Ο αναστηλωτής του Παρθενώνα Μανόλης Κορρές εξελέγη σήμερα τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών με 27 ψήφους έναντι 12 που έλαβε ο συνυποψήφιός του αναστηλωτής των Προπυλαίων της Ακρόπολης Τάσος Τανούλας.

Ήταν μια σωστή επιλογή γιατί ο Μανόλης Κορρές είναι διεθνώς γνωστός και καταξιωμένος στον τομέα της αναστήλωσης αρχαίων μνημείων. Θα μπορούσε να είχε λάβει αυτή τη θέση εδώ και αρκετά χρόνια, καθώς του είχε γίνει πρόταση να θέσει υποψηφιότητα προκειμένου να εκλεγεί τακτικό μέλος της Ακαδημίας, αλλά εκείνος είχε αρνηθεί γιατί η Ακαδημία δεν είχε ανοίξει τις πόρτες της στο δάσκαλό του Χαράλαμπο Μπούρα. Μετά το θάνατο του Χαρ. Μπούρα, φαίνεται πως ήρθη και αυτή η ηθικής φύσεως ένσταση μέσα του. Από σήμερα καταλαμβάνει την έδρα «Ιστορία Αρχαίας Αρχιτεκτονικής-Αναστήλωσις».

Ο Μανόλης Κορρές (1948) σπούδασε στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου απ΄ όπου αποφοίτησε το 1972. Το 1975-1977 έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πολυτεχνείο του Μονάχου, κοντά στον καθηγητή Gοttfried Gruben, έναν από τους πιο σημαντικούς μελετητές της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής. Το 1992 πήρε το διδακτορικό του από το ΕΜΠ με την εργασία του «Συμβολή στην οικοδομική μελέτη των αρχαίων κιόνων».

Ήταν από τους πρώτους που εργάστηκαν (από το 1975-1979, ως ημερομίσθιος μηχανικός) στα αναστηλωτικά έργα της Ακρόπολης. Από το 1979, ύστερα από διαγωνισμό πρόσληψης του υπουργείου Πολιτισμού, πρώτευσε και έλαβε οργανική θέση στο υπουργείο. Το 1981 υπηρέτησε στη Διεύθυνση Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων αναλαμβάνοντας τη θέση του προϊσταμένου του Τμήματος Αναστηλώσεων. Το 1983 μετακινήθηκε στην Α΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και από τότε έως το 1999 ήταν προϊστάμενος του Έργου «Παρθενών». Το 1999 εξελέγη αναπληρωτής καθηγητής και το 2006 πρωτοβάθμιος καθηγητής στο ΕΜΠ, από το οποίο και συνταξιοδοτήθηκε το 2015.

Το αναστηλωτικό έργο του αρχίζει από την Ακρόπολη, αλλά εκτείνεται και σε πολλά ακόμη μνημεία. Έχει συμβάλει στην ανάδειξη μνημείων της Πελοποννήσου, της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Θράκης, νησιών του Αιγαίου, της Αττικής, και ειδικότερα της Θεσσαλονίκης, της Αμοργού, της Χίου, της Πάρου και της Αθήνας, όπως στο Ερέχθειο, το ιερό του Διονύσου και το Διονυσιακό θέατρο στις νότιες παρειές της Ακρόπολης, στο οποίο, από το 1980-1983, ήταν και ο υπεύθυνος του όλου έργου. Ακόμη εργάστηκε στο φρούριο του Πυθίου στο νομό Έβρου, στο ιερό της Δήμητρος στη θέση Γύρουλας στη Νάξο, στο ναό του Διονύσου στα Ύρια της Νάξου, σε ένα μεγάλο ταφικό μνημείο στα Ρηγαίικα Καλυδώνας Αιτωλοακαρνανίας, στο ιερό του Ποσειδώνος στο Μολύκρειον Αιτωλοακαρνανίας και εκτός Ελλάδας στη Νεάπολη, στη Νorchia της Ετρουρίας, στα Ιεροσόλυμα (κουβούκλιο Παναγίου Τάφου).

