο ίδιος ο Καλινέσκου.

Με βάση τους φακέλους της Μυστικής Αστυνομίας και το θεατρικο έργο της Τζανίνα Καρμπουνάριους, και με ένα στιλ ντοκιμαντεριστικό, με τους ηθοποιούς να παίζουν τους διάφορους ρόλους, μέσα σ’ ένα στούντιο με ελάχιστα σκηνικά (ένα πορτρέτο του Τσαουσέσκου ή ο τεχνικός εξοπλισμός για την τοποθέτηση «κοριών», που εμφανίζονται σε κάποιες σκηνές), ο Ρούντε έφτιαξε ένα κινηματογραφικά ασυνήθιστο, χωρίς τη συνηθισμένη δραματική δομή (η «θεατρική» δομή του δυστυχώς θα ξενίσει μερικούς), συγκλονιστικό όμως, με μια αντιμετώπιση θα έλεγα μπρεχτική, ντοκουμέντο, που πέρα από την καταγγελία της αδικίας που κυριαρχεί στα καταπιεστικά καθεστώτα, μας δείχνει και μέχρι πού μπορεί να οδηγήσει η δειλία και η προδοσία των ανθρώπων που θεωρείς φίλους.

Στη σχέση ανάμεσα σ’ έναν άντρα, που περνάει μια παράξενη σωματική αρρώστια, κι ένα νεαρό από το Λάος καταγράφει με το δικό του, πρωτότυπο τρόπο, ιδιαίτερα τα μεγάλης διάρκειας πλάνα, ο μαλαισιανής καταγωγής Ταϊβανέζος σκηνοθέτης Τσάι Μινγκ Λιάνγκ («Αδέσποτα σκυλιά»).

Στην αρχή, με ένα παράλληλο μοντάζ, με ακίνητα, μεγάλης διάρκειας όπως, πλάνα, χωρίς σχεδόν κανένα διάλογο, και με ένα τρόπο που προσπαθεί να ξεγυμνώσει την ανθρώπινη ψυχή και να μας αποκαλύψει τις φοβίες και τη μοναξιά του ατόμου σε αποξενωμένες κοινωνίες, παρακολουθούμε, από τη μια, τον άρρωστο Κανγκ στο σπίτι του ή στον κήπο του, ή όταν κάνει βελονισμό, και από την άλλη τον Νον, να ετοιμάζει το φαγητό του (σε πλάνα που καταγράφουν με τη χρονική τους διάρκεια το καθάρισμα και το ξέπλυμα των λαχανικών και του ψαριού), μέχρι που οι δυο συναντιώνται για ένα διάστημα πριν τελικά ο καθένας πάρει το δικό του δρόμο (στην πιο μεγάλη σκηνή της ταινίας, δοσμένη σε δυο ακίνητα πλάνα που κρατάνε συνολικά 25 περίπου λεπτά, ο Νον κάνει μασάζ στον Κανγκ).