Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Στην παραλιακή, με ναυτική βάση, ισπανική πόλη της Καρταχένα στρέφεται ο σκηνοθέτης Λουίς Λόπεζ Καράσκο στο εκπληκτικό ντοκιμαντέρ-ποταμό του (διάρκειας 200 λεπτών), «Το έτος της ανακάλυψης», που είδαμε στο ένα από τα τρία διαγωνιστικά τμήματα του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, το τιτλοφορούμενο «Film Forward».

Με επίκεντρο τη σημαδιακή χρονιά του 1992, χρονιά των Ολυμπιακών Αγώνων της Βαρκελώνης και της Διεθνούς Έκθεσης της Σεβίλης, και παράλληλα με τις βίαιες και αιματηρές διαδηλώσεις της Καρταχένα (που το κράτος, για να κρατήσει το κλίμα ευφορίας, προσπάθησε να αποσιωπήσει), ο σκηνοθέτης και το συνεργείο του ξεκίνησαν, στη σημερινή πια εποχή, και μέσα από ένα επαρχιακό, με εργατικής τάξης, πελάτες, καφέ/μπαρ της πόλης, για να μιλήσουν με τους απλούς ανθρώπους που καταθέτουν τις μαρτυρίες τους τόσο για τα γεγονότα του 1992 αλλά και για τη σημερινή κατάσταση στην Ισπανία.

Στη διάρκεια της Διεθνούς Έκθεσης της Σεβίλης (που σημάδευε και τα 500 χρόνια από την ανακάλυψη της Αμερικής το 1492 από τον Χριστόφορο Κολόμβο), όταν η Ισπανία γιόρταζε με εξαιρετική λαμπρότητα, μετά από τη σκοτεινή περίοδο του φρανκισμού, τον εκμοντερνισμό της και την υποτιθέμενη ευημερία του νεοφιλελευθερισμού, πόλεις όπως η Καρταχένα, μας λέει ο Καράσκο, στη δεύτερη αυτή ταινία του μετά το μεσαίου μήκους ντοκιμαντέρ του «El Futuro», αντιμετώπιζαν μια τρομερή βιομηχανική κρίση, με το κλείσιμο εργοστασίων, τα λουκέτα, τις ιδιωτικοποιήσεις, την περιθωριοποίηση και την ανεργία, που είχαν οδηγήσει σε διαδηλώσεις, πορείες και συγκρούσεις με μια ιδιαίτερα βίαιη αστυνομία, η οποία έκανε αδιάκριτα χρήση πλαστικών σφαιρών και δακρυγόνων.

Μέσα από τις συναρπαστικές τις πιο πολλές φορές μαρτυρίες των απλών αυτών ανθρώπων στο μπαρ «Τάνα», που ο Καράσκο και με τη βοήθεια της υπεύθυνης για τη φωτογραφία, Σάρας Γκαλέγκο Γκράου, με ασυνήθιστες, εντυπωσιακές χρήσεις της οθόνης (το φορμά του βίντεο, και ιδιαίτερα το split screen που κυριαρχεί σχεδόν σε όλη την ταινία), που τονίζουν τη βοή και των όλη ατμόσφαιρα του μπαρ, ο θεατής παρακολουθεί από κοντά και συμμετέχει συναισθηματικά με τα διάφορα πρόσωπα που αφηγούνται τις εμπειρίες τους από την περίοδο.

Από την αναγκαστική χρεωκοπία που οδήγησε στο κλείσιμο του χυτηρίου για χάρη του ανταγωνιστικού στη Γερμανία εργοστασίου, τις απολύσεις, με τους ανθρώπους να χάνουν τα πάντα, μαζί και τα σπίτια τους, για να καταλήξει με τη, μέσα από αρχειακό υλικό, βίαιη καταστολή της διαδήλωσής τους από την αστυνομία, ενώ παράλληλα το κράτος, με τη Διεθνή Έκθεση της Μαδρίτης, παρουσίαζε στην τηλεόραση το «εκπληκτικό ευρωπαϊκό έργο», κάνοντας, όπως αναφέρει ένα από τα πρόσωπα, απλά «μια παράσταση» για να εντυπωσιάσει και να κρύψει την πραγματική εικόνα. Αν και τελικά, οι διαδηλώσεις του Φεβρουαρίου του 1992 που κατέληξαν και στο ατυχές κάψιμο της τοπικής Βουλής, οδήγησαν τον πρωθυπουργό της χώρας στην απόσυρση των κατασταλτικών μέτρων και την επαναλειτουργία του χυτηρίου και του ναυπηγείου.

