Φωτογραφικό αρχείο ανασκαφής Κοίμησης / Κ. Σμπόνιας

Γυναίκες ύφαιναν στους αργαλειούς τους αγναντεύοντας το πέλαγος από την κορυφή του λόφου, στη νήσο Θηρασία όπου βρίσκεται σήμερα  το μοναστήρι Κοιμήσεως της Θεοτόκου.  Φανταστείτε αυτή την εικόνα  κατά τους μακρινούς Πρωτοκυκλαδικούς χρόνους.

Κάτω από την  αυλή του μοναστηριού ως το γκρεμό της καλντέρας που δημιουργήθηκε κατά την μινωϊκή έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης τον 16οπ.Χ. αι. γίνεται τα τελευταία χρόνια μια συστηματική ανασκαφή για την πλήρη αποκάλυψη ενός  Πρωτοκυκλαδικού και Μεσοκυκλαδικού  οικισμού. Η φετινή ανασκαφή που έγινε τον περασμένο Αύγουστο έδειξε πως ο οικισμός αυτός είχε ένα είδος οχύρωσης.

Η έρευνα  επικεντρώθηκε σε δύο σημεία:στο σημείο όπου στην προηγούμενη ανασκαφή είχαν φανεί πολύ ισχυροί αναλημματικοί τοίχο, ύψους 2 μέτρων, δύο εσωτερικοί χώροι κτιρίων (Χ1, Χ2), από τους οποίους ο ένας με θρανίο, και ένας εξωτερικός αύλειος χώρος, επίσης με θρανίο. Η κάλυψη του τμήματος αυτού του οικισμού κάτω από τα στρώματα της έκρηξης του ηφαιστείου συνέβαλε στην εξαιρετική διατήρηση των οικιστικών καταλοίπων.

Οι παραπάνω χώροι ανασκάφηκαν πλήρως και έτσι διευκρινίστηκαν θέματα μορφής και φύσης τους αλλά και θέματα χρονολογικά, με την παρουσία μεσοκυκλαδικών στρωμάτων, αλλά και με την παρουσία  πρωτοκυκλαδικών φάσεων διαφόρων περιόδων, που σε μερικά σημεία φτάνουν πιθανώς στις αρχές της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου.

Επίσης ανασκάφηκε ένας νέος χώρος προς τα νότια σε επαφή με το σημερινό χείλος του γκρεμού δείχνοντας έως πού έφτασε η ηφαιστειακή κατακρήμνιση. Ο τελευταίος αυτός χώρος επικοινωνεί μέσω θύρας με στενό επίμηκες δωμάτιο της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου.

Κοντά σε αυτή τη θύρα, σχεδόν στο κατώφλι, βρέθηκε το 2019 σφράγισμα με σημεία γραφής. Ο εσωτερικός χώρος του κτιρίου του θρανίου, όπου υπήρχε σημαντικότατη μεσοκυκλαδική απόθεση, έδωσε τις μεγαλύτερες εκπλήξεις. Διαπιστώθηκε ότι αποτελεί ένα δεύτερο ελλειψοειδές κτίσμα μετά από αυτό που είχε αποκαλυφθεί παλαιότερα στο νοτιοανατολικό τμήμα του οικισμού το οποίο έχει την ίδια μνημειακή μορφή και παρόμοιο προσανατολισμό. Η  αψίδα εγκιβωτίζεται σε δύο λιθοσωρούς, πιθανότατα αναλημματικούς. Το κτίσμα είναι αισθητά μεγαλύτερο, σώζεται σε μεγάλο ύψος και διαθέτει εγκάρσια κατασκευή που καταλαμβάνει το άκρο της αψίδας.

