Tου Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Το νεκρολόγιο δεν ήταν ένα βιβλίο, περισσότερο διαβαζόταν ως ένας άγραφος κώδικας που αν και δεν ήταν διατυπωμένος ακριβώς με λέξεις, αλλά με εικόνες, ωστόσο ξεφυλλίζονταν, όπως όταν φυλλορροεί ένα δέντρο με την έλευση του φθινοπώρου.

Οι ειδήμονες των ιερογλυφικών είχαν απολυθεί από τα κέντρα ερευνών των νεκρών γλωσσών και ουδείς ηδύνατο να αναγνώσει αυτό το σκοτεινό βιβλίο, το οποίο καθώς το άνοιγες, κάτω από από τον στρογγυλό δίσκο του ηλίου, αυτό το κάθετο φως εξαφάνιζε την οριζόντια ροή της προόδου. Κατά την διάρκεια της ημέρας, λειτουργούσε ως πομπός ενέργειας, γι’ αυτό απέστελλε μηνύματα άλεκτα, φωτισμένα όμως έτσι που μπορούσες με τις ακτίνες αποθησαυρισμένης θερμότητας, να γράψεις τ’ όνομά σου ηλιακά.

Το νεκρολόγιο, όπως ήδη καταλάβατε, δεν ήταν συντεταγμένο ως ένα αγιολόγιο, δεν είχε τον ηρωισμό των μαρτυρησάντων αγίων, μετά από τα βασανιστήρια στον τροχό, στον σταυρό, με λιθοβολισμό ή ανασκολοπισμό. Λειτουργούσε ως μία λαϊκή φυλλάδα, κυρίως από στόμα σε στόμα, κι άλλαζε σχήμα, όπως αλλάζουν τα εργαλεία, τα σύνεργα, τα σκεύη, τα οχήματα, χωρίς όμως να χάνουν την αξία χρήσης τους.

Άλλαζε σχήμα, δεν άλλαζε δέρμα, όπως τα φίδια αποχαιρετούν το παρελθόν τους με τον προστατευτικό μανδύα τους να αφήνεται ανάμεσα στα χαμηλά χόρτα ως υπόσχεση της επερχόμενης αναγέννησης της φύσεως. Όπως όλες οι φυλλάδες δεν είχαν ιδιοκτήτη, αλλά περνούσαν από χέρι και χέρι κι αυτή την κίνηση μπορούσες να την διαπιστώνεις στις σελίδες του που αν και δεν ήταν ακριβώς μαύρες, εν τούτοις είχαν λερωθεί από τα ακροδάχτυλα που είχαν υγρανθεί από σίελο για να γυρνούν οι σελίδες.

Περιττό να αναφέρουμε ότι το νεκρολόγιο ήταν ένα νόστιμο βιβλίο, αφού είχε πάνω του τόσα δαχτυλικά αποτυπώματα, καθώς ο σίελος είχε γίνει πλέον σάλιο, όταν το άδραχναν με τα βρόμικα δάχτυλα της δουλειάς. Και οι δουλειές δεν ήταν από τις πιο ελαφρές, δεν ήταν άνθρωποι που καθισμένοι πίσω από ένα γραφείο φυλλομετρούν τις μέρες, όπως τα δέντρα φυλλοβολούν, μετά το θέρος, κι οι πρώτες βροχές ρέουν πάνω στα φύλλα του νεκρολογίου.

Ήταν ένα νόστιμο βιβλίο, γιατί είχε αποκτήσει τόση συνάφεια με τον οισοφάγο, ώστε κάποτε, κάπου, κάποιος αποφάσισε να το καταπιεί. Βεβαίως στην αρχή νόμιζε ότι ήταν ένα γλύκισμα, απ’ αυτά που πωλούν οι πλανόδιοι, κάτι σαν ζαχαρωτό, που πικρότατο γινόταν καθώς το μασούσε.

Τότε σκέφτηκε να το εμέσει, αλλά σκέφτηκε την λέξη ξερατό και θυμήθηκε ότι είχε εκτρέψει την σκέψη του προς το θνητό. Φαντάστηκε το πρόσωπό του, λερωμένο από τα καταλερωμένα κομματάκια από τις σελίδες του βιβλίου και λίγους νεκρούς σε φωτογραφίες που να έχουν τραβηχτεί την στιγμή του θανάτου τους.

Τότε, κάπου, κάποτε, κάποιος φοβήθηκε ότι ένα φίδι κοιμόταν στην κοιλιά του, ότι το παχύ και το λεπτό έντερο είχαν στρογγυλοκάτσει όπως φίδι που συρίζει στην φωλιά του ορνιθώνα, σφίγγοντας και ξεσφίγγοντας ένα αυγό. Τότε, κάπου, κάποτε, κάποιος έφερε το χέρι στο μάτι του κι αισθάνθηκε κάτι υγρό να κυλάει, όπως σπάει ο κρόκος, όπως το μάτι σιγοβράζει υπό το δήλιον φως. Τότε εξέβαλε την κραυγή: «Ειμί Δήλιος»!

Μα αυτή δεν ήταν ακριβώς κραυγή, ακούστηκε ως κακάρισμα, ως συνεύρεση ερωτική πετεινών και ορνίθων. Μέσα στα χρωματιστά, γυαλιστερά φτερά, ο κάποιος, κάπου, κάποτε, άρχισε να γράφει επί του χώματος την λέξη θάνατος, και μόλις την έγραψε άρχισε να την τσιμπά με το ράμφος του, τόσο γρήγορα, λες κι ακουγόταν η ταχύτητα του σύμπαντος, καθώς πάει να προσγειωθεί με κομμένα φτερά. Ο κάποιος, κάπου, κάποτε, άρχισε να φωνάζει βοήθεια, όχι τόσο από τον φόβο, αλλά γιατί από την χαρά του νόμιζε ότι βρίσκεται μόνος του στο σύμπαν.

Τότε το βιβλίο, το οποίο κατά συνθήκην ονομαζόταν νεκρολόγιο, άρχισε να παίρνει ύψος, όπως τα ανεμόπλανα, με κραδασμούς, με σκαμπανεβάσματα, με βυθίσματα σε λίμνες νερού, γιατί την προηγούμενη νύχτα είχε βρέξει τόσο πολύ, ώστε είχαν πλυθεί όλες οι λέξεις του βιβλίου από το φως τους. Κι είχε στις σελίδες του απομείνει ίχνη από φτερά σαν να είχαν λογομαχήσει όλες οι ειδήμονες των νεκρών γλωσσών.

Αλλά αυτοί, όπως γράφαμε στην αρχή, είχαν απολυθεί από τα κέντρα ερεύνης τους κι είχαν μεταμορφωθεί άλλοι σε αλέκτορες κι άλλοι σε όφεις. Κι όπως όλα τα παραμύθια τελειώνει κι αυτό μ’ ένα επιμύθιο: οι νεκροί είναι οι ζωντανοί που βρίσκονται ανάμεσά μας.