Γράφει ο Βασίλης Κ. Καλαμαράς [vasilis.kalamaras@gmail.com]

«Καλημέρα!». Δεν ακούστηκε σαν χαιρετισμός προς την νέα ημέρα, αφού ο ήλιος, εδώ και μέρες, είχε χαθεί, είχε εξαφανιστεί. Μαζί του είχε σβήσει και η μέρα, αν και δεν μπορούσε να υποστηρίξει το επιστημονικό επιτελείο του αστεροσκοπείου ότι δεν θα επανέλθει ο ήλιος στην παλαιά του φωταγωγία.

Δεν συζήτησαν περί φωταψίας, γιατί, κατά τις εκτιμήσεις τους, θα καθυστερούσε η επαναφορά του στην αρχική του μορφή. Η συνάντηση των εμπειρογνωμώνων με τον καθ’ ύλην αρμόδιο υπουργό, τον υπουργό του Φωτός, δεν είχε τελεσφορήσει. Βεβαίως και είχε τεθεί το κρίσιμο ερώτημα, το οποίο, -ας μην το επαναλάβουμε- για να απαντηθεί έπρεπε να επικυρωθεί από πολιτική απόφαση.

Οι μέρες κυλούσαν μέσα στο σκότος, αφού η μεγάλη νύχτα είχε αντικαταστήσει την μεγάλη μέρα. Μάλιστα, είχε εορταστεί η έλευσή της, αφού έστω και στα σκοτεινά, εξακολουθούσε να βιαιοπραγεί ο ‘Αρχων του Σκότους. ‘Αλλωστε, μην ξεχνάτε ότι είχε πολεμήσει το Φως, εδώ και εκατομμύρια χρόνια, γιαυτό η νίκη του δεν ήταν έωλη, καθότι είχε σβήσει μέσα στο σύμπαν και ο ελάχιστος αστήρ.

Η πολιτική και η επιστήμη είχαν ακολουθήσει την ίδια τροχιά, είχαν συντονιστεί, είχαν συνταυτιστεί, αφού πλέον είχαν αρθεί ως το μεταφυσικό τους μεγαλείο, σαν προσευχές στον Εκπεπτωκότα Θεό τον οποίο λάτρευαν με θνητό λιβανωτό.

Μάλιστα, όταν είχε καεί εντελώς πάνω στο πληκτρολόγιο ενός τεράστιου υπολογιστή, κι ενώ η καπνιά του δεν είχε παρασυρθεί εντελώς από τον άνεμο, σε μια φωτεινή οθόνη εμφανιζόταν ένα κρυστάλλινο κηροπήγιο μ’ ένα κερί που ανυψωνόταν προς το πάνω μέρος της καίγοντας εκτός πλαισίου την εικονική εικόνα του, αφήνοντας πίσω του στάχτες από ένα καραβόπανο. Προηγουμένως, χωρίς ο χρόνος να μπορεί να προσδιοριστεί, το είχαν απλώσει καταγής για να τους θυμίζει ότι ακόμη κάτι είχαν να περιμένουν από την ναυσιπλοΐα.

Βεβαίως αξίζει να σημειωθεί ότι τα πλεούμενα είχαν συρθεί στην άμμο, χωρίς ωστόσο να θυμίζουν ελαφρά πλοιάρια. Τα περισσότερα ήταν αλειμμένα με πίσσα και τα ελάχιστα έφεραν το χρώμα της, σαν να είχαν βουτηχθεί, ενώ έβραζε αυτό το παράγωγο του πετρελαίου ή μάλλον από την αναδυόμενη καπνιά του.

Επιπροσθέτως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ασφαλτόστρωση είχε επιβληθεί, γιατί οι μετακινήσεις γίνονταν μέσα στο σκότος και η άσφαλτος διευκόλυνε το βάδισμα, γιατί το περπάτημα γινόταν όπως σ’ ένα δωμάτιο σκοτεινό αναζητάς τον διακόπτη. ‘Αλλωστε οι διακόπτες, μετά από εισήγηση του υπουργικού συμβουλίου, είχαν αφαιρεθεί από κάθε δωμάτιο των πολιτών, ώστε μέσα στο επικρατούν σκότος, να μην εμφαίνεται και η ελάχιστη εστία φωτός.

