Μια πόλη κάτω από την πόλη με 300.000 αρχαία αντικείμενα αποκαλύφθηκε κατά τις πολύχρονες ανασκαφές για την κατασκευή του Μετρό Θεσσαλονίκης. Μια σειρά από τα πιο ενδιαφέροντα ευρήματα και αποσπασμένα τμήματα θα εκτεθούν, ενώ άλλα θα αποθηκευτούν, στο κτήριο που βρίσκεται στη διασταύρωση των τροχιογραμμών (crossover) στον Σταθμό «Σιντριβάνι».

Το νέο αυτό μουσείο θα λειτουργεί παράλληλα με το Μουσείο του Μετρό που ετοιμάζεται στο πάρκο Παύλου Μελά. Χωροθετήθηκε  εντός  της Πανεπιστημιούπολης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, νότια της κεντρικής βιβλιοθήκης και θα  αφηγείται την πολεοδομική εξέλιξη της πόλης κατά μήκος της κεντρικής αρτηρίας της,

«Οι αποσπασμένες και προσωρινά αποθηκευμένες αρχαιότητες αποτελούν σπάνιο υλικό και συνιστούν τεκμήρια της ιστορικής εξέλιξης της Θεσσαλονίκης” δήλωσε η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη. Και πρόσθεσε ότι “δίνουν τη δυνατότητα προσέγγισής της, μέσα από τις υποδομές της αρχαίας πόλης, τα δημόσια δίκτυα, την τεχνολογία των κατασκευών και την οικοδομική της ιστορία. Επιπλέον, πρόκειται για αρχαίες κατασκευές, μεγάλης κλίμακας, που λόγω των διαστάσεών τους δεν είναι δυνατόν να φιλοξενηθούν σε συμβατικό κτήριο. Το ορθογώνιο υπόγειο κτίσμα στη διασταύρωση των τροχιογραμμών (crossover) στο Σταθμό «Σιντριβάνι», που παραπέμπει σε ανασκαφική τομή και διαθέτει στατική επάρκεια σε μεγάλα φορτία, αποτελεί  τον ιδανικό χώρο για την απόθεση και ανάδειξή τους». 

Ο χώρος αυτός, στο Σταθμό «Συντριβάνι», διαθέτει 6.370 τ.μ. σε τέσσερα επίπεδα.  Δύο υπόγειοι χώροι  Γ (-1 και -2) θα λειτουργήσουν, κυρίως, ως εκθεσιακοί για τις αρχαιότητες, που αποσπάστηκαν από τις ανασκαφές. Εκεί, θα εκτεθεί  το τμήμα του decumanus maximus, που προέρχεται από την ανασκαφή του σταθμού «Αγία Σοφία». Αρχικά το τμήμα αυτό της οδού είχε σχεδιαστεί να επανατοποθετηθεί στον ίδιο τον σταθμό. Ομως, τροποποιήσεις που έγιναν στον σταθμό αυτό το 2017, κατέστησαν αδύνατη την εκεί επαναφορά του. Στο επίπεδο -3 θα εγκατασταθούν μουσειακές αποθήκες για τα κινητά ευρήματα των ανασκαφών, τμήμα των οποίων θα είναι προσβάσιμο στο κοινό. Στο ίδιο επίπεδο προβλέπεται και η εγκατάσταση όλων των απαραίτητων συνοδευτικών λειτουργιών.

 Προ μερικών εβδομάδων ολοκληρώθηκε η επαναφορά της μαρμαρόστρωτης πλατείας, του στυλοβάτη και των κιόνων. Το μνημειακό σύνολο αποτελεί το πλέον επιβλητικό και πολυτελές αρχιτεκτόνημα του είδους, που έχει αποκαλυφθεί μέχρι σήμερα στην Θεσσαλονίκη, όχι μόνον ως  προς τις διαστάσεις του αλλά και  ως προς την κατάσταση διατήρησής του. 

Η ανοικοδόμηση του κρηναίου τοποθετείται στα χρόνια των διαδόχων του Κωνσταντίνου Α΄, στο ίδιο πολεοδομικό πρόγραμμα, με τον μαρμαρόστρωτο δρόμο. Το πιόσχημο νυμφαίο ανήκει στον τύπο με θεατρική πρόσοψη (scaenae frons) και ανοικοδομήθηκε σε επαφή με τη βόρεια οικοδομική γραμμή του decumanus maximus καταργώντας τμήμα του πεζοδρομίου και της βόρειας στοάς του δρόμου. Στην αρχική του μορφή ήταν ευθύγραμμο. Αργότερα προστέθηκαν  τα πλαϊνά σκέλη. 

Τη λειτουργία του νυμφαίου εξυπηρετούσαν υδρευτικές υποδομές, δεξαμενή τροφοδοσίας καθώς και ένα πολύπλοκο και πυκνό δίκτυο αγωγών, υδροδοτικών και αποχετευτικών, που κατασκευάστηκαν πάνω στα ερείπια αστικών επαύλεων του 3ου-4ου αιώνα. Το μνημείο εμφανίζει συνεχείς μετασκευές, καθ’ όλη τη διάρκεια του 5ου και του 6ου αιώνα. Στην οικοδομική φάση, που προστέθηκαν τα κάθετα πλευρικά σκέλη, διαμορφώθηκε, στην κύρια όψη του, μία ορθογώνια ανοικτή δεξαμενή, στο επίπεδο του δρόμου. Σε επόμενη φάση, διαμορφώθηκε πιόσχημος αναβαθμός, με χαμηλή ανοιχτή δεξαμενή και μαρμάρινες λεκανίδες, οι οποίες  στηρίζονται σε  ολόγλυφες λεοντοκεφαλές. Οι κάθετες επιφάνειες καλύπτονται είτε με ανάγλυφες μαρμάρινες πλάκες, είτε με ακόσμητες πλάκες μαρμάρου. Η κρήνη συνέχισε  να λειτουργεί μέχρι τους σεισμούς του 7ου αιώνα, οπότε και ανακατασκευάζεται ως μικρή δεξαμενή, πάνω στο δυτικό σκέλος του αρχικού κτίσματος, με την επαναχρησιμοποίηση παλαιότερων μαρμάρινων μελών από το ίδιο το μνημείο.