Με τον Παρθενώνα έχει συνδεθεί περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μνημείο. Από το 1983 και έως το 1999 ήταν ο υπεύθυνος των σχετικών εργασιών για την αναστήλωση και ανάδειξη του εμβληματικού αυτού μνημείου.

Εδώ και λόγο καιρό είναι πρόεδρος της Επιτροπής Συντήρησης Μνημείων της Ακρόπολης (EΣMA), ενώ υπήρξε μέλος της Υποεπιτροπής Συντήρησης των Γλυπτών του Παρθενώνα, της Επιτροπής Συντήρησης Διονυσιακού Θεάτρου, της Επιτροπής Συντήρησης Ακρόπολης Λίνδου, της Επιτροπής Μαραθώνα, της Επιτροπής Συντήρησης Επικουρίου Απόλλωνος. Χρημάτισε επίσης αντιπρόεδρος του Δ.Σ. του Οργανισμού Ανέγερσης του Μουσείου Ακρόπολης, θέση από την οποία παραιτήθηκε πριν από την επιλογή του αρχιτέκτονα, και μέλος κριτικής επιτροπής Διεθνούς Αρχιτεκτονικού Διαγωνισμού για την αποκατάσταση του ναού του Αυγούστου στο Pozzuοli της Καμπανίας, στη νότια Ιταλία. Τέλος, από το 2006 έως σήμερα είναι τακτικό μέλος του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ).

Έχει λάβει διάφορες διεθνείς διακρίσεις. Το 1991 έλαβε τον τίτλο του Ph. D. h.c. του Freie Universität του Βερολίνου. Είναι ακόμη αντεπιστέλλον μέλος του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του Βερολίνου και μέλος της Koldewey Gesellschaft. Ακόμη έχει τιμηθεί με το Χρυσό Μετάλλιο της Ακαδημίας της Ρώμης (2013), το Αργυρό Μετάλλιο της Γαλλικής Ακαδημίας Αρχιτεκτονικής (1995), το Χάλκινο Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών (1989), το βραβείο Alexander von Humboldt (2003), τo Premio internazionale di archeologia, città di Ugento (Premio Zeus 2006), ενώ η Ακαδημία Αθηνών τον βράβευσε για το βιβλίο του «Η στέγη του Ηρωδείου και άλλες γιγάντιες γεφυρώσεις» (2014). Τέλος, έχει τιμηθεί από το ελληνικό κράτος με το παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος (1998).

Μία από τις δεξιότητές του είναι το σχέδιο, όπου έχει αναγνωρισθεί διεθνώς (σχέδιά του έχουν παρουσιαστεί σε πολλές εκθέσεις) και η δεύτερη στις εφευρέσεις. Έχει προχωρήσει στην εφεύρεση, σχεδίαση, ενίοτε και κατασκευή οργάνων και μηχανισμών, χρήσιμων για αναστηλωτικές, ανασκαφικές, σχεδιαστικές και φωτογραφικές εργασίες και γενικότερα για εργασίες μελέτης και ανάδειξης μνημείων.

Έχει συγγράψει δέκα μονογραφίες. Σε τέσσερις από αυτές είναι συν-συγγραφέας, ενώ η μία εξ αυτών είναι σε ηλεκτρονική μορφή. Ακόμη έχει εκπονήσει εξήντα πέντε επιστημονικές-ερευνητικές εργασίες, τριάντα ένα κείμενα σχετικά με τον Παρθενώνα και με άλλα κτίσματα και χώρους εντός ή εκτός Αττικής και μεγάλο αριθμό λημμάτων σε καταλόγους εκθέσεων, επιστημονικές εγκυκλοπαίδειες και ειδικά λεξικά. Σημαντικός αριθμός ετεροαναφορών στο έργο του, όπως και ορισμένες κρίσεις γι’ αυτό, επιβεβαιώνουν τη διεθνή του καταξίωση.