Ο άνθρωπός μας, ακόμη τον φωνάζαμε με την κτητική αντωνυμία μας, γιατί τα χαρακτηριστικά δεν είχαν αλλοιωθεί, όπως στους περισσότερους. Οι παραμορφώσεις δεν είχαν ιατρικό ιστορικό, καθώς ήταν η πρώτη φορά που είχε εμφανισθεί η συμπτωματολογία τους. ‘Οσοι δεν βρίσκονταν στο ύστατο στάδιο, πάρεξ ελάχιστοι, τουλάχιστον μπορούσαν ακόμη να περπατήσουν.

Κι όμως μέσα στο σκοτάδι, ο άνθρωπος μας σερνόταν στα τέσσερα, και αφού είχε ξεκινήσει με μιά ευχετήρια καλημέρα, προσπαθούσε να ξαναθυμηθεί μονολεκτικούς χαιρετισμούς, όπως «Καλησπέρα!» ή «Καληνύχτα!». Από αυτούς δεν είχαν απομείνει παρά μόνο τα γράμματα της λέξης, γιαυτό πάνω στην απελπισία του, άρχισε να σχεδιάζει μία νέα γραμματοσειρά. Δεν την σχεδίαζε ακριβώς, αφού το χαρτί είχε καταργηθεί, και μαζί μ’ αυτά όλα τα παράγωγά του. Ας τα απαριθμήσουμε, γιατί και τα βιβλία πλέον δεν τυπώνονταν.

Όπως επί παραδείγματι το χαρτί μιλιμέτρ που μπορούσες να σχεδιάσεις όλη την υδρόγειο πάνω σ’ ένα τραπέζι. Τραπέζι τρόπος του λέγειν, αφού κι αυτά τα κατ’ όνομα έπιπλα είχαν τοποθετηθεί σε υπόγεια, ώστε η πρόσβαση στον δρόμο να μην γίνεται σε ευθεία ή σε επικλινή γραμμή, αλλά με γάντζο όπως φόρτωναν στα καΐκια τα σακιά και τα αμινοερίφια.

Με την αντίθετη κατεύθυνση, από τα σπλάχνα της γης προς την επιφάνειά της, γιαυτό οι πλόες είχαν ταφεί στο κοιμητήριο. Να αναφερθεί για την ακρίβεια της περιγραφής, είχε σκαφτεί το υπέδαφος έως το σημείο εκείνο, όπου οι υπονόμοι δημιουργούν μιά παράλληλη υπόγεια πόλη, κάτω από την επίγεια.

Πάνω στην απελπισία του, αλλά και πάλι δεν ήταν ακριβώς μια προσπάθεια να επιστρέψει σε εικόνες που δεν λοιδωρούσαν την γαλήνη, λες και αποτελούσαν μία παραφωνία στο εύφωνον του υπαρκτού. Μιά παραφωνία, γιαυτό προτού επιδοθεί σε σχεδιασμούς υπογείων, ασκήθηκε ερασιτεχνικώς εις την μονωδίαν, θέλοντας να δοκιμάσει τας φωνητικάς του ικανότητας, ως μέλος χορωδίας.

Τώρα, θα μού πείτε, αφού δεν ήταν παράφωνος, όπως απεδείχθη εκ των υστέρων, γιατί επέλεξε την μεγάλη αγκαλιά του χορωδιακού άσματος. Μάλλον, η εκ φύσεως ανασφάλειά του που οφειλόταν στο γεγονός ότι έμενε πολλές ώρες μόνος, πριν την εφηβεία, και εκ των υστέρων κατά την ενηλικίωση, προσπαθούσε να την μοιραστεί συμμετέχοντας σε συλλογικότητες. Αλλά, όπως κατάλαβε η ανασφάλεια δεν ήταν αποκλειστικότητα κανενός. Καθώς εκδηλωνόταν σε δημόσια διαβούλευση, αντί την εξωθεί εκ των ένδον σε μία εκπεφρασμένη κοινωνικότητα, τουναντίον την καθήλωνε σε νέες ανακαταλήψεις, πάντα σε θέση μάχης.

