Της Ζωής Τόλη
«Το βασίλειο της γης», του Τενεσί Ουίλιαμς στο θέατρο Olvio, σε μετάφραση Ερρίκου Μπελιέ και σκηνοθεσία Ιόλης Ανδρεάδη.

«Είμαστε όλοι καταδικασμένοι σε μοναχικό εγκλεισμό στο ίδιο μας το δέρμα -ισόβια»
Ουίλιαμς

Ένα δράμα που μας μεταφέρει στη σκοτεινή ατμόσφαιρα του αμερικανικού νότου, σ’ ένα έργο όπου κυριαρχούν η μοναξιά, τα πάθη και οι ανατροπές.

«Το βασίλειο της γης» είναι μία συνειδητή απόπειρα απομάκρυνσης από το ρεαλισμό, όπως όλα τα έργα της ύστερης περιόδου του Ουίλιαμς. Ο συγγραφέας ανοίγεται και αυτοσαρκάζεται, διαπραγματευόμενος κεντρικά ζητήματα για τον ίδιο, την καταγωγή, το φύλο, την αποδοχή από την κοινωνία, τον αμοιβαίο έρωτα. Με έναν τρόπο είναι παρών έχοντας αφήσει τη σφραγίδα του και στους τρεις χαρακτήρες.

Το έργο παρουσιάστηκε πρώτη φορά το 1968 στη Νέα Υόρκη. Ξεκίνησε ως διήγημα, μετατράπηκε σε μονόπρακτο και κατέληξε θεατρικό επτά πράξεων. Η ιστορία διαδραματίζεται σ’ ένα σπίτι στο νότο δίπλα στο ποτάμι που είναι πλημμυρισμένο, σε τοπίο γεμάτο καλαμιές. Ακούγεται ο ήχος τρεχούμενου νερού συνεχώς κατά τη διάρκεια του έργου, υποδηλώνοντας μία λανθάνουσα μεν, αλλά έντονη συγχρόνως αίσθηση επικείμενου θανάτου. Δύο ετεροθαλή αδέλφια συναντώνται έπειτα από καιρό μια νύχτα βροχερή και συγκρούονται για ιδιοκτησιακά θέματα μιας φάρμας στην οποία μεγάλωσαν και οι δύο.

Ο ένας γιος είναι νόθος με νέγρικο αίμα (Τσίκεν), ο οποίος ασχολείται με το αγρόκτημα, δυνατός, αγροίκος, κοινωνικά απομονωμένος, με μόνο σύμμαχο την αίσθηση της ιδιοκτησίας και την τεράστια μοναξιά του. Ο άλλος, ο νόμιμος (Λωτ), ασθενικός, με ευγενικούς τρόπους, άνθρωπος της πόλης, διεκδικεί την περιουσία από τον Τσικ για να αποτίσει φόρο τιμής στην πολυαγαπημένη μητέρα του, την οποία έχασε άδικα. Η ταύτιση μαζί της τον στοιχειώνει έχοντας την ανάμνησή της βάλσαμο και σύντροφο ειδικά τώρα που βαριά άρρωστος στέκεται οικτρά μόνος μπρος στο θάνατο. Η γυναίκα που μόλις παντρεύτηκε, η Μιρτλ, πρώην πόρνη και στρίπερ, λαϊκός τύπος, είναι χαρούμενη, κάνει όνειρα καθώς ταυτίζεται με τη γη νομίζοντας πως και τον Λωτ θα γιατρέψει και οικογένεια θα κάνει. Αφελής, λειτουργεί με το συναίσθημα πλησιάζοντας χαρακτηριολογικά τον εύρωστο Τσικ.