Οι απλοί άνθρωποι στο μπαρ (που δυστυχώς σήμερα έχει, όπως πληροφορούμαστε, οριστικά κλείσει), γυναίκες και άντρες, αληθινοί πρωταγωνιστές των γεγονότων της τότε εποχής, μιλάνε με ταπεινοφροσύνη και αξιοπρέπεια για τις περιόδους του ’80 και ’90, όταν γινόντουσαν μεγαλύτερες κινητοποιήσεις, όταν, όπως επιμένουν, είχε ρίζες ο συνδικαλισμός, αντίθετα με το σήμερα, όπου, όπως τονίζουν, έχει χάσει τη δύναμή του, ενώ εξακολουθεί να σημειώνεται μια ακόμη μεγαλύτερη έλλειψη θέσεων εργασίας – «οι άνθρωποι βάλτωσαν|», λέει ένας, για να τον συμπληρώσει ένας άλλος, τονίζοντας πως, από την εποχή που η Ισπανία μπήκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, «αντί να κάνουμε ένα βήμα μπροστά κάνουμε ένα βήμα πίσω», «με τους μισθούς να έχουν μειωθεί και τη δημιουργία μιας εργατικής ανασφάλειας».

Ένα εξαίρετο συνολικά ντοκιμαντέρ, σημαντική μαρτυρία μιας συγκεκριμένης περιόδου που δυστυχώς δεν έχει ακόμη κλείσει, που αναλύει, μέσα από απλούς μάρτυρες, με δύναμη και ειλικρίνεια, την άλλη, πιο αληθινή πλευρά της σύγχρονης ευρωπαϊκής Ιστορίας. Μια ταινία που όχι μόνο της αξίζει ένα από τα βραβεία του φεστιβάλ αλλά και μια όσο το δυνατό πιο πλατιά προβολή.

Στα εκτός συναγωνισμού ντοκιμαντέρ, ιδιαίτερη ήταν η απόλαυση του πορτρέτου ενός εικονοκλάστη δημιουργού, του πολυβραβευμένου και ενός από τους στυλοβάτες της «άνοιξης της Πράγας», Τσέχου σκηνοθέτη Μίλος Φόρμαν (1932-2018) στην ταινία «Φόρμαν εναντίον Φόρμαν» της Χέλενα Τρεστίκοβα και του Γιάκουμπ Χέινα. Ντοκιμαντέρ που παρακολουθεί τη ζωή του διάσημου αυτού δημιουργού, βασικά μέσα από αφηγήσεις του ίδιου του Φόρμαν όσο και μέσα από αρχειακό υλικό (ορισμένο για πρώτη φορά) και αποσπάσματα μερικών από τις πιο χαρακτηριστικές ταινίες του.

Η ταινία ξεκινά από τα παιδικά χρόνια του σκηνοθέτη, όταν οι γονείς του κλείστηκαν και πέθαναν στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης, με τον ορφανό Φόρμαν, να γυρίζει, όπως αναφέρει, ο ίδιος, με τη βαλίτσα του από οικογένεια σε οικογένεια, ενώ, με την απελευθέρωση και την επικράτηση του κομουνισμού, να στέλνεται σε ορφανοτροφείο. Στην περίοδο έξαρσης του κομμουνιστικού καθεστώτος, ο Φόρμαν καταφέρνει να γίνει δεκτός στη διάσημη σχολή κινηματογράφου FAMU, όπου για καθηγητές είχε τους καλύτερους σκηνοθέτες της τότε εποχής.

Αντίθετα όμως με τις γελοίες και συνήθως προπαγανδιστικές ταινίες που γυρίζονταν στα τσεχοσλοβακικά στούντιο της τότε εποχής, ο Φόρμαν, επηρεασμένος από τις ταινίες του ιταλικού νεορεαλισμού, και με αφορμή της ανόδου στην εξουσία, στη Σοβιετική Ένωση, του ανανεωτή Νικήτα Χρουτσόφ, ο Φόρμαν άρχισε, με την πρώτη κιόλας ταινία του, «Η ακρόαση», να στρέφεται σ’ ένα κινηματογράφο που, «σε αντίδραση στην ανοησία και την ανία», όπως τονίζει, που κυριαρχούσε στις ταινίες που γυρίζονταν στη χώρα του, θέλησε να παρουσιάσει «την πραγματική ζωή στην οθόνη». Αυτό, μαζί με άλλους νέους σκηνοθέτες της εποχής (Γίρι Μένζελ, Βέρα Χιτίλοβα) θα οδηγήσει στη δημιουργία ενός «νέου κύματος», με έργα που θα γίνουν παγκόσμια γνωστά ως ταινίες των σκηνοθετών της «άνοιξης της Πράγας», με πρώτη την ταινία του Φόρμαν «Οι έρωτες μιας ξανθιάς» που ξαφνιάζει ευχάριστα το κοινό του φεστιβάλ των Κανών και επιλέγεται ως υποψήφιο για το ξενόγλωσσο Όσκαρ, όπως υποψήφια θα είναι και η επόμενη, επίμαχη ταινία του, «Φωτιά… πυροσβέστες».