Ναι, συλλογικότητα, όσο κι αν αυτή η λέξη παρέπεμπε σε κάτι που πρέπει, που οφείλεις να το διεκπεραιώσεις. ‘Ετσι κι αλλοιώς σκεφτόταν είναι κούφια από μέσα. ‘Ηταν ελαφριά, όπως το φίδι αλλάζει δέρμα, αφήνοντας πίσω το φολιδωτό διαφανές γλυπτό του. Δηλαδή, η συμμετοχή του στην ομάδα δεν συνιστούσε ανάγκη, κατευθείαν σχέση με την αναπνοή, όταν επιλέγεις, όταν καλύτερα αποφασίζεις να δράσεις. Ούτε απόδραση σήμαινε με την επικρατούσα έννοια, όταν σφόδρα θέλεις να ξεφύγεις από τη συνήθια με βίαιο τρόπο, γιατί τι άλλο είναι η απόδραση παρά μία δολοφονία του καθημερινού βίου.

Πρωτίστως, με ό,τι κι αν ησχολείτο, αναζητούσε νοερώς ήτοι δια της φαντασίας του ελέω αγνώστου θεού μνημοτεχνικών μεθόδων, ένα κοχύλι που κρεμόταν πάνω από το κεφάλι του με μία πετονιά, ώστε να περνάει το φως και να καίει την ενέργεια μετατρέποντάς την σε κίνηση. Κάτω από αυτό το κοχύλι, που άμα το χτυπούσε ελαφρά, πήγαινε κι ερχόταν όπως το εκκρεμές ενός επίτοιχου ρολογιού, ονειρευόταν ότι θα μεταμορφωνόταν σε ναυσιπλόο.

Μονωδός προείπαμε, δηλαδή ένας από τους πολλούς, που όμως, αυτή η κατά συνθήκην ομαδικότητα, ενώ θα έπρεπε να σε εξαφανίζει μέσα σε μία κυρίαρχη φωνή των κλιμάκων, το ανέβασμα και το κατέβασμά της, εν τούτοις ελλείψει αρχιχορωδού, μετά την αλλαγή που είχε επιφέρει το νέο καθεστώς, καθιστούσε τον καθένα υπεύθυνο για τις πράξεις του. Δεν χρειαζόταν οι αρχές να διορίσουν αρχιμουσικούς, αφού το ρήμα άρχομαι είχε απαγορευτεί. Και η αρχή, οι αρχές στον πληθυντικό σήμαιναν διαφορετικά, δεν είχαν το ίδιο νόημα με την λέξη αρχή.

Όλα αυτά τα ερωτήματα ετίθετο στον καθένα, αλλά τα κρατούσε όπως κρατάς το πρώτο σου τσιγάρο, όπως κρατάς την εφημερίδα μακριά από τα αδιάκριτα μάτια που σε βλέπουν ενώ εσύ δεν τα βλέπεις, μόνον αισθάνεσαι όχι την εικόνα του βλέμματος, αλλά την ενέργεια του σαν να καίνε την πλάτη σου με μία ακτίνα φωτός με μεγεθυντικό φακό.