Η αυλή καταλήγει σε κλιμακωτή δίοδο.Τώρα φάνηκαν οι προεκτάσεις της, αποκαλύφθηκαν κι άλλα σκαλοπάτια, όπως και ένα ακόμη θρανίο στη βόρεια πλευρά της αυλής. Στην αυλή βρέθηκαν πολλά λίθινα εργαλεία, οψιανοί και μεγάλες μυλόπετρες. Ενδιαφέρον έχει ότι υπήρχαν κατάλοιπα υφαντικών εργαλείων που υποδεικνύουν νηματουργικές και ενδεχομένως υφαντικές εργασίες. Ηταν λοιπόν ένας χώρος εργασίας.

Κι όλα αυτά από την κεραμική χρονολογούνται  κυρίως στη Μεσοκυκλαδική, με διάσπαρτη όμως παρουσία στην Πρωτοκυκλαδική. Ο οικισμός φαίνεται πως ήταν οχυρωμένος όπως φαίνεται από τον μεγάλο εξωτερικό αναλημματικό τοίχο προς τα νοτιοδυτικά λόγω της γειτνίασης με κατασκευή που μοιάζει με πεταλόσχημο προμαχώνα.

Αυτό ενισχύεται και από την εύρεση μικρής εξωτερικής κλίμακας στον μνημειώδη τοίχο, που οδηγεί προς το εσωτερικό και προς το πλάτωμα της κορυφής.  Δεδομένου ότι οι άλλοι κυκλαδικοί οικισμοί της περιόδου είναι τειχισμένοι, πιθανότατα αυτό συνέβαινε και στον οικισμό της Κοίμησης στη Θηρασία.

Τέλος στην περιοχή των τριών ανδήρων που βλέπει στην ανατολική πλαγιά του λόφου έγινε μικρή τομή για τη διακρίβωση της κατεύθυνσης της βαθμιδωτής διόδου που τέμνει κάθετα τα άνδηρα, ανεβαίνοντας την ανατολική πλαγιά προς την κορυφή του λόφου. Από ό,τι φαίνεται η δίοδος στρίβει προς τα βόρεια προς μία σειρά διαδοχικών φυσικών βράχων. Η κατεύθυνση αυτή του μικρού δρόμου υποδεικνύει ότι ο οικισμός εκτεινόταν και προς τα βορειοανατολικά, πίσω από το σημερινό μοναστήρι. Ο χρονολογικός ορίζοντας εδώ είναι αποκλειστικά πρωτοκυκλαδικός, όπως και στα παραπλήσια άνδηρα.

«Ο οικισμός της Κοίμησης, λίγο ασαφής ως προς τη μορφή στην αρχή, άρχισε να αποκτά  χαρακτηριστικά πολεοδομικού σχεδιασμού, με τη ρυμοτομία του, τη σοφή διαμόρφωση των ανισόπεδων επιπέδων, τα πολλαπλά του ανοίγματα» σημειώνει η ανασκαφική ομάδα.  «Σιγά σιγά αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε και τους ασύμμετρους κανόνες του. Η αρχιτεκτονική του συνίσταται σε μία εναλλαγή καμπυλοτήτων, ισχυρών τοίχων, αναλημμάτων, δαπέδων, θρανίων, ανοιγμάτων, εξεδρών με αινιγματικούς ρόλους, ηφαιστειακών βράχων. Ο οικισμός σκαρφαλώνει πεισματικά, πραγματικά και μεταφορικά, και μας καλεί να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τη λογική και τη σκέψη μέσα από την ύλη».

Η ανασκαφή αποτελεί συνεργασία του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου (Κώστας Σμπόνιας), του Πανεπιστημίου Κρήτης (Ίρις Τζαχίλη) και της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων (Μάγια Ευσταθίου), με την επιστημονική συνεργασία της Κλαίρης Παλυβού (ΑΠΘ) καθώς και διεπιστημονικής ομάδας συνεργατών. Η ανασκαφική έρευνα και μελέτη πραγματοποιήθηκε με τη συμβολή της Γενικής Γραμματείας Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής και του Ινστιτούτου Αιγαιακής Προϊστορίας.