62ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Έναρξη του φεστιβάλ με μερικές αλήθειες για πρόσωπα και κοινωνίες

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Σε μια Θεσσαλονίκη όπου τα κρούσματα του Ovid-19 έχουν ξεπεράσει και εκείνα της πρώτης περιόδου της επιδημίας, ανεβάζοντας και πάλι την περιοχή στο κόκκινο, και με την παρουσία λιγότερων εκπροσώπων του τύπου, που προτίμησαν να παρακολουθήσουν το φεστιβάλ διαδικτυακά, ξεκίνησε το 62ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης.

Με μότο τον τίτλο «Ο κανόνας του παιχνιδιού», της κλασικής, αριστουργηματικής ταινίας του Ζαν Ρενουάρ, και με τον καλλιτεχνικό διευθυντή του φεστιβάλ, Ορέστη Ανδρεαδάκη, να διερωτάται πώς, σε μια εποχή που επιβάλλει συνεχώς την επαναδιατύπωση τους, ίσως να μη χρειάζονται πια αυτοί οι κανόνες, με τη φετινή εκδήλωση να επιλέγει διαφορετικούς κανόνες που «ταιριάζουν στην τρέλα και το όνειρο της νέας εποχής».

Την τελετή έναρξης ακολούθησε η προβολή της βραβευμένης με το Χρυσό Λιοντάρι της Βενετίας γαλλικής ταινίας «Το γεγονός» (L’evenement) της Οντρέ Ντιβάν για την οποία είχαμε γράψει διεξοδικά στην ανταπόκριση μας από το εκεί φεστιβάλ. Μια εξαιρετική, υπενθυμίζω, ταινία, αρκετά επίκαιρη και σήμερα, με θέμα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει μια νεαρή έγκυος μαθήτρια όταν αποφασίζει να κάνει έκτρωση στη Γαλλία της δεκαετίας του ‘60, περίοδο όταν η έκτρωση αντιμετωπιζόταν παράνομη και όπου, τόσο ο γιατρός όσο και η γυναίκα, κινδύνευαν με φυλάκιση.

Με το δράμα μιας μοναχικής 30χρονης γυναίκας, υπαλλήλου σε ένα γραφείο επιδομάτων μιας παραθαλάσσιας πόλης της αγγλικής επαρχίας, καταπιάνεται το αγγλικό φιλμ «True Things», δεύτερη ταινία της σκηνοθέτριας Χάρι Γούντλιφ (βασισμένο στο μπεστ-σέλερ «Μερικές αλήθειες για μένα» της Ντέμπορα Κέι Ντέιβις), με την οποία ξεκίνησε το επίσημο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ. Η Κέιτ, με γονείς που την εκνευρίζουν, απογοητευμένη από μια ανιαρή δουλειά αλλά και από την έλλειψη μιας σταθερής σεξουαλικής σχέσης (μοναδική της απόλαυση είναι να παρακολουθεί ερωτικά ζευγάρια στο κινητό της), αφήνεται να παρασυρθεί από την παρουσία του ελκυστικού, πρόσφατα αποφυλακισμένου μικροαπατεώνα, με βαμμένα μαλλιά, Ξανθού (Blond είναι το μόνο όνομα που γνωρίζουμε), που εμφανίζεται για αίτηση επιδόματος στο γραφείο της.

Απελπισμένη από την έλλειψη σεξουαλικού συντρόφου, η ανασφαλής Κέιτ αφήνεται εύκολα στη γοητεία του, αν και σύντομα θα ανακαλύψει πως ο Ξανθός (ένας πολύ καλός Τομ Μπερκ), αν και αρχικά δείχνει να την αντιμετωπίζει με αγάπη και φροντίδα, σύντομα αρχίζει να τη χειραγωγεί και να γίνεται ψυχρός και αδιάφορος, παρασύροντάς την και στα ναρκωτικά.