Εν τούτοις, παρά την κατάλυση του άνακτος, το ιερατείον εις τα άδυτα των αδύτων ιερουργούσε. Πρέπει να παραδεχθούμε ότι είχε αποκαθηλωθεί από τα σύμβολα του μονοθεϊσμού, αφού ο χρόνος είχε δείξει ότι ο θεός ήλιος είναι ο υπέρτατος θεός. Δείκνυμι. Χωρίς όμως όπως δείχνουμε προς μία κατεύθυνση για να πούμε στον άλλο «Προς τα εκεί θα πας!». Άλλωστε υπό το νέο καθεστώς εγγύτερα στην ύλη αγόρευαν οι μέχρι χθες αχθοφόροι του φωτός. Αλήθεια, έχει και το φως τους κουβαλητές του;

Η ερώτηση δεν έπρεπε να διατυπωθεί ούτε κατ’ ιδίαν, καθώς τα μηχανήματα ανίχευσης σκέψεων είχαν εντός του καθενός τον εγκέφαλο τοποθετηθεί. Όχι εντός, αυτό το επίρρημα είχε παλιώσει από την χρήση του. Είχε χαθεί το ένθεν του κρανίου, γιαυτό αποφάσισε να αφιερωθεί στον σχεδιασμό υπογείων. Για να ανακαλύψει εκ νέου το ένδον, τουλάχιστον μακριά από τον γραμμικό κόσμο της Ιστορίας.

Να διευκρινίσουμε ότι μέσα στον κάθε εγκέφαλο είχε τοποθετηθεί ένα κύκλωμα που εξέπεμπε μία ακτίνα φωτός κι αφού διαπερνούσε το κούτελο όπως το αρνητικό φωτογραφίας, πρόβαλλε πάνω σ’ έναν σκοτεινό τοίχο σκηνές από τον βίο του. Μα δεν ήταν έγχρωμες σκηνές, αλλά θέατρο σκιών που κρατούσε το σωματικό περίγραμμα του καθενός.

Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, κάτω από την γη, ακούστηκε ένας θόρυβος σαν να ξεθεμελιώνονταν τα έγκατα. Δεν ακούστηκαν σφυριά να χτυπούν πάνω στα αμόνια, ακούστηκε σαν να κυλάει πλημμυρισμένο ποτάμι και να παρασύρει προς τα άνω μία καυτή λάβα που δεν έρρεε, αλλά ερχόταν όπως εκσκαφικό μηχάνημα κόβει φέτες το υπέδαφος σε σχήμα του ηλίου, όπως φαίνεται με το γυμνό μάτι ενός παρατηρητή. Το βόρειο και το νότιο ημισφαίριο αρχίζουν να τρίζουν όπως τρίζει το σύμπαν λες και είναι δεμένο στη φουρτουνιασμένη θάλασσα του γαλαξία.

Σ’ αυτή την στιγμή, όλες οι αρχαίες μυθολογίες ανακεφαλαιώθηκαν, όλα τα δόγματα κατέπεσαν, ο ένας και μοναδικός Θεός ακίνητος ακουγόταν να περιστρέφεται, όλα τα σύμβολα αποχρωματίστηκαν, όλα τα εθνόσημα καταβυθίστηκαν στον μέγα ωκεανό. Τα θαλάσσια και ποτάμια ύδατα έβρασαν, ο βυθός άδειασε από το πλαγκτόν του και τα υδρόβια πτηνά έκοψαν τους λαιμούς τους. Η Μεγάλη Ημέρα είχε γίνει ένα με την Μεγάλη Νύχτα κι όλες οι καλημέρες κι οι καληνύχτες παρασύρονταν από τα ρεύματα του αίματος. Τα πλοιάρια είχαν κολλήσει στην άμμο, η πίσσα είχε πάρει φωτιά και κατάκαιε τους ασφαλτοστρωμένους δρόμους που έλιωναν μαζί με τ’ ανθρώπινα σώματα.

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είχε ανέβει σε μία εξέδρα, όπως στο τελείωμά της, είχε τοποθετηθεί ένα κάλαμος μ’ ένα αγκίστρι από το οποίο κρεμόταν ένα κοχύλι. Ο ήχος του τόσο μιμητικός που άρχισαν να τον τραγουδούν άπαντες, καθώς βούλιαζαν, ευχαριστώντας τον ‘Αρχοντα του Σκότους. Αυτός κρατούσε την πορφύρα στο στόμα του και σφύριζε αθανασία.