Ο Φόρμαν αφηγείται ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες γύρω από τις ταινίες αυτές, όπως τη νεαρή, άγνωστη γυναίκα με τη βαλίτσα που τη συνάντησε ένα βράδυ στο δρόμο μετά τα μεσάνυχτα και η οποία στάθηκε έμπνευση για την ταινία του «Οι έρωτες μιας ξανθιάς», ή, όπως, όταν, στο φεστιβάλ των Κανών, όπου βρισκόταν, αποφάσισε, με τις εξεγέρσεις του Μάη του ’68, να αποσύρει την επίμαχη ταινία του «Φωτιά… πυροσβέστες» από την προβολή που θα γινόταν τη δεύτερη μέρα (στη συνέχεια, όπως ξέρουμε, το φεστιβάλ διακόπηκε), ενώ, αργότερα, μετά την αρχική απαγόρευσή της στη χώρα του, η ταινία, με την επιτυχία της στο εξωτερικό, και με απόφαση του προέδρου της Τσεχοσλοβακίας, Ντούμπτσεκ, η προβολή της τελικά επιτράπηκε.

Στη συνέχεια, ο σκηνοθέτης μας μιλάει για τα δίδυμα παιδιά του και πώς τα μεγαλώνει, όσο και για διάφορα άλλα ωραία στιγμιότυπα από τη ζωή και το έργο του στην Αμερική. Όπως όταν, με την εισβολή των σοβιετικών τανκς στην Πράγα, τον Οκτώβρη του 1968, ο Φόρμαν που βρισκόταν στο Παρίσι, δέχτηκε την πρόσκληση να γυρίσει στις ΗΠΑ μια ταινία για τους χίπις, τη «Φυγή», «Οι χίπις», θα πει, «ήταν βαρετοί. Κάπνιζαν όλη μέρα χόρτο και μετά περιφέρονταν σαν ζόμπις. Εκείνο που περισσότερο με ενδιέφερε να δώσω στην ταινία ήταν το δράμα των γονιών τους. Γι’ αυτό φώναξα τον Ζαν-Κλοντ Καριέρ να μου γράψει το σενάριο».

Παρά, όμως, την εμπορική αποτυχία της ταινίας, και τη δύσκολη περίοδο που έζησε για ένα μεγάλο διάστημα, χωρίς δουλειά, στη Νέα Υόρκη, ο Φόρμαν, χάρη στη βοήθεια του Μάικλ Ντάγκλας, μπόρεσε να γυρίσει την βραβευμένη με Όσκαρ ταινία του, «Στη φωλιά του κούκου». Που θα την ακολουθήσει με άλλες το ίδιο σημαντικές και βραβευμένες ταινίες, «Αμαντέους» (Όσκαρ σκηνοθεσίας), «Υπόθεση Λάρι Φλιντ» (Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας, βραβείο σκηνοθεσίας Φεστιβάλ Βερολίνου), «Άνθρωπος στο φεγγάρι» (βραβείο σκηνοθεσίας Φεστιβάλ Βερολίνου). Ταινίες που συνήθως είχαν για ήρωες ανθρώπους αμφισβητίες, που αγωνίζονταν για την ελευθερία τους, θέμα που πάντα απασχολούσε στο έργο του τον Φόρμαν. Με ένα εξαιρετικά προσεγμένο και λιτό μοντάζ, και ωραίο ρυθμό το 77λεπτο αυτό ντοκιμαντέρ βλέπεται με ξεχωριστή απόλαυση.

Στο τρίτο του, δοσμένο με λεπτό χιούμορ, ντοκιμαντέρ, «Ο νεαρός παρατηρητής», ο Ιταλός σκηνοθέτης Νταβίντε Μάλντι παρουσιάζει το πορτρέτο του Λούκα Τουφάνο, ενός 14χρονου νεαρού που εγκαταλείπει την ελεύθερη, ξένοιαστη ζωή κοντά στην οικογένειά του στο βουνό για να εκπαιδευτεί ως σερβιτόρος στο οικοτροφείο μιας ξενοδοχειακής σχολής σε μια επαρχιακή πόλη της Ιταλίας.

Με τα καθημερινά, σχολαστικά, με αυστηρούς, άκαμπτους κανόνες μαθήματα, η ατίθαση μέχρι τότε ζωή του νεαρού Λούκα αρχίζει ν’ αλλάζει, ενώ ο ίδιος, από αρχικά βαριεστημένος νεαρός, αρχίζει σταδιακά να «ενηλικιώνεται» και να μαθαίνει το επάγγελμα (απ’ ότι φαίνεται πολύ διαδομένο και εξαιρετικά αξιοσέβαστο στην Ιταλία): να στέκεται όρθιος, να κρατά και να ισορροπεί το δίσκο, να δέχεται παραγγελίες από το τηλέφωνο, να διπλώνει τις πετσέτες, να στρώνει το τραπέζι, να βάζει σωστά και σε ίσια γραμμή τα μαχαιροπήρουνα, να φτιάχνει τα διάφορα ποτά, να μαγειρεύει και να ακολουθεί γενικά όλη την ετικέτα του εστιατορίου. Πάντα έχοντας υπόψη του να σερβίρει και να υπηρετήσει σωστά και με προθυμία τον πελάτη, στον οποίο δεν πρέπει να αντιλέγει ή να συζητά πολιτικά, γιατί ο πελάτης είναι ο κύριος και η πηγή των χρημάτων για τον σερβιτόρο! Μια επίπονη διαδικασία υπηρέτη και κυρίου που θα ικανοποιούσε πλήρως τον Μπρεχτ.