74η ΜΠΕΡΛΙΝΑΛΕ

Από την οδύσσεια μιας νιόπαντρης γυναίκας στα Ιμαλάια στην εκπληκτική «Σαμπάλα» στη βουτηγμένη σε μια απειλητική, κλειστοφοβική ατμόσφαιρα στην ταινία τρόμου «Η φωλιά του διαβόλου»

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Με το τέλος των προβολών των διαγωνιστικών τμημάτων ξεκίνησαν σήμερα οι συνεδριάσεις των διάφορων επιτροπών για τα αναμενόμενα βραβεία της φετινής Μπερλινάλε που απονέμονται αύριο βράδυ στην επίσημη τελετή λήξης του φεστιβάλ. Με φαβορί για τη Χρυσή Άρκτο του επίσημου διαγωνστικού τμήματος του φεστιβάλ να είναι: η ιρανική ταινία «Το αγαπημένο μου κέικ» των Μαριάμ Μαγκαντάμ και Μπεκτάς Σαναϊμπα, η γερμανική « Πεθαίνοντας» του Ματίας Γκλάσνερ και η ταινία του Νεπάλ, «Σαμπάλα» της Μιν Μπαχαντούρ Μπαμ. Υπάρχουν βέβαια και τα αουτσάιντερς, ανάμεσα τους και το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ «Αρχιτέκτων» του Βίκτορ Κοσακόφσκι.

Προσωπικά οι καλύτερες για μένα ταινίες ήταν ο εκπληκτικός «Πέπε» του Νέλσον Κάρλος Ντε Λος Σάντος, η «Σαμπάλα» του Μιν Μπαχαντούρ Μπαμ και η ιρανική «Το αγαπημένο μου κέικ» των Μαριάμ Μαγκαντάμ και Μπεκτάς Σαναϊμπα.

Το πρώτο βραβείο που ήδη αναγγέλθηκε σήμερα είναι εκείνο της FIPRESCI, των κριτικών μελών της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου, στην οποία συμμετείχε φέτος και ο γράφων, με το βραβείο καλύτερης ταινίας του επίσημου διαγωνιστικού τμήματος να απονέμεται στην ιρανική ταινία, «Το αγαπημένο μου κέικ», με το σκεπτικό ότι πρόκειται για «μια αφοπλιστική ιστορία έρωτα ανάμεσα σε δυο μοναχικά άτομα, σε μια μελαγχολική ατμόσφαιρα, στη σύγχρονη ιρανική κοινωνία, δοσμένη με ένα όμορφο, με συγκίνηση, χιούμορ και εμπάθεια, τρόπο».

Μια ιστορία έρωτα, πίστης και αναζήτησης, μέσα από την οδύσσεια μιας νεόπαντρης, εγκύου γυναίκας που ξεκινάει ένα ταξίδι σ’ αναζήτηση του εξαφανισμένου στο δρόμο του προς τηΛάσα, συζύγου της, με φόντο τις ιεροτελεστίες και τα σύμβολα της ζωής των κατοίκων της περιοχής των Ιμαλαϊων, αφηγείται στην εξαιρετική, δοσμένη με ένα λυρισμό, ταινία του «Σαμπάλα» (πρώτη ταινία από την Νεπάλ που επιλέγεται για το διαγωνιστικό τμήμα της Μπερλινάλε), ο Νεπαλέζος σκηνοθέτης Μιν Μπαχαντούρ Μπαμ.

Με συνοδεία του πρώτου της συζύγου, του μοναχού Κάρμα, η σύμφωνα με τα τοπικά έθιμα πολύανδρη Πέμα ξεκινάει ένα ταξίδι στην απέραντη, αφιλόξενη, γεμάτη απρόσμενες συναντήσεις αλλά και εμπόδια, έρημο σ’ αναζήτηση του εξαφανισμένου Τάσι, ένα ταξίδι αυτογνωσίας και απελευθέρωσης.

