ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Από το τρένο του Τσίνεμαν στα Φεγγάρια του Φάσμπιντερ και την περιπέτεια φαντασίας του Νόλαν

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** ½ – Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές

High Noon. ΗΠΑ, 1952. Σκηνοθεσία: Φρεντ Τσίνεμαν. Σενάριο: Καρλ Φόρμαν, Τζον Κάνιγχαμ. Ηθοποιοί: Γκάρι Κούπερ, Γκρέις Κέλι, Τόμας Μίτσελ, Λόιντ Μπρίτζες, Κέτι Τζουράντο, Λον Τσάνεϊ Τζούνιορ, Ότο Κρούγκερ. 85΄

Τα στοιχεία του θρίλερ με το δράμα συνδυάζει ο σκηνοθέτης Φεντ Τσίνεμαν με τρόπο τέλειο για να δημιουργήσει την εξαίρετη ατμόσφαιρα του γουέστερν αυτού, που παραμένει, μέχρι και σήμερα, ένα από τα καλύτερα και πιο συναρπαστικά του είδους του.

Στη βραβευμένη με τέσσερα Όσκαρ ταινία, ο Γκάρι Κούπερ, σ’ έναν από τους καλύτερους ρόλους του (κέρδισε και το Όσκαρ ερμηνείας), ερμηνεύει τον Φρανκ Κέιν, τον σερίφη μιας πόλης του Φαρ Ουέστ, που, ενώ ετοιμαζόταν να παντρευτεί την αγαπημένη του (Γκρέις Κέλι) και να αποχωρήσει, μαζί της, από την πόλη, ξαφνικά, με την αποφυλάκιση και την αναμενόμενη επανεμφάνιση του Φρανκ Μίλερ, ενός ληστή που ο ίδιος είχε στείλει στη φυλακή, ανακαλύπτει πως η πόλη του τον έχει εγκαταλείψει μόνο, να αντιμετωπίσει τον ληστή και την αιμοδιψή συμμορία του.

 

Παρόλο που η αρραβωνιαστικιά και οι λιγοστοί φίλοι του τον παροτρύνουν να εγκαταλείψει την πόλη, ο Κέιν αποφασίζει να παραμείνει στη φοβισμένη πόλη, και να αντιμετωπίσει, έστω και μόνος, τον Μίλερ και τη συμμορία του, το καταμεσήμερο (High Noon), όταν φτάνει το τρένο με το οποίο επιστρέφει ο Μίλερ – η ταινία, έμμεσο σχόλιο για τη φρικτή περίοδο του μακαρθισμού, εξέφραζε, μέχρι σ’ ένα βαθμό, την εμπειρία του «μαυροπινακισμένου» σεναριογράφου Καρλ Φόρμαν, που είχε κληθεί από την επιτροπή «Αντι-Αμερικανικών Ενεργειών» του γερουσιαστή Μακάρθι να παραδεχτεί την υποτιθέμενη κομουνιστική δράση του και να κατονομάσει άλλους συντρόφους του.

Με τον σερίφη να τρέχει ασταμάτητα και να προσπαθεί να πείσει τους φοβισμένους κατοίκους να τον βοηθήσουν, με το ρολόι να μας δείχνει κάθε τόσο τα λεπτά που περνούν (στα 85 λεπτά της η ταινία καλύπτει την περίοδο της αναμονής και της τελικής μονομαχίας), με το σφιχτοδεμένο, γρήγορο μοντάζ, και το ωραίο, επίκαιρο τραγούδι του Τεξ Ρίτερ «Do Not Forsake Me Oh My Darling» (Όσκαρ μουσικής και καλύτερου τραγουδιού) στην ηχητική πλευρά και την ατμοσφαιρική, μαυρόασπρη φωτογραφία του Φλόιντ Κρόσμπι, ο Τσίνεμαν καταφέρνει να αναπτύξει έξοχα το σασπένς και να φτιάξει μια ταινία που, μέχρι και σήμερα, δεν έχει χάσει τη φρεσκάδα και τη δύναμή της.