Η ατμόσφαιρα σιγά σιγά γίνεται -από καταθλιπτική- ασφυκτική, γιατί και τις διαφορές τους πρέπει να επιλύσουν γρήγορα και να γλιτώσουν από την πλημμύρα που είναι προ των πυλών στο δέλτα του Μισισιπή. Η συνέχεια έχει δραματικές μεταβολές των ηρώων που καλούνται σε άκρως περιορισμένο χρόνο και χώρο (μικρό σπιτάκι) να αποφασίσουν για τη μοίρα τους. Και στους τρεις συμβαίνει μια μεγάλη μετακίνηση, ένα ταξίδι προς κάτι διαφορετικό από αυτό που πίστευαν ότι είναι σωστό και δίκαιο για αυτούς.

Ο Τσικ θέλει να γίνει αποδεκτός χρησιμοποιώντας το κτήμα ως κοινωνικό εισιτήριο, δράττεται της ευκαιρίας και διεκδικεί και τη Μιρτλ, η οποία ανταποκρίνεται καθότι ταιριάζει περισσότερο μ’ αυτόν (λειτουργούν με ένστικτο). Επιλέγει αυτόν τον τύπο άντρα που είναι υγιής και ξέρει να επιβιώνει, ακουμπώντας πάνω του χωρίς καμία ιδιαίτερη σκέψη. Οι εξελίξεις έντονες, η δραματικότητα εκρηκτική μέσα σ’ ένα σκηνικό όπου χώρος και χρόνος συμπιέζονται μπροστά στο αναπόδραστο της καταστροφής (φυσική – ψυχολογική).

Τα βαλτοτόπια του φυσικού τοπίου (δέλτα του ποταμού) αναδύουν ένα κλίμα που ταιριάζει απόλυτα με την ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων που μοιάζουν στάσιμοι στην αρχή, ενωμένοι με το τοπίο, αλλά αργότερα μεταβαλλόμενοι «φουσκώνουν» , όπως ο πλημμυρισμένος Μισισιπής.

Τη Μιρτλ υποδύεται η Παναγιώτα Βλαντή, η οποία αποδίδει με σαφήνεια το πορτρέτο της φωτίζοντας τις αλλαγές αυτού του προσώπου με υποκριτική χάρη και σκιαγραφώντας επιμελώς τις καθόδους, δηλαδή τις ανατροπές που την αφορούν (οι επτά κάθοδοι της Μιρτλ). Ο Ορέστης Τζιόβας παίζει τον Λωτ καταπληκτικά με πάθος, με ειλικρίνεια και σκηνική δεινότητα. Σε βάζει μέσα στο χαρακτήρα αβίαστα, σε κάνει να συμπάσχεις μέσα στο θανατερό περιβάλλον του. Ο ρόλος τού ταιριάζει γάντι.

Ο Κρις Ραντάνοφ ενσαρκώνει τον Τσικ, τον σκληροτράχηλο αγρότη με το έντονο αίσθημα του ανήκειν, χωρίς ο ρόλος να αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς η ερμηνεία καθίσταται άνευρη έως επιδερμική.

Η σκηνοθεσία επικεντρώνει τη ματιά της στο ουσιαστικό μήνυμα και απομακρύνεται από τις συνήθεις κατευθυντήριες γραμμές του συνεπούς ρεαλισμού. Τα σκηνικά (Δήμητρα Λιάκουρα -Περικλής Πραβήτας) ενίσχυσαν τον αφαιρετικό ρεαλισμό της σκηνοθέτιδας (απουσία θορύβου, φώτων, περιβάλλοντος και της ίδιας της πραγματικότητας που ενίοτε με το θόρυβό της μάς κρύβει την πραγματικότητα). Η εφιαλτική ατμόσφαιρα αποδόθηκε, όπως επίσης και η σκωπτικότητα, που μαζί με τον αυτοσαρκασμό αποτελούν στοιχεία του συγγραφέα.

Οι υπόλοιποι συντελεστές, κοστούμια (Δημ. Λιάκουρα), φωτισμοί (Χριστίνα Θανάσουλα), μουσική (Γιάννης Χριστοφίδης), πιάνο (Ρούλα Κουβαρά), συνέτειναν στην υλοποίηση του θεατρικού εγχειρήματος.