Μια μικρή οδύσσεια, με τις παραδόσεις και τα έθιμα, αλλά και τη χρήση των εξαιρετικά όμορφων τοπίων (όμορφα δοσμένα μέσα από τη φωτογραφία του Αζίζ Σαμπάκιεβ), με χωρικούς συχνά να περνάνε με τα γιακ τους, τοπία που σχολιάζουν και τονίζουν τα αισθήματα και την όλη κατάσταση της Πέμα, να δίνουν τον ξεχωριστό τόνο στην ασυνήθιστη αυτή, εξαιρετική ταινία, ταυτόχρονα διαλογισμό πάνω στις αληθινές πνευματικές αξίες της ζωής. Μια ταινία, που όπως ανάφερε ο ίδιος ο σκηνοθέτης της, ξεκίνησε «από το προσωπικό μου δίλημμα, τα ερωτήματα, τα μπερδέματα μου με τη μετενσάρκωση, γι’ αυτό το συγκεκριμένο πνευματικό ταξίδι. Αυτά πράγματι με στοίχειωναν ώσπου να με οδηγήσουν στην ταινία».

Ο σκηνοθέτης, ταυτόχρονα και συν-σεναριογράφος, πρώην σπουδαστής της βουδιστικής φιλοσοφίας, των πολιτικών επιστημών και της ανθρωπολογίας, αφηγείται με αβίαστο ρυθμό την πορεία της Πέμα, καταγράφοντας με τους σωστούς ρυθμούς τις ιεροτελεστίες και τα έθιμα, για να καταγράψει το συνεχές εσωτερικό ψάξιμο της ηρωίδας του (με την Θίνλεϊ Λάμο να εκφράζει τέλεια τις εσωτερικές συγκρούσεις της ηρωίδας), μιας σύγχρονης μάνας κουράγιο, που έρχεται σε σύγκρουση με τους δικούς της και τη μικρή της συντηρητική κοινωνία (είναι τα σχόλια των γυναικών για ποιανού από τους δυο άντρες είναι το παιδί που θα την οδηγήσουν στην οδύσσεια της), για να επιτύχει τη «Σαμπάλα» (που αναφέρεται σε τόπο μετενσάρκωσης, και τίτλο της ταινίας που εμφανίζεται σχεδόν μια ώρα μετά την έναρξη της), που της αποκαλύπτει ο τοπικός «ιερέας» της βουδιστικής πίστης και που ο Μπαχαντούρ Μπαμ παρουσιάζει μέσα από ρούνους σκαλισμένους με διάφορες λέξεις (έρωτας, πίστη, απογοήτευση, πόνος). Συνολικά, μια ασυνήθιστη, εξαιρετική, συγκινητική, γεμάτη πανέμορφες εικόνες, ταινία, από εκείνες που μας προσφέρουν την ουσία της πραγματικής απόλαυσης, που της αξίζει ένα από τα μεγάλα βραβεία του φεστιβάλ.

Σ’ ένα όμορφο ειδυλλιακό τοπίο, μια γυναίκα σηκώνει το παιδί που βρίσκει να κλαίει στο δάσος, και προχωρεί σε ένα καταπράσινο δάσος, φτάνει σ’ ένα τεράστιο καταρράκτη. Ξαφνικά, η ατμόσφαιρα αλλάζει όταν η γυναίκα, χωρίς ίχνος λύπησης, πετάει το παιδί στον καταρράκτη! Στην αμέσως επόμενη σκηνή η γυναίκα την πόρτα μιας εκκλησίας για να εξομολογηθεί το έγκλημά της. Στην επόμενη σκηνή βλέπουμε το ακέφαλο πτώμα της (με το κομμένο κεφάλι δίπλα) τοποθετημένο σ’ ένα ύψωμα της κοιλάδας, προειδοποιώντας τους περαστικούς να μην εξοκείλουν από το μονοπάτι της θρησκείας.