Η Γούντλιφ παρακολουθεί από κοντά, με μια κάμερα συχνά στο χέρι, την Κέιτ, καταγράφοντας την ακατάστατη καθημερινή ζωή της, τις άστοχες, συχνά καταστροφικές γι’ αυτήν αντιδράσεις της, τα όνειρα της (σε μια από τις πιο ωραίες, βουτηγμένες σε μια ονειρική ατμόσφαιρα, σκηνή, φαντάζεται ένα σκυλί να γλύφει το δέρμα της), την τελική της προσπάθεια να βρει την αναμενόμενη λύτρωση (στις σκηνές στην Ισπανία), πάντα όμως με ερωτηματικό, με την Ρουθ Γουίλσον να καλύπτει, με τη δοσμένη με δύναμη και ζεστασιά ερμηνεία της, τις όποιες σεναριακές και σκηνοθετικές αδυναμίες.

Οι διακοπές ενός μεσοαστικού ζευγαριού Πολωνών στην Ιταλία που στράβωσαν είναι το θέμα της «Σιωπηρής γης», πρώτης ταινίας της Πολωνής σκηνοθέτριας Ανιέσκα Βοσίνσκα, που πρωτοπροβλήθηκε στο φεστιβάλ του Τορόντο.

Από την πρώτη στιγμή που ο Άνταμ και η Άννα φτάνουν στο ιταλικό νησί τα πράγματα δεν είναι όπως τα περίμεναν: η πισίνα είναι χαλασμένη και, αν και η παραλία είναι δίπλα τους και ο συμπαθητικός Ιταλός ιδιοκτήτης και εστιάτορας τους προτείνει να τους αποζημιώσει μειώνοντας το ενοίκιο και προσφέροντας τους γεύμα στο εστιατόριο του, αυτοί επιμένουν να την επιδιορθώσει, και, στη συνέχεια, όταν ο νεαρός Άραβας που αναλαμβάνει να την επιδιορθώσει, σκοτώνεται σε ατύχημα, το εγωκεντρικό ζευγάρι των Πολωνών, που εστιάζει το ενδιαφέρον του στο φαγητό, το τρέξιμο, το μπάνιο και το χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις σεξ, αποκαλύπτει την αδιαφορία και τον κυνισμό του, ιδιαίτερα απέναντι στο νεκρό Άραβα, αλλά και μια γενικότερη κοινωνική κατάσταση που έχει σχέση με τη σύγχρονη μετά-κομμουνιστική Πολωνία.

Παραμερίζοντας τις φαινομενικά στην αρχή ειδυλλιακές τουριστικές διακοπές του ζευγαριού, η σκηνοθέτρια, απόφοιτος της διάσημης κινηματογραφικής σχολής του Λοντζ (όπου σπούδασαν σκηνοθέτες όπως οι Βαιντα, Πολάνσκι, Κισλόφσκι, Ζανούσι και άλλοι), εκμεταλλεύεται με φαντασία και ευρηματικότητα την κάθε λεπτομέρεια που της προφέρει η ιστορία: από την εμφάνιση των άλλων δεύτερων χαρακτήρων (ο Ιταλός ιδιοκτήτης, οι αστυνομικοί που ερευνούν την υπόθεση του θανάτου του Άραβα μετανάστη, σε σκηνές πρέπει να πω δοσμένες με χιούμορ, ο Γάλλος εκπαιδευτής καταδύσεων και η σύντροφος του), συχνά με πρόσωπα hors champ (εκτός πλάνου), μέχρι τους λιγοστούς, στεγνούς διαλόγους και τους παραμικρούς ήχους (το άνοιγμα και το κλείσιμο των παραθύρων, των εργαλείων του Άραβα που φτιάχνει την πισίνα, κλπ.).

Πρόσωπα και στοιχεία που χρησιμοποιεί για να σκιαγραφήσει το αληθινό πορτρέτο των δυο εύπορων Πολωνών που με το χρήμα και την όλη εμφάνιση τους (ωραίοι, ξανθοί) αντιμετωπίζουν «αφ’ υψηλού» τους ντόπιους, και ιδιαίτερα τους μετανάστες – φτάνει να προσέξουμε πως κοιτάνε τον Άραβα εργάτη που προτίμησε να πεθάνει στην πισίνα τους και να τους προκαλέσει προβλήματα (ο σύζυγος, όπως μαθαίνουμε στη συνέχεια, απέφυγε να τρέξει να τον βοηθήσει, αφήνοντας τον τελικά να πνιγεί στην πισίνα) παρά να πνιγεί στη θάλασσα, όπως συμβαίνει, όπως ξέρει, και ξέρουμε, σε τόσους κακόμοιρους μετανάστες!