74η ΜΠΕΡΛΙΝΑΛΕ

Από τα προβλήματα μιας δυσλειτουργικής οικογένειας σ’ ένα μελόδραμα δοσμένο με μαύρο χιούμορ στο κυνηγητό του αμερικανικού ονείρου από μια ομάδα εργατών σε νεοϋορκέζικη κουζίνα

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Από τα πρώτα κιόλας πλάνα της ταινίας «Sterben» («Πεθαίνοντας») του Γερμανού Ματίας Γκλάσνερ, που είδαμε στο διαγωνιστικό τμήμα του 74ου φεστιβάλ Βερολίνου, με την ηλικιωμένη, άρρωστη με καρκίνο, μητέρα Λίσι, ανήμπορη στο πάτωμα λερωμένη με τα κόπρανά της, και τον ηλικιωμένο πατέρα Γκερντ, να επιστρέφει εντελώς γυμνός από το δρόμο όπου κυκλοφορούσε, και απ’ ότι μαθαίνουμε στη συνέχεια, επαναλαμβάνει τακτικά, αισθάνεσαι πως βρίσκεσαι σε χώρο που θυμίζει όχι μόνο τις ταινίες του Πέτερ Χάνεκε, αλλά και γενικότερα τις οικογενειακές σχέσεις, θέμα με το οποίο καταπιάνεται πρόσφατα, και αρκετά πετυχημένα, ο γερμανικός κινηματογράφος.

Κι αν φαινομενικά οι σχέσεις του ζευγαριού δείχνουν να είναι αρμονικές, με τον άρρωστο με άνοια σύζυγο να χρησιμοποιεί τα μάτια του για να βοηθήσει την σχεδόν τυφλή σύζυγο όταν αυτή οδηγεί το αυτοκίνητο, οι σχέσεις γενικότερα, με τα παιδιά που θα γνωρίσουμε αργότερα, είναι καθαρά δυσλειτουργικές. Δυσλειτουργικές σε μια κοινωνία που τις ενθαρρύνει και που η ίδια οδηγεί το άτομο σε απομόνωση και αποξένωση, με κυρίαρχα στοιχεία το κέρδος και τη σκληρότητα (όπως βλέπουμε στη σκηνή με νοσοκόμες και γιατρούς να εγκαταλείπουν το βράδυ τον άρρωστο με πνευμονία Γκερντ, οδηγώντας τον στο θάνατο).

Στο κωμικό αυτό μελόδραμα, διανθισμένο με μαύρο χιούμορ, τα διάφορα πρόσωπα της οικογένειας, παρουσιάζει ο Γκλάσνερ μέσα από τέσσερα διαφορετικά κεφάλαια, ξεκινώντας από τη Λίσι (Κορίνα Χάρφους) και τον Γκερντ (Χανς Ούβερ Μπάουερ) για να συνεχίσει με τον γιο Τομ και την κόρη Έλεν.  Το συμφωνικό έργο, με τον τίτλο «Πεθαίνοντας», που δίνει και τον τίτλο της ταινίας, είναι η συμφωνία που ένας συχνά αναποφάσιστος και κλεισμένος στον εαυτό του, Τομ (Λαρς Έντινγκερ), διευθυντής μιας ορχήστρας νέων, κάνει πρόβες για να ανεβάσει.

Συμφωνία γραμμένη από τον στενό, βουτηγμένο σε κατάθλιψη, Μπέρναρντ (Ρόμπερτ Γκίσντεκ), που συνεχώς διακόπτει τις πρόβες άλλοτε για να επιβάλει δικά του οράματα κι άλλοτε γιατί θέλει να την ξαναγράψει από την αρχή! Με τέταρτο μέλος της οικογένειας την Έλεν (Λίλιθ Στάγκενμπεργκ), μια αλκοολική γυναίκα με μουσικό ταλέντο σργυναίκα, που συναντάμε ξαφνικά στη Λατβία (όπου την οδήγησε ο αλκοολισμός της), η οποία προτιμά το γλέντι, το χορό και βέβαια το  πιοτό (σε μια όμορφη σκηνή τη βλέπουμε να χορεύει και να τραγουδά στη βροχή), σε σημείο που να μην καταφέρνει να παραστεί και στη κηδεία του πατέρα της, τον μόνο από όλη την οικογένεια που πραγματικά αγάπησε.

Στα διάφορα κεφάλαια,  εκτός από τον Μπέρναρντ και τη φιλενάδα του , μπλέκουν η πρώην φιλενάδα του, Λιβ (Άννα Μπέντερκε), που ακόμη εξακολουθεί να την αγαπά, παρά τα 20 χρόνια που έχουν περάσει από τότε, και η οποία του ζητά να την βοηθήσει στο νοσοκομείο στη διάρκεια της γέννας της (που παρακολουθούμε σε μια από τις πιο εξαντλητικές σκηνές της ταινίας), αντίθετα με τον πραγματικό πατέρα του παιδιού με τον οποίο έχει χωρίσει, καθώς και ο οδοντίατρος με τον οποίο η Έλεν έχει ένα ειδύλλιο, προσφέροντας μας μερικές χιουμοριστικές σκηνες στο οδοντιατρείο όπου εργάζονται.