**** Η χρονιά με τα 13 φεγγάρια

In einem Jahr mit 13 Monden. Δυτική Γερμανία, 1978. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ράινερ Βέρνερ Φάσμπιντερ. Ηθοποιοί: Φόλκερ Σπένγκλερ, Ίνγριντ Κάβεν, Γκόντφριντ Γιον, Εύα Μάτες. 124΄

Κάθε έβδομη χρονιά (χρονιά κατάθλιψης, όπως μας λέει), χρονιά του φεγγαριού, και που, κάθε τόσο, συνδυάζεται με 13 φεγγάρια, είναι για την άνθρωπο χρονιά καταστροφής μας προειδοποιεί, off-screen, στην αρχή της ταινίας, ο ίδιος ο Φάσμπιντερ παρουσιάζοντας το ψυχολογικό αυτό δράμα του, γύρω από τη μοναξιά και την καταπιεσμένη σεξουαλικότητα, με όλα τα επακόλουθά της.

 

Στην πιο προσωπική, γυρισμένη με πλήρη ελευθερία (χρηματοδοτημένη από τον ίδιο) ταινία του, εμπνευσμένη από την αυτοκτονία, την ίδια χρονιά (1978), του δικού του εραστή, ηθοποιού Άρμιν Μέιερ, ο σκηνοθέτης παρακολουθεί και καταγράφει με την κάμερa του τις πέντε τελευταίες, βουτηγμένες σε μια μαύρη ατμόσφαιρα, μέρες μιας τρανς, της Ελβίρα, πρώην Έρβιν (Φόλκερ Σπένγκλερ), που τον έχει εγκαταλείψει ο εραστής του, και τη φροντίδα του οποίου αναλαμβάνει, μετά από ένα άγριο ξυλοδαρμό, ενώ προσπαθεί να κάνει ψωνιστήρι, μια, κακομοίρα, αλλά συμπαθητική, πόρνη, η Ζόρα (με την έξοχη, πρώην γυναίκα του Φάσμπιντερ, Ίνγκριντ Κάβεν, στο ρόλο).

Πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα μελόδραμα (ο Φάσμπιντερ δεν έκρυβε το θαυμασμό του για τα κλασικά μελό του Ντάγκλας Σερκ), γύρω από τη μοναξιά και τις κοινωνικές αδικίες, αν και δοσμένο με μια ψυχρή, αποστασιοποιημένη, σχεδόν μπρεχτική, θα έλεγα, ματιά, αφήνοντας τον ίδιο το θεατή να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.

 

Μέσα από διάφορα, εικαστικά έξοχα, φλας-μπακ παρακολουθούμε τη ζωή της Ελβίρας, όταν, ως Έλβιν γνώρισε και παντρεύτηκε μια 18χρονη νεαρή, πριν ανακαλύψει τον έρωτά του για ένα επιζώντα των ναζιστικών στρατοπέδων, άντρα, τον Άντον Ζάιτζ (Γκόντφριντ Γιον), που τώρα έχει μετατραπεί σε κυνικό καπιταλιστή, γεγονός που θα τον οδηγήσει στην αλλαγή του φύλου του και στην περιθωριοποίηση, με τις συνεχείς απορρίψεις και τους εξευτελισμούς, που τον αναγκάζουν, με ένα βίαιο τελικά τρόπο, να αντιμετωπίσει τα υπαρξιακά του άγχη, οδηγώντας σε ένα είδος εξιλέωσης μέσα από την αναζήτηση της έννοιας της δικής του/δικής της, εκτός τροχιάς, κατακερματισμένης ζωής – που τόσο γλαφυρά παρουσιάζει στη σκηνή της επίσκεψης της Ελβίρας και της Ζόρα στο σφαγείο όπου παρακολουθούν τη σφαγή και τον διαμελισμό των αγελάδων, μια από τις διάφορες αλληγορικές σκηνές που ο Φάσμπιντερ χρησιμοποιεί στη συγκλονιστική αυτή, και μια από τις καλύτερες, ταινία του.

**** Η συμμορία των εντιμότατων

The Lavender Hill Mob. Βρετανία, 1951. Σκηνοθεσία: Τσαρλς Κράιτον. Σενάριο: Τι Ι Μπι Κλαρκ. Ηθοποιοί: Άλεκ Γκίνες, Στάνλεϊ Χόλογουεϊ, Σίντνεϊ Τζέιμς, Άλφι Μπας, Μάρτζορι Φίλντινγκ. 78΄

Από τις καλύτερες, και πιο απολαυστικές κωμωδίες των Ealing Studios, εταιρίας που, ιδιαίτερα στη δεκαετία του ’50, ειδικεύτηκε στην κωμωδία, φτιάχνοντας μια σειρά κλασικές κωμωδίες που εξακολουθούν να προσφέρουν άφθονο γέλιο («Διαβατήριο για το Πίμλικο», «Whiskey Galore», «Ο 13ος κληρονόμος», «Ο άνθρωπος με το άσπρο κοστούμι», «Το αστροπελέκι του Τίτφιλντ», «Η συμμορία των 5»), κωμωδίες, αξίζει να αναφέρω στις οποίες το Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου είχε διοργανώσει ειδικό αφιέρωμα το 1991.

 

Στην απολαυστική, γεμάτη με το ιδιόμορφο βρετανικό, συχνά ανατρεπτικό, χιούμορ, ταινία, ο Άλεκ Γκίνες υποδύεται ένα φιλήσυχο υπαλληλάκο της Τράπεζας της Αγγλίας, που μαζί με μια ομάδα διαρρηκτών, διοργανώνει μια απίθανη ληστεία, με την οποία σχεδιάζει να βγάλει από τη χώρα ράβδους χρυσού αξίας ενός εκατομμυρίου με τη μορφή Πύργων του Άϊφελ! Η με πολύ λεπτομέρεια οργανωμένη ληστεία όμως πάει στραβά όταν, μαζί με τις ράβδους χρυσού ανακατεύεται και μια παραγγελία αληθινών σουβενίρ με τον Πύργο του Άιφελ.

Με ένα εξαιρετικά καλογραμμένο και με ωραία ευρήματα σενάριο, ο σκηνοθέτης μετατρέπει την ιστορία του σε μια ατέλειωτη, φαρσική, με άφθονο χιούμορ και παράλογες καταστάσεις (μαζί με μια εξαίρετα στημένη καταδίωξη προς στο φινάλε), κωμωδία, με απολαυστικές ερμηνείες από όλη την ομάδα.

*** ½ – Inception

ΗΠΑ, 2010. Σκηνοθεσία – σενάριο: Κρίστοφερ Νόλαν. Ηθοποιοί: Λεονάρντο ντι Κάπριο, Τζόζεφ Γκόρντον-Λέβιτ, Ελέν Πέιτζ, Κεν Γουατανάμπε, Κίλιαν Μέρφι, Μαριόν Κοτιγιάρ, Τομ Μπέρεντζερ, Πιτ Πόσλγουεϊτ, Μάικλ Κέιν. 149′

Μια ειδική ομάδα κατασκόπων/διαρρηκτών διεισδύει στο όνειρο ενός επιχειρηματία για να τον κάνουν ν’ αλλάξει άποψη, σε ένα συναρπαστικό αν και άνισο, σκηνοθετημένο με νεύρο και έμπνευση, θρίλερ επιστημονικής φαντασίας.

Παλιότερα, στην ταινία «Φανταστικό ταξίδι» (1966), ένα υποβρύχιο με μια ομάδα επιστημόνων που είχαν σμικρυνθεί για την περίπτωση, διείσδυαν στο αίμα ενός ετοιμοθάνατου επιστήμονα για μια δύσκολη επέμβαση στον εγκέφαλό του. Ενώ, αργότερα, στην ταινία «Dreamscape» (1984), ο Ντένις Κουέιντ έμπαινε στα όνειρα ανθρώπων με ψυχικά προβλήματα για να τους βοηθήσει. Σήμερα τα πράγματα φαίνεται να έχουν εξελιχθεί τόσο ώστε στην ταινία «Inception» του Κρίστοφερ Νόλαν μια ομάδα ειδικών κατασκόπων/διαρρηκτών, μ’ επικεφαλής τον Ντομ Κομπ (ένας πολύ καλός, συγκρατημένος Λεονάρντο ντι Κάπριο), αναλαμβάνουν να επέμβουν στο όνειρο ενός ανθρώπου, του Φίσερ (Κίλιαν Μέρφι) για να τον αναγκάσουν να παραιτηθεί από την επιχειρηματική αυτοκρατορία του προς όφελος ενός άλλου επιχειρηματία (Κεν Γουατανάμπε). Και σαν να μην έφτανε αυτό, η ομάδα των «διαρρηκτών» αναγκάζεται κάποια στιγμή να περάσει από το συγκεκριμένο όνειρο στο όνειρο κάποιου άλλου, που βρίσκεται ήδη στο όνειρο του πρώτου. Καταλαβαίνετε πόσο τα πράγματα μπερδεύονται και πόσο ο θεατής χρειάζεται να βρίσκεται συνεχώς σε επιφυλακή για να μπορεί να παρακολουθεί την πλοκή, αλλιώτικα κινδυνεύει να μπερδευτεί.

 

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Κρίστοφερ Νόλαν έφτιαξε μια περίπλοκη ταινία. Η δεύτερη κιόλας ταινία του, «Memento» (2000), ήταν ένα πρώτο δείγμα μιας ταινίας που αρνιόταν τη γραμμική αφήγηση του παραδοσιακού φιλμ, για να μας μεταφέρει στον μπερδεμένο κόσμο ενός ήρωα που έπασχε από αμνησία. Ενδιάμεσα, ο Νόλαν εγκατέλειψε το κινηματογραφικό αυτό στιλ για να στραφεί σε ταινίες μπλοκ-μπάστερ («Batman Begins», «Ο σκοτεινός ιππότης»). Αυτή τη φορά, όμως, αποφάσισε να συνδέσει το περίπλοκο στιλ του «Memento» μ’ εκείνο της συνεχούς δράσης που συναντάμε στις άλλες του ταινίες, σε μια προσπάθεια να συνδυάσει τον κινηματογράφο του σκεπτόμενου θεατή μ’ εκείνον του θεατή που αναζητεί την απλή, καλοστημένη, με μπόλικο σασπένς και γρήγορο ρυθμό περιπέτεια. Αποτέλεσμα: μια συναρπαστική από σκηνοθετικής πλευράς ταινία, που κρατάει το ενδιαφέρον του θεατή από το πρώτο ώς το τελευταίο πλάνο.

Αυτό που βασικά επιδιώκει ο Νόλαν είναι να συνδυάσει την επιστημονική φαντασία με την ταινία δράσης. Το θέμα της διείσδυσης στα όνειρα με τα διάφορα επίπεδα που αυτό προτείνει, ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος, είναι σίγουρα και το πιο συναρπαστικό της μεγάλης διάρκειας (κρατάει σχεδόν δυόμισι ώρες) ταινίας. Σ’ αυτό ο Νόλαν προσθέτει μερικά ενδιαφέροντα επιμέρους θέματα, όπως το πρόβλημα του Κομπ με τη νεκρή γυναίκα του (στοιχείο που του δημιουργεί και προβλήματα στην όλη επιχείρηση και προκαλούν το σασπένς) ή εκείνο του «χτισίματος» μιας ολόκληρης εντυπωσιακής πόλης μέσα στο όνειρο του Φίσερ (σχόλιο πάνω στο πώς φτιάχνεται ένα έργο τέχνης ή μήπως και ένα, με τα διάφορα ειδικά εφέ του, μπλοκ-μπάστερ;). Μαζί με τα όνειρα, μέσα στα όνειρα επεκτείνουν και κάνουν ακόμη πιο περίπλοκο το λαβυρινθικό παζλ του εικαστικά συναρπαστικού του θρίλερ.

 

Οταν όμως αρχίζει το δεύτερο μέρος, με τις συνεχείς και πιο περίπλοκες διεισδύσεις στα όνειρα, ο Νόλαν υποχωρεί στις εμπορικές απαιτήσεις και τις συνταγές του μπλοκ-μπάστερ. Ενός μπλοκ-μπάστερ αναμφισβήτητα υψηλότερου επιπέδου από τα συνηθισμένα, με τις σκηνές δράσης είτε σε χώρους έλλειψης βαρύτητας (σκέφτομαι τι θα μπορούσε να κάνει ο Κιούμπρικ μ’ ένα τέτοιο θέμα) ή με τις συγκρούσεις και τους αμέτρητους, δοσμένους με χορευτικά ενορχηστρωμένο ρυθμό σκοτωμούς, κάτι ανάμεσα στον Τζέιμς Μποντ και το Matrix, που μοιάζουν με βίντεο-γκέιμ πολυτελείας. Οι σκηνές αυτές συνδυάζονται με άλλες όχι ιδιαίτερα πετυχημένες, όπως εκείνες σ’ ένα χιονισμένο τοπίο όπου δεν ξέρεις ποιος είναι ποιος, οι οποίες καταστρέφουν την οποιαδήποτε σοβαρή αντιμετώπιση του επιστημονικής φαντασίας θέματός του.

** ½ – Η παρθένος του Αυγούστου

La virgen de Agosto. Ισπανία, 2019. Σκηνοθεσία: Χόνας Τρουέμπα. Σενάριο: Ιτσάσο Αράνα, Χόνας Τρουέμπα. Ηθοποιοί: Ιτσάσο Αράνα, Βίτο Σανζ, Ιζαμπέλα Στοφέι. 129΄

Ανάμεσα στον Ερίκ Ρομέρ και τον Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ (του «Πριν το ηλιοβασίλεμα»…) κινείται ο Ισπανός Χόνας Τρουέμπα στη ρομαντική αυτή, τρυφερή ταινία του. Στη διάρκεια του Αυγούστου, όταν εξαιτίας της μεγάλης ζέστης, οι περισσότεροι κάτοικοι εγκαταλείπουν τη Μαδρίτη, η 33χρονη Εύα αποφασίζει να μείνει στο σπίτι ενός φίλου, σε μια προσπάθεια να βρει τον εαυτό της.

 

Η Εύα (μια πολύ καλή Ιτσάσο Αράνα) θα συναντήσει διάφορα πρόσωπα, άγνωστους αλλά και φίλες και φίλους από το παρελθόν, θα περάσει μαζί τους τη ραστώνη του Αυγούστου (η ταινία ακολουθεί την Εύα από την πρώτη ως τις 15 του μήνα), περιφέρεται σε μουσεία και θρησκευτικές λιτανείες, κουβεντιάζοντας με την παρέα της για διάφορα θέματα (εδώ… μπαίνει και ο Ρομέρ), από κινηματογραφικές κωμωδίες της δεκαετίας του ‘30 μέχρι θέματα πίστης αλλά και ελευθερίας, σχεδόν σαν τουρίστρια, πάντα κάπως κλεισμένη στον εαυτό της, παρά τις προσπάθειες των άλλων να την πλησιάσουν, προσπαθώντας, με το δικό της τρόπο, σαν αυτοπροσδιοριστεί, παρθένα σ’ ότι συμβαίνει γύρω της. Με τον Τρουέμπα να δημιουργεί με την ήρεμη, ράθυμη προσέγγισή του, την ατμόσφαιρα της αυγουστιάτικης ραστώνης, όπου αυτό που έχει σημασία είναι οι απλές λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, στην οποία κινείται η ηρωίδα του.

** Οι δολοφόνοι του Γκόγια

El asesino de los caprichos. Ισπανία/Βέλγιο, 2019. Σκηνοθεσία: Γκεράρντο Χερέρο. Σενάριο: Άνχελα Αρμέρο. Ηθοποιοί: Μαριμπέλ Βερντού, Άουρα Γκαρίντο, Ρομπέρτο Άλαμο. 95΄

Η σχέση του διάσημου Ισπανού ζωγράφου με τον τίτλο του αστυνομικού αυτού θρίλερ περιορίζεται στα «Καπρίτσια», μια σειρά 80 χαρακτικών του Γκόγια, που σχολίαζαν την παρακμή της τότε ισπανικής κοινωνίας, και τα οποία, ένας κατά συρροή δολοφόνος χρησιμοποιεί σε μια σειρά δολοφονίες, όπου τοποθετεί τα θύματα σε στάσεις σύμφωνα με τα χαρακτικά του Γκόγια.

 

Την έρευνα και την ανακάλυψη του ψυχοπαθή δολοφόνου αναλαμβάνει ένα δίδυμο γυναικών, η ήδη έμπειρή αλλά κυνικός, βαριεστημένη, και με ροπή προς τον αλκοολισμό, Κάρμεν και η νεότερη, και άπειρη, Εύα. Ο Χερέρο στήνει μια αρκετά ενδιαφέρουσα πλοκή, ακολουθώντας τις δυο πρωταγωνίστριές του στις έρευνες αλλά και στις προσωπικές τους σχέσεις, με μερικά ξεσπάσματα βίας, ιδιαίτερα προς το φινάλε, χωρίς όμως ιδιαίτερες εκπλήξεις ή ανατροπές και με ένα περισσότερο από όσο χρειάζεται ράθυμο ρυθμό, εκεί που χρειαζόταν το σασπένς και ένα πιο έντονο μυστήριο.