Την τρίτη τους αυτή ταινία, «Η φωλιά του διαβόλου», το δίδυμο των Αυστριακών σκηνοθετών, Βερόνικα Φρανς και Σεβερίν Φιάλα, ειδικευμένοι στις ταινίες τρόμου ανάμεσα τους και το «Goodnight Mommy»), την τοποθετούν σ’ ένα μικρό χωριό στην Άνω Αυστρία του 1750.Δεν πρόκειται όμως για μια συνηθισμένη ταινία τρόμου. Πρόκειται βασικά για το πορτρέτο μιας ευαίσθητης,με πνευματικές ανησυχίες, αγρότισσας, της Άγκνες (μια πολύ καλή ερμηνεία από την Άννα Πλασκ), που ετοιμάζεται να παντρευτεί τον Βόλφ (Ντάβιντ Σίντνεϊ), γιο της σκληρής αγρότισσας Γκένγκλιν (Μαρία Χοφστέτερ).

Με τον Βολφ η Άγκνες θα ξεκινήσει μια ζωή γεμάτη κακουχίες που αρχικά τις ξεπερνά χάρη στην αγάπη της για τον Βολφ. Σταδιακά όμως η ατμόσφαιρα αρχίζει να γίνεται σκοτεινή, με τη μητέρα του να έχει σχεδόν εγκατασταθεί στο σπίτι που έχει αγοράσει ο Βολφ για τους δυο τους και να προσπαθεί να επιβάλει τον τρόπο ζωής της στην Άγκνες και τον Βολφ, από την πρώτη κιόλας νύχτα του γάμου τους, να αρνείται την οποιαδήποτε σεξουαλικη σχέση με την Άγκνες.

Οι σκηνοθέτες χρησιμοποιούν τόσο το σπίτι όσο και το δάσος και τη γύρω περιοχή, όπου εργάζονται η Άγκνες και ο άντρας της, για να δημιουργήσουν μια αρχικά μελαγχολική και στη συνέχεια κλειστοφοβική, απειλητική ατμόσφαιρα (στην οποία συμβάλλει ιδιαίτερα η φωτογραφία του η κοκκώδης φωτογραφία του Μάρτιν Γκλασχτ), ατμόσφαιρα και θέματα που φέρνουν στο νου την εξαιρετική εκείνη ταινία The Witch του Ρόμπερτ Έγκερς. Η απογοήτευση της Άγκνες να αποκτήσει παιδί, η απομόνωση της, η περίεργη σχέση του Βολφ με τον ελκυστικό αγρότη Λεντς (και η κατοπινή εξαφάνιση του), τη. μετατρέπουν σε μια αβοήθητη, αθώα γυναίκα, που θα οδηγηθεί σε ένα τραγικό, ανατριχιαστικό ξέσπασμα, ξέσπασμα όμως στον ίδιο τον εαυτό της σε αναζήτηση της λύτρωσης. Σε μια ατμόσφαιρα, αξίζει να τονίσω, όπου τα τέρατα δεν είναι υπερφυσικά αλλά πέρα για πέρα ανθρώπινα.

 

 

Ο Χονγκ Σανγκ-Σου δεν είναι άγνωστος στο φεστιβάλ του Βερολίνου. Το 2022 η ταινία του, «Η ιστορία μιας μυθιστοριογράφου», κέρδισε το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής, ενώ το 2020 η ταινία του, «Η γυναίκα που έφυγε» κέρδισε την Αργυρή Άρκτο καλύτερης σκηνοθεσίας. Ταινίες, όπως και προηγούμενες του («Χωρίς ασανσέρ», «Η επόμενη μέρα μιας σχέσης») καταπιάνονται με τις ανθρώπινες σχέσεις, είτε ανάμεσα σε γνωστούς και φίλους είτε ανάμεσα σε σχέσεις οικογένειας.

Στη νέα του ταινία, «Οι ανάγκες μιας ταξιδιώτισσας», μια εξοχή όπως πάντα Ιζαμπέλ Ιπέρ, με την οποία ο Σανγκ-Σου συνεργάστηκε και σε άλλες δυο ταινίες (ανάμεσα τους και το «Σε άλλη χώρα»), ερμηνεύει την Άιρις, μια Γαλλίδα με ψάθινο καπέλο, που ζει και περιφέρεται στην Σεούλ από μέρα σε μέρα, είτε περπατώντας ξυπόλητη στο πάρκο, ξαπλώνοντας πάνω σε βράχους και πίνοντας «μακεόλι», είτε διδάσκοντας δυο Κορεάτισσες, με μια εντελώς δίκη της, πρωτότυπη μέθοδο, τη γαλλική γλώσσα.
Παρόλο που οι μαθήτριες» της αρχικά δεν δείχνουν να την εμπιστεύονται, η παράξενη συμπεριφορά της Άιρις, με τις ερωτήσεις της και τις κάρτες που γράφει με γαλλικά κείμενα, με φιλοσοφικές συχνά παρατηρήσεις, τραβάνε τελικά το ενδιαφέρον τους, οδηγώντας τις να ανοιχτούν σ’ αυτήν και να μιλήσουν για πράγματα τα οποία δεν λένε ούτε στους πιο οικείους τους. Στο ίδιο παράξενο κλίμα κινείται και το επεισόδιο με την Άρις να επιστρέφει στο διαμέρισμα στο οποίο τη φιλοξενεί ένας πολύ νεότερος Κορέατης, που η άφιξη της μητέρας του, κάνει ακόμη πιο αλλόκοτη και γεμάτη αναπάντητα ερωτήματα – με τις σκηνές με τη μητέρα του να είναι από τι πιο ωραίες της ταινίας.
Εκείνο που σε τραβάει τελικά στην ταινία, είναι οι σχέσεις αυτές που αναπτύσσονται τόσο ανάμεσα στην Άρις και τις δυο γυναίκες όσο και με το νεαρό Κορέατη που την φιλοξενεί, σχέσεις διανθισμένες συχνά με διασκεδαστικό χιούμορ, με την Ιπέρ να περιφέρεται, με την εισβολή της στην κορεάτικη κοινωνία, με άνεση κι ένα απολαυστικό, νωχελικό ρυθμό.
Η επιβίωση του συναισθήματος και των ανθρώπινων σχέσεων είναι στο επίκεντρο του δοσμένου με τρυφερότητα λεσβιακού δράματος, «Άγνωστη γλώσσα», της Γαλλίδας Κλερ Μπιζέ. Συναίσθημα και σχέσεις που δεν καταφέρνει η προηγούμενη γενιά να μεταδώσει στα παιδιά της, όπως ανακαλύπτουμε από τις δυο 17χρονες φίλες, την Φάνη (Λίλι Γκράνσμουγκ) και τη Λένα (Γιοζέφα Χαϊνσιους), που γνωρίστηκαν μέσω αλληλογραφίας και που κάποια στιγμή αποφασίζουν να συναντηθούν, μέσω των σχολικών ανταλλαγών, τη μια φορά στο Στρασβούργο με τους τους γονείς της μιας και την άλλη στη Λειψία, με τους γονείς της άλλης.
Συναντήσεις που διανθίζονται με τις εξόδους των κοριτσιών σε πάρτι όπου δοκιμάζουν «περίεργα» μανιτάρια, με όνειρα που εκφράζουν τη φυγή αλλά και τους κρυφούς τους πόθους, με τις μητέρες και των δυο, τη Σούζαν (Νίνα Χος) και την Αντωνία (Κιάρα Μαστρογιάνι), να παίζουν το δικό τους ρόλο, ρόλο που φέρνει στην επιφάνεια την αδυναμία τους να βοηθήσουν τα ευάλωτα παιδιά τους να ενηλικιωθούν και να μπορέσουν να βρουν τη θέση τους σε μια σε διαρκή μετάβαση κοινωνία. Ώσπου τελικά, η Φάνη και η Λένα επαναστατούν μέσα από την ερωτική σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ τους – σχέση που αν και δεν ξεπερνά τη συνηθισμένη αντιμετώπιση, ανοίγει ένα δρόμο ελευθερίας και αυτογνωσίας για τα δυο κορίτσια.