Στις τρεις ώρες που διαρκεί η ταινία (και που παρακολουθείς πάντα με εξαιρετικό ενδιαφέρον τόσο χάρη στον τρόπο αφήγησης του Γκλάσνερ (με το κάθε κεφάλαιο να παρουσιάσει την ιστορία από την πλευρά του συγκεκριμένου πρωταγωνιστή) και τις ερμηνείες όλων των ηθοποιών του (για τις οποίες αξίζει ένα βραβείο συνόλου), βγαίνουν σταδιακά στην επιφάνεια τα κύρια θέματα της ταινίας: η αναποφασιστικότητα του συνήθως σιωπηλού Τομ που θα οδηγήσει τον φίλο του στο θάνατο, η κληρονομικότητα και οι επιδράσεις στη ζωή των τέκνων μιας οικογένειας, και η επιφανειακή, ψεύτικη αρμονία που καλύπτει μια ανείπωτη σκληρότητα.

Ο Γκλάσνερ καταφέρνει να ισορροπήσει το κωμικό με το δραματικό και να κρατήσει ένα τέλεια ελεγχόμενο ρυθμό σε όλες τις σκηνές του. Με δυο σκηνές να ξεχωρίζουν ιδιαίτερα χάρη στο όλο στήσιμο, το ντεκουπάζ και το μοντάζ τους και βέβαια τις ερμηνείες: η σκηνή της πρεμιέρας της συναυλίας, με την Έλεν να την διαλύει εξαιτίας ενός ασταμάτητου βήχα (βγάζοντας στην επιφάνεια την εχθρική σχέση της με τον Τομ) και η σκηνή των οικογενειακών «αποκαλύψεων», σκηνή ιδιαίτερα σκληρή, ανάμεσα σε μητέρα και γιο, που θυμίζει τον Μπέργκμαν (δεν είναι τυχαίο που ο Τομ παρακολουθεί κάποια στιγμή στην τηλεόραση του το «Φανή και Αλέξανδρος»)  με την Λίσι να αποκαλύπτει στον Τομ πως όχι απλά δεν τον αγάπησε αλλά και ποτέ δεν τον ήθελε, και τον Τομ να επιβεβαιώνει, από τη δίκη του μεριά, την ίδια ψυχρότητα και αδιαφορία για τη μητέρα του.

 

Πώς θα ζήσουμε στον κόσμο του μέλλοντος, διερωτάται ο Ρώσος σκηνοθέτης Βίκτωρ Κοσακόφσκι στο ντοκιμαντέρ του «Architecton», ένα έξοχο κινηματογραφικό δοκίμιο.

Η ταινία αρχίζει με την κάμερα να κινείται για ένα διάστημα ανάμεσα σε κατεστραμμένα από σεισμούς (ίσως και πολέμους) κτίρια κι εκκλησίες για να μας μεταφέρει σε ένα έργο του Ιταλού αρχιτέκτονα Μικέλε Ντε Λούκι, με τη λύση ενός κύκλου που αντικατοπτρίζει την άνοδο και την πτώση πολιτισμών. Ξεκινώντας από αρχαίους μονόλιθους και συναρπαστικές εικόνες από ερείπια ναών στο Μπάαλμπεκ και τον Λίβανο για μας μας δείξει πως οι βράχοι και οι πέτρες συνδέουν ανόμοιες κοινωνίες, ο Κασακόφσκι καταλήγει σε τεράστιους σωρούς από τσιμεντένια μπάζα, για να θέσει το ερώτημα πώς θα ζήσουμε στον αυριανό κόσμο.

Γιατί η αρχιτεκτονική, όπως καταλήγει ο Ντε Λούκι «δεν είναι μόνο για κτίρια αλλά και για τη συμπεριφορά των ανθρώπων». Ένα πανέμορφο δοκίμιο, δοσμένο με ρυθμό κα ποιητική διάθεση, με εκπληκτικές σκηνές από τεράστια κομμάτια βράχων και πέτρες να κατρακυλούν, σαν από σεισμό, κινηματογραφημένες σε ραλαντί, με άλλες πέτρες να κινούνται χορευτικά στην ωραία μουσική του Ευγκένι Γκαλπερίν, με τις μπάζες του τσιμέντου να δίνουν μιαν άλλη εφιαλτική εικόνα, ένας ύμνος τελικά στην αξία της πραγματικής, αληθινής αρχιτεκτονικής που δυστυχώς λείπει σήμερα από τη ζωή μας!

Ελεύθερη διασκευή του θεατρικού έργου «Η κουζίνα» του Βρετανού Άρνολντ Γουέσκερ είναι η αμερικανό-μεξικανικής παραγωγής (με  αγγλικούς και ισπανικούς διαλόγους) ταινία «La Cocina» του Μεξικανού Αλόνσο Λουισπαλάσιος. Εμπνευσμένη από τη δουλειά του ίδιου του σκηνοθέτη σε βιομηχανική κουζίνα η ταινία μετατρέπεται σε ένα μικρόκοσμο της Αμερικής, μιας πολυεθνικής, διαιρεμένης χώρας, με τους (συχνά παράνομους) μετανάστες από τη ν μια πλευρά και τους λευκούς αφέντες (ακόμη κι όταν είναι απλοί υπάλληλοι) από την άλλη.

Η ιστορία εκτυλίσσεται στο γνωστό εστιατόριο της Νέας Υόρκης, The Grill, ένα μέρος όπου, όπως λέει και ο ίδιος ο Λουισπαλάσιος «σερβίρει γύρω στις 3.000 πελάτες μια συνηθισμένη Παρασκευή, όπου δεν υπάρχει ποτέ χρόνος για ποιότητα, όπου κάθε πιάτο είναι καρυκευμένο με τον ιδρώτα του μάγειρα, όπου η σούπα είναι πνιγμένη σε μια μαγειρική σόδα για να κρατήσει περισσότερες μέρες, όπου το αίμα της μέτριας ψημένης μπριζόλες είναι στην πραγματικότητα το αίμα του μάγειρα που του συνέβη σε ατύχημα.