23ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ο ελεύθερος τρόπος ζωής ενός Χιλιμπίλι και ένα περιθωριακό, πολιτικοποιημένο ποπ συγκρότημα που σόκαρε στο Eurovision

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Ο εγκλεισμός, η απομόνωση, οι ατέλειωτοι θάνατοι και γενικά ο φόβος ενός μέχρι στιγμής απρόβλεπτου σε μεταλλάξεις ιού, έχουν επηρεάσει, όπως και όλους μας, τους ανθρώπους της τέχνης. Κι αυτό φαίνεται ιδιαίτερα μέσα από τις ταινίες ντοκιμαντέρ που περιλαμβάνονται στο φετινό, κύριο πρόγραμμα «Top Docs» («Κορυφαία ντοκιμαντέρ») του φετινού 23 Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης.

Για να μας παρουσιάσουν αυτά που καθημερινά συμβαίνουν κάτω από τη μύτη μας. Όπως έλεγε ο διάσημος Σκωτσέζος ντοκιμαντερίστας Τζον Γκρίαρσον, από τους πιο σημαντικούς δημιουργούς του βρετανικού ντοκιμαντέρ της δεκαετίας του ’30, και τότε «η κύρια δύναμη πίσω από το ντοκιμαντέρ ήταν κοινωνική και όχι αισθητική. Ήταν επιθυμία να φτιάξουμε ένα συνηθισμένο δράμα, τοποθετώντας το απέναντι στο εξαιρετικό, κυρίαρχο δράμα: επιθυμία να μεταφέρουμε τη ματιά του πολίτη από τα άκρη της γης στην ιστορία, τη δική του ιστορία, αυτών που συνέβαιναν κάτω από τη μύτη του».

Την εξύμνησή τους για ένα τρόπο ζωής, ταυτόχρονα και τη θλίψη τους για την εξαφάνισή του, παρουσιάζουν οι σκηνοθέτες Νταϊάν Σάρα Μπουζγκάρου και Τόμας Τζένκοου, στο εξαιρετικό, λυρικό, βουτηγμένο συχνά σε μια θλιμμένη ατμόσφαιρα, ντοκιμαντέρ τους «Ο τελευταίος Χιλιμπίλι» οι σκηνοθέτες, που συμμετέχει στο τμήμα «Κορυφαία ντοκιμαντέρ». Ντοκιμαντέρ, είδος συνδυασμού ανάμεσα στην ποίηση (του πρωταγωνιστή του, Μπράιαν Ρίτσι) και την καταστροφή και ερήμωση της κομητείας του Κεντάκι με την εξαφάνιση της βιομηχανίας του άνθρακα.

Ξεκινώντας με μια σειρά όμορφες λυρικές σκηνές, με τον Ρίτσι να απαγγέλλει το ποίημά του, ποίημα συγγενικό με τη μουσική «κάντρι», που μας μιλάει για τους έποικους, από την κατάκτηση της Αμερικής (που είχε ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση των αυτόχθονων) ως την άφιξη και εγκατάσταση των δικών του προγόνων, με τον πατέρα του να εργάζεται ως το κλείσιμο των ανθρακωρυχείων της κομητείας.

Οι σκηνοθέτες παρακολουθούν τον Ρίτσι και την οικογένειά του, απομονωμένη στα Απαλάχια βουνά της Μοντάνα, με τρεις γενιές να έχουν βοηθήσει στην εξόρυξη του κάρβουνου, να περνούν τώρα τις μέρες τους εγκαταλειμμένοι, όπως και το μεγαλύτερο μέρος τους πληθυσμού, φροντίζοντας τα παιδιά τους και τις λιγοστές αγελάδες τους, σε μια «ερημωμένη γη», όπως αναφέρει ένα από τα τρία κεφάλαια της ταινίας. «Για σας, εμείς οι Χιλιμπίλι», μας λέει κάποια στιγμή ο Ρίτσι, «είμαστε άνθρωποι αμόρφωτοι, αδαείς, φτωχοί, ρατσιστές, που καβαλάμε μουλάρια και φοράμε φόρμες, υπεύθυνοι, ή τουλάχιστο έτσι λένε, για την άνοδο του Τραμπ».

Κι αν εξωτερικά ο Ρίτσι, με τα γένια και το όλο παρουσιαστικό του, μου θύμισε κάπως τον γενειοφόρο, με τα κέρατα βίσσωνα, νταή, που είχε πρόσφατα εισβάλει στο Καπιτώλιο, στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο, ένα ευαίσθητο, βασανισμένο άτομο που δεν έχει πάψει να αγωνίζεται για ένα πιο ανθρώπινο, ελεύθερο τρόπο ζωής, και να προσπαθεί να εμφυσήσει και στα, με ένα αβέβαιο μέλλον, παιδιά του όχι μόνο την αγάπη του για τη φύση και όσα αυτή έχει να τους προσφέρει (κάποτε κυνηγούσαμε τα ελάφια μόνο για το κρέας, μας λέει) αλλά, πάνω απ’ όλα, για την ελευθερία και για όσα αγαπάνε (σε μια από τις ωραιότερες σκηνές της ταινίας, τους μαζεύει το βράδυ στο δάσος γύρω από τη φωτιά και αρχίζει να τους μιλάει). Όπως πολύ ωραία λέει απευθυνόμενος στην κάμερα: «Δεν είμαι απλά ο τελευταίος Χιλιμπίλι, αλλά και ο τελευταίος ελεύθερος άνθρωπος στην Αμερική».

Αν συμφωνούμε πως ότι λέμε και ότι κάνουμε είναι πολιτική, τότε το ίδιο σίγουρα ισχύει και για το χώρο της τέχνης. Και το ισλανδικό ακτιβιστικό πανκ συγκρότημα Hatari, που έγινε πασίγνωστο το 2019 χάρη στο τραγούδι τους «Το μίσος θα επικρατήσει», με το οποίο συμμετείχαν, με μεγάλη μάλιστα επιτυχία, στο διαγωνισμό τραγουδιού του Eurovision, στο Τελ Αβίβ, όχι μόνο εκφράσανε την αντίθεσή τους στον καπιταλισμό, αλλά και ενάντια στο απαρτχάιντ που χρησιμοποιεί το κράτος του Ισραήλ ενάντια στα παλαιστινιακά εδάφη, όπως το αφηγείται στο πολύ καλό ισλανδικό, αγγλόφωνο ντοκιμαντέρ της, «Το τραγούδι του μίσους», η ντοκιμαντερίστρια Άννα Χιτούρ.

Η σκηνοθέτρια ακολουθεί το συγκρότημα στη λιγοήμερη επίσκεψή τους στο Ισραήλ, καταγράφοντας τη συνάντησή τους με τον Παλαιστίνιο μουσικό Μπασδάρ Μουράντ και τις επισκέψεις, μαζί του, στη Χαβρώνα και αλλού, και τις προσπάθειές τους να καταλάβουν τι ακριβώς συμβαίνει στη χώρα, ως την εμφάνισή τους στον τελικό διαγωνισμό του Eurovision.

Ενώ, παράλληλα, μέσα από φιλμ, συνεντεύξεις και επίκαιρα, μαθαίνουμε την ιστορία του συγκροτήματος από το 2015, που ξεκίνησε στο Ρέκιαβικ, με τα δυο ξαδέρφια, Κλέμενς Χάνιγκαν και Ματίας Χάραλντσον και την Έϊναρ Στέφανσον, όταν άρχισαν να συνδυάζουν την performance art με τη «χίπικη», «αντεργκράουντ», προκλητική μουσική τους, ως τις προσπάθειες και την αναπάντεχη, σταδιακή επιτυχία τους, ν’ ανοίξουν ένα χώρο για τους ανθρώπους του περιθωρίου, ιδιαίτερα τη νεολαία, με τραγούδια ενάντια στο κατεστημένο, στο βόλεμα, την αδράνεια και την ψεύτικη ασφάλεια που, με τους πολέμους, τα μίση, το ρατσισμό, την αδιαφορία για το περιβάλλον, οδηγεί την ανθρωπότητα στην καταστροφή της.

Η απόφαση να πάρουν μέρος στο Eurovision ήταν γι’ αυτούς ένας τρόπος να βγουν από το περιθώριο και να ακουστούν από τα περίπου 200 εκατομμύρια ακροατών, που παρακολούθησαν το διαγωνισμό. «Είμαστε μια αντι-καπιταλιστική μπάντα που εργαζόμαστε σε μια καπιταλιστική κοινωνία», λέει σε μια στιγμή ένα από τα μέλη του. Κι είναι ακριβώς σ’ αυτή την κοινωνία που, για να μπορέσουν να ακουστούν αρνούνται, όπως επιμένει το κίνημα BDS (Boycott, Divestment and Sanctions) να μποϊκοτάρουν τον διαγωνισμό του Eurovision, για να αντιμετωπίσουν θεατές και ακροατές με τις προκλητικές στολές τους, τους ανατρεπτικούς τους στίχους και, ως επισφράγισμα, στην Πράσινη Αίθουσα μπροστά σε κάμερες, δημοσιογράφους και διεθνή μίντια, να υψώσουν τη σημαία της Παλαιστίνης, προκαλώντας σκάνδαλο αλλά πετυχαίνοντας να δώσουν φωνή στο λαό της Παλαιστίνης.

Με βάση τη θεωρία πως στην πραγματικότητα ζούμε σ’ ένα κόσμο προσομοίωσης, θεωρία που παρουσίασε τόσο παραστατικά το 1999 η ταινία «Matrix» (και που πολλοί φαίνεται να ενστερνίζονται), ξεκινά το αμερικανικό ντοκιμαντέρ «Σφάλμα στο Matrix» του Ρόντνεϊ Άσερ («The Nightmare», «Room 237»). Θεωρία που παρουσιάζει τον κόσμο να ζει σε μια εικονική πραγματικότητα, όπως την υποστηρίζει στα περισσότερα βιβλία του και ο συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας, Φίλιπ Κ. Ντικ (που σε έργο του βασίστηκε και η ταινία Total Recall), τον οποίο, μάλιστα, ο σκηνοθέτης παρουσιάζει να αναπτύσσει και να υποστηρίζει σε μια διάλεξή του.

Μήπως κι εμείς όπως και ο Νίο, ο πρωταγωνιστής του «Μάτριξ», ζούσε σ’ ένα ψεύτικο κόσμο, όπου κυριαρχούσαν τα ρομπότ, ζούμε σ’ ένα κόσμο προσομοίωσης; διερωτάται ο Άσερ. Στην υπεράσπισή της, εμφανίζονται και διάφοροι άλλοι υποστηρικτές, σε μορφή computer avatars, για να παρουσιάζουν, μέσα από ωραία αναπτυγμένα computer animation, τις απόψεις τους, που συχνά ξεκινούν από τη θεωρία των σκιών στη σπηλιά, του Πλάτωνα, και φτάνουν ως τις υπερσύγχρονες τεχνολογικά μέρες μας.

Θεωρίες, που παρουσιάζονται και μέσα από clips άλλων ταινιών (Minority Report, κ.ά.), που όμως μπορεί, όπως μας παρουσιάζει αργότερα ο Άσερ, να οδηγήσουν σε επικίνδυνα, καταστροφικά αποτελέσματα. Παράδειγμα ο Τζόπουα Κούκ που, επηρεασμένος από το Matrix, δολοφόνησε την οικογένειά του. Παρόλο που ο Άσερ δεν προχωράει σε μια σε βάθος ανάλυση του θέματος, η ταινία του καταφέρνει να καλύψει αρκετές από τις επιπτώσεις της θεωρίας αυτής όχι μόνο στην ποπ κουλτούρα και τα μίντια αλλά και στη φιλοσοφία, τη ψυχολογία, τη θρησκεία και, ιδιαίτερα, την επιστημονική φαντασία, με «προφήτη» της τον Φίλιπ